Τη βδομάδα που πέρασε ξεκίνησε στο Μόναχο η δίκη της γερμανικής νεοναζιστικής οργάνωσης NSU, που διέπραξε, μεταξύ άλλων, τη δολοφονία 9 μεταναστών (8 τούρκων και ενός έλληνα) στο διάστημα μεταξύ 2000-2007. Για την ιστορία της NSU και τη σχέση της με τις μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, αναδημοσιεύουμε από το Antifa Barricada #18, γενάρης-φλεβάρης 2012.


Κοίτα να δεις. Κοίτα να δεις που συμβαίνουν κι αλλού. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του κειμένου. Γιατί η υπόθεση που θ’ αναφέρουμε παρακάτω ανοίγει ένα μικρό παράθυρο στον κόσμο που παρουσιάζει κάποιες αναλογίες (αν και όχι ομοιότητες) με την κατάσταση εδώ.


Στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη έκανε το σύντομο πέρασμά του από τα ελληνικά media ένα πολύ σοβαρό θέμα: αφορούσε την δράση μιας μικρής (;) ομάδας ναζί, που από το 2000 έως το 2007 δολοφόνησαν (τουλάχιστον) οχτώ τούρκους κι έναν έλληνα μετανάστη, καθώς και μια αστυνομικό, σε διάφορες γερμανικές πόλεις. Ο σχετικός ντόρος που προκλήθηκε στη Γερμανία ανάγκασε το κοινοβούλιο να υιοθετήσει ομόφωνο ψήφισμα «καταδίκης του ακροδεξιού εξτρεμισμού και του ρατσισμού». Αυτός ο ντόρος έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να συζητείται σοβαρά (το πόσο θα φανεί) από τον αρμόδιο υπουργό εσωτερικών η απαγόρευση του NPD, που είναι ο μεγαλύτερος ακροδεξιός πολιτικός φορέας, εκπροσωπείται σε τοπικά κοινοβούλια κρατιδίων και δήμων και έχει στις τάξεις του αρκετούς ναζί και πρώην σκίνχεντς από συμμορίες του δρόμου. Το ίδιο το NPD προσπάθησε ν’ αποστασιοποιηθεί από τη δράση της NSU (National Socialist Underground, είναι το όνομα της οργάνωσης) και τα μέλη της ως φυσικά πρόσωπα, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε, αφού δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες που απεικονίζουν τον τωρινό φύρερ του NPD στην ίδια διαδήλωση με κάποια από τα πιθανολογούμενα μέλη αυτής της οργάνωσης.

τα στοιχεία του εγκλήματος

Η όλη υπόθεση αποκαλύφθηκε όταν μια γυναίκα, πιθανό μέλος της NSU, παραδόθηκε στην αστυνομία στις 4 Νοέμβρη, αφού πρώτα ανατίναξε το διαμέρισμά της στην πόλη Zwickau (της ανατολικής Γερμανίας), προφανώς για να καταστρέψει ενοχοποιητικά στοιχεία. Την ίδια μέρα και λίγες ώρες πριν, είχαν βρεθεί νεκροί δύο άντρες μέσα σ’ ένα φλεγόμενο τροχόσπιτο, σε απόσταση 180 χιλιομέτρων από το Zwickau. Η επίσημη εκδοχή αναφέρει πως προηγουμένως είχαν ληστέψει μια τράπεζα κι όταν κατάλαβαν ότι η αστυνομία τους έχει εντοπίσει, έβαλαν φωτιά στο τροχόσπιτο, ο ένας απ’ τους δύο πυροβόλησε τον άλλο και μετά αυτοκτόνησε. Τόσο στο τροχόσπιτο όσο και στο διαμέρισμα βρέθηκαν πλήθος ενοχοποιητικών στοιχείων: το όπλο με το οποίο είχαν δολοφονηθεί και οι εννιά μετανάστες, το υπηρεσιακό όπλο, οι χειροπέδες και το δακρυγόνο σπρέι της δολοφονημένης αστυνομικού, καθώς και πολλά ακόμα. Βρέθηκαν όμως και μερικά DVD, όπου η «σιωπηλή» μέχρι τότε οργάνωση αποκαλύπτει την ύπαρξή της, αναλαμβάνοντας αναδρομικά την ευθύνη για όλες αυτές τις δολοφονίες (ανεξιχνίαστες μέχρι εκείνη τη στιγμή απ’ την αστυνομία) καθώς και για δύο επιθέσεις με βόμβες καρφιών που είχαν δεκάδες τραυματίες, κυρίως τούρκους μετανάστες. Τα DVD επρόκειτο να σταλούν σε γερμανικά media, κόμματα και ισλαμικά πολιτιστικά κέντρα. Επομένως και μόνο με τα στοιχεία που είχαν γίνει δημόσια γνωστά μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Νοέμβρη, η όλη υπόθεση συνιστούσε τεράστιο θέμα στο εσωτερικό της Γερμανίας αλλά και διεθνώς, για την εικόνα της χώρας.

Καθώς οι μέρες περνούσαν, αποκαλύπτονταν όλο και περισσότερα πράγματα και γεννούνταν νέα ερωτήματα: η Beate Zschape (η γυναίκα που παραδόθηκε) και οι Uwe Mundlos, Uwe Bohnhardt (οι άντρες που βρέθηκαν νεκροί στο τροχόσπιτο) καταζητούνταν από τη γερμανική αστυνομία, ήδη από το μακρινό 1998. Πώς μπόρεσαν να παραμείνουν ασύλληπτοι δεκατρία ολόκληρα χρόνια και κάνοντας τόσες δολοφονίες και κάμποσες ληστείες που τους αποδίδονται, αν όχι αξιοποιώντας κάποιο δίκτυο υποστήριξης; Τα ερωτήματα έγιναν ακόμα περισσότερα, όταν οι γερμανικές αρχές παραδέχτηκαν ότι σε τουλάχιστον μία από τις δολοφονίες μεταναστών, ήταν παρών (τυχαία είπαν…) ένα στέλεχος των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, το οποίο και δεν κινήθηκε για ν’ αποτρέψει τη δολοφονία!! Για όποιον μπορούσε να καταλάβει (και δεν ήταν καθόλου δύσκολο αυτό) υποννοούνταν καθαρά ότι οι τρεις καταζητούμενοι ναζί είχαν κάποιου είδους σχέση ή ενεργή υποστήριξη από τις μυστικές υπηρεσίες ή κάποιες φράξιές τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το γερμανικό περιοδικό Spiegel έγραψε στα μέσα Δεκέμβρη (στο φόντο της συζήτησης για απαγόρευση του NPD), πως μέσα στην ιεραρχία των κομματικών δομών του υπάρχουν τουλάχιστον 130 (!) πράκτορες και πληροφοριοδότες των μυστικών υπηρεσιών. Γινόταν ξεκάθαρο λοιπόν πως μεταξύ των οργανώσεων των ναζί και του σκληρού, κρατικού πυρήνα υπάρχει μια «διαπλεκόμενη» σχέση με άγνωστες προεκτάσεις.

Βέβαια η καθεστωτική φωνή στη Γερμανία φωτίζει αυτή τη σχέση μονόπλευρα: είναι η ανάγκη των κρατικών υπηρεσιών, λένε, να έχουν σαφή εικόνα των προσώπων, των διεργασιών και των πεπραγμένων των ναζιστικών κύκλων. Ενώ κάτι τέτοιο ισχύει, αν το βλέπει κανείς από τη καθεστωτική μεριά, είναι σίγουρο πως μόνο έτσι έχουν τα πράγματα; Μόνο τέτοια είναι η εμπλοκή των υπηρεσιών στις ναζιστικές οργανώσεις; Καθώς θα διηγούμαστε την ιστορία των «τριών της NSU» (αξιοποιώντας κυρίως όσα έχουν γραφτεί στα γερμανικά media, αλλά στην αγγλική γλώσσα), θα φανούν πολύ περισσότερα πράγματα. Και για τους ναζί και για τις υπηρεσίες.

ο άγουρος ναζισμός φυτρώνει και ωριμάζει (σε συνθήκες θερμοκηπίου)

Οι Beate Zschape, Uwe Mundlos και Uwe Bohnhardt γεννήθηκαν (το 1975, 1973 και 1978, αντίστοιχα) και μεγάλωσαν στην, κάποτε ανατολικογερμανική, πόλη Jena. Την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ τη βίωσαν σαν νεαροί έφηβοι και όπως αρκετοί συνομήλικοί τους εκείνα τα χρόνια, έφτιαξαν μια ολιγομελή παρέα σκινάδων που την αποκαλούσαν Kameradschaft Jena. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις «δραστηριότητές» τους: ξυλοδαρμοί μεταναστών και άλλων «διαφορετικών», oi! συναυλίες και άφθονη κατανάλωση μπύρας. Ήταν όμως πολιτικά «ανήσυχοι» κι έτσι στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 συμμετείχαν τακτικά στις συναντήσεις μιας μεγαλύτερης ομάδας που ονομαζόταν Thuringer Heimatschutz (θα μπορούσε να αποδοθεί σαν Πολιτοφυλακή της Θουριγγίας, το όνομα του κρατιδίου που ανήκει η Jena). Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον των αρκετών δεκάδων ατόμων, οι συγκεκριμένοι βρήκαν χώρο για ν’ ανοιχτούν λίγο παραπάνω και ν’ αποκτήσουν εμπειρίες και γνωριμίες από τη συμμετοχή τους σε παγγερμανικές διαδηλώσεις και συναντήσεις των ναζί.

Εκείνο που αγνοούσαν αυτοί αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, ήταν ότι ο φύρερ της Thuringer Heimatschutz, Tino Brandt, ήταν πληροφοριοδότης των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, ήδη από το 1994. Τον είχε στρατολογήσει το παράρτημα της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος στη Θουριγγία. Και τον πλήρωνε καλά: μέσα σε διάστημα λίγων χρόνων έλαβε το ποσό των 200.000 μάρκων (102.258 ευρώ) για να καταδίδει το καθετί. Μάλιστα ο πληροφοριοδότης πήρε τη δουλειά του τόσο σοβαρά, που καμιά εικοσιπενταριά από τις αναφορές του προωθήθηκαν στα κεντρικά της υπηρεσίας στην Κολονία, ως «άκρως σημαντικές». Μ’ αυτό το δεδομένο λοιπόν ήταν απολύτως σίγουρο πως η όποια κίνηση, οποιουδήποτε ανήκε σ’ αυτή την ομάδα, θα ήταν εξαρχής χαφιεδωμένη, όσες προφυλάξεις κι αν έπαιρνε.

Κακό timing: η «καριέρα» των τριών άρχισε να εκτοξεύεται, για κακή τους τύχη (ή μήπως όχι;) ακριβώς την ίδια περίοδο που ο στρατολογημένος φύρερ τους, κατέδιδε με ρυθμό πολυβόλου. Και το τοπικό παράρτημα των μυστικών υπηρεσιών παρακολουθούσε από κοντά (και με στοργή ίσως) τους τρεις να μεγαλώνουν και να περνούν από τους ξυλοδαρμούς σε πιο «δυναμικές» μορφές δράσης. Όπως για παράδειγμα στα μέσα Απρίλη του 1996 όταν ο Bohnhardt τοποθετεί σε γέφυρα αυτοκινητόδρομου μια κούκλα ντυμένη μ’ ένα παλτό, που είχε ζωγραφισμένο πάνω του ένα αστέρι του Δαβίδ και μια ταμπέλα: «προσοχή βόμβα». Αυτό το περιστατικό προκαλεί το αστυνομικό ενδιαφέρον (οι μυστικές υπηρεσίες ξέρουν, όχι η αστυνομία!) και ξεκινάνε έρευνες. Λίγους μήνες μετά ο Bohnhardt συλλαμβάνεται σε αστυνομικό μπλόκο όταν στο αυτοκίνητό του ανακαλύπτεται ένα μικρό οπλοστάσιο. Αλλά οι τρεις συνεχίζουν: μεταξύ του τέλους Δεκέμβρη του 1996 και των αρχών Γενάρη του 1997, ψεύτικα γράμματα-βόμβες στέλνονται στην εφημερίδα Thuringische Landeszeitung, στο δημαρχείο και τα κεντρικά της αστυνομίας στην Jena. Οι υποψίες των αρχών θα πέσουν πάνω τους. Όμως η εισαγγελική έρευνα εναντίον τους θα πάψει στις 18 Ιουνίου 1997, ελλείψει ικανών στοιχείων.

Αλλά τα περιστατικά συνεχίζονται. Στις 28 Σεπτέμβρη 1997 έξω από το θέατρο της Jena, περαστικοί βρίσκουν μια κόκκινη βαλίτσα με μια σβάστικα ζωγραφισμένη πάνω της. Γρήγορα θ’ αποδειχτεί πως πρόκειται για βόμβα. Η μικρή ποσότητα εκρηκτικών (10 γραμμάρια TNT) καθώς και η μπαταρία που έλειπε απ’ την, κατά τ’ άλλα, σωστή συνδεσμολογία, θα οδηγήσουν τις αρχές στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια προειδοποίηση: κάποιοι δηλώνουν πως είναι σε θέση να κατασκευάσουν βόμβες. Ένα μήνα μετά ο Bohnhardt θα καταδικαστεί από δικαστήριο της Θουριγγίας σε φυλάκιση δύο χρόνων και τριών μηνών, για την αντισημιτική ενέργεια με την κούκλα και άλλα αδικήματα. Το δικαστήριο όμως δεν θα απαιτήσει την άμεση προφυλάκισή του κι έτσι ο ίδιος και οι φίλοι του δεν αφήνουν καθόλου το χρόνο να πάει χαμένος: μια βόμβα, παραπλήσια με την προηγούμενη, γίνεται αντιληπτή μπροστά από ένα αντιφασιστικό μνημείο σε νεκροταφείο της Jena, στις 26 Δεκέμβρη 1997.

Πλέον οι αστυνομικές αρχές της Jena είχαν πειστεί πως σ’ αυτά τα περιστατικά εμπλέκονται οι τρεις. Τους θέτουν υπό διαρκή παρακολούθηση και στις 26 Γενάρη του 1998 εκδίδουν εντάλματα έρευνας για τα σπίτια και των τριών, αλλά βρίσκουν ελάχιστα στοιχεία και πάντως όχι ικανά για να καταδικαστούν για αυτές τις ενέργειες. Παρόλ’ αυτά οι έρευνες συνεχίζονται. Και μετά από απόρρητη ειδοποίηση των μυστικών υπηρεσιών, οι αστυνομικές αρχές επιτέλους βρίσκουν αυτό που έψαχναν: ένα γκαράζ στα περίχωρα της Jena, όπου ανάμεσα σε παράνομο ναζιστικό προπαγανδιστικό υλικό, υπάρχουν και τέσσερις έτοιμες βόμβες, καθώς και 1.392 γραμμάρια TNT… Το γκαράζ το είχε νοικιάσει η Zschape, ενώ οι γείτονες είχαν δει τους Mundlos και Bohnhardt να μπαινοβγαίνουν εκεί. Τα στοιχεία πλέον ήταν ικανά να οδηγήσουν σε καταδίκες και στις 28 του Γενάρη εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για τους Beate Zschape, Uwe Mundlos και Uwe Bohnhardt. Αλλά αυτοί είχαν ήδη «εξαφανιστεί»…

οι ναζί, το θερμοκήπιο και η παχιά σκιά του

Τρόπος του λέγειν «είχαν εξαφανιστεί». Παρά την επικήρυξή τους από τις αρχές (με αμοιβή 3.000 μάρκα-1.500 ευρώ περίπου) οι τρεις παρέμειναν κρυμμένοι κάπου στη Θουριγγία, έχοντας υποστήριξη από τους ναζί της Kameradschaft Jena και της Thuringer Heimatschutz. Πάρτι αλληλεγγύης διοργανώνονταν, λεφτά μάζευαν, για πλαστά διαβατήρια έψαχναν. Για τουλάχιστον έξι μήνες μετά το πέρασμά τους στην παρανομία, φαίνεται πως είχαν επαφές με κάποιους από τους υπόλοιπους ναζί (που τώρα έχουν συλληφθεί ακριβώς γι’ αυτό). Χαράς ευαγγέλια για τον Tino Brandt και τους εργοδότες του: πλέον οι καταζητούμενοι τους είχαν απόλυτη ανάγκη. Είναι ένα ερώτημα λοιπόν αν οι τρεις βγήκαν στην παρανομία μόνοι τους. Ή μήπως οι μυστικές υπηρεσίες τους ώθησαν εκεί, «δίνοντας» στην αστυνομία το γκαράζ που χρησιμοποιούσαν. Για ποιο λόγο; Μα φυσικά για να ελέγξουν την κατάσταση απόλυτα: κάποιοι που καταζητούνται δεν μπορούν να παραμείνουν επί μακρόν τέτοιοι, εκτός αν έχουν ένα δίκτυο υποστήριξης. Κι αν αυτό το δίκτυο είναι εξαρχής διαβρωμένο, ποιος μπορεί να το πάρει χαμπάρι; Οι σκιές κρύβουν τις «λεπτομέρειες». Καμιά φορά κρύβουν και πολύ σημαντικότερα πράγματα. Υπήρχε όμως, λέμε, κι ένας άλλος λόγος για να ωθηθούν στην παρανομία: για να έχουν οι μυστικές υπηρεσίες αποφασιστικό λόγο και ρόλο στην μελλοντική τους «εξέλιξη».

Η εξέλιξη αυτή υπήρξε ραγδαία. Αφού προμηθεύθηκαν όπλα (πιθανότατα από το δίκτυο υποστήριξης) ξεκίνησαν τις ληστείες τραπεζών, σύμφωνα με τις αρχές. Τους αποδίδονται δεκατέσσερις ληστείες από το 1999 και μετά: δύο στο κρατίδιο της Θουριγγίας, δύο στο Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία και δέκα στη Σαξονία. Υποτίθεται πως οι αρχές έχουν φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα εξετάζοντας τα κοινά χαρακτηριστικά που είχαν πολλές απ’ αυτές τις ληστείες: δύο μασκοφόροι άντρες οι οποίοι συμπεριφέρονται με μεγάλη βιαιότητα και συνήθως διαφεύγουν με ποδήλατα. Όμως οι ληστείες δεν συνεπάγονται και μεγάλες «μπάζες»: ακόμα και μ’ αυτές που τους χρεώνουν οι αρχές, το συνολικό ποσό που πήραν (από το 1999) ήταν περίπου 70.000 ευρώ. Ελάχιστα χρήματα για να ζει κανείς στην παρανομία επί τόσα χρόνια και ταυτόχρονα να χρηματοδοτεί και τα υπόλοιπα. Οπότε είναι εύκολο το συμπέρασμα πως είχαν οικονομική στήριξη (και) απ’ αλλού. Από πού; Ποιός να ξέρει άραγε…

Πέρα από τις ληστείες, μεταξύ 2000 και 2006 οι τρεις δολοφόνησαν τουλάχιστον οχτώ τούρκους μετανάστες κι έναν έλληνα. Τα περισσότερα θύματά τους είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν ιδιοκτήτες κάποιου μικρομάγαζου. Ξεκινώντας απ’ αυτό το δεδομένο, οι αρχές σε κάθε τέτοιο φόνο έστρεφαν την προσοχή τους σε κατευθύνσεις του τύπου «οικονομικές διαφορές», «χαρτοπαιξία», «προστασία», «μαφία» κ.τ.λ. Παρότι οι οικογένειες των θυμάτων επέμεναν πως κανένα τέτοιο σενάριο δεν είχε βάση και αντίθετα, θα έπρεπε οι αρχές να ψάξουν προς την κατεύθυνση της ναζιστικής βίας, δεν υπήρχαν και πολλοί πρόθυμοι να τους ακούσουν. Ξένοι ήταν άλλωστε, τί ήξεραν αυτοί; Κάπως έτσι οι τρεις συνέχιζαν τους φόνους, απόλυτα σίγουροι πως οι αρχές δεν τους συνδέουν μ’ αυτούς. Άλλωστε η δράση τους ήταν «σιωπηλή», μιας και δεν «διεκδικούσαν» την ευθύνη των φόνων.

Αλλά οι μυστικές υπηρεσίες κάτι παραπάνω θα ήξεραν για τους τρεις και τα πεπραγμένα τους. Κι ίσως ήξεραν τόσα πολλά, που κάποιοι πράκτορες να ήταν παρόντες στους φόνους. Τουλάχιστον για έναν απ’ αυτούς, το έχουν παραδεχτεί: μνημονεύσαμε προηγουμένως το ατυχές (;) περιστατικό της παρουσίας ενός οργάνου της υπηρεσίας στο ίδιο μέρος (ένα internet cafe) και την ίδια ώρα με τους δολοφόνους. Θα φανεί κωμικοτραγικό ίσως, αλλά το παρατσούκλι αυτού του πράκτορα στην υπηρεσία του ήταν «μικρός Αδόλφος»!! Εξαιτίας των πολιτικών του απόψεων βεβαίως, πράγμα που οδήγησε (έτσι είπαν οι αρχές) στην απομάκρυνση του συγκεκριμένου από νευραλγικά και «ευαίσθητα» πόστα της υπηρεσίας του. Να μπέρδεψε τη «δουλειά» με τη «διασκέδαση»; Να συμβαίνει κάτι άλλο; Και πάλι: ποιός ξέρει;


επίλογος;

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε κι άλλο τη διήγηση, περιγράφοντας κι άλλα γεγονότα. Το δικό μας συμπέρασμα όμως διόλου δεν θα ανατρεπόταν: οι «τρεις της NSU» ήταν υπό την απόλυτη εποπτεία των μυστικών υπηρεσιών ή κάποιων φραξιών τους, από πολύ νεαρή ηλικία. Κι ενώ θα μπορούσαν να έχουν συλληφθεί από νωρίς, το 1997 ή 1998, ουσιαστικά ωθήθηκαν στην παρανομία και την απόλυτη εξάρτηση (και) από τους συνεργάτες της υπηρεσίας. Συνιστά αυτό κάποιο «σκάνδαλο»; Κανένα σκάνδαλο, αν έχει υπόψη του/της κανείς το πώς δουλεύουν αυτές οι υπηρεσίες, αλλά και γενικότερα οι αστυνομίες. Πάνω απ’ όλα η δουλειά τους είναι να γνωρίζουν κι όχι να προλαμβάνουν, το δεύτερο είναι η ιδεολογία που πουλάνε. Σε κάθε περίπτωση αν κάποιοι γνωρίζουν, μπορούν να επιλέξουν και το πότε θα παρέμβουν για να σταματήσουν κάτι.

Εκείνο που μας φαίνεται ελάχιστα πιθανό, είναι να συντηρούσαν οι υπηρεσίες αυτή την ιστορία για να έχουν κάποια στιγμή στο μέλλον να επιδείξουν μια «αντιτρομοκρατική επιτυχία». Πρώτον, γιατί οι τρεις δεν είναι ισλαμιστές, δεν μπορεί δηλαδή να βγει ιδεολογική υπεραξία από τις πράξεις τους. Και δεύτερον, συναφές με το πρώτο, οι ναζί δεν «πουλάνε» γιατί ακριβώς ενοχοποιούν τις ίδιες τις κυρίαρχες ιδεολογίες των δυτικών κρατών. Της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης – δεν έχουμε ξεχάσει τις δηλώσεις Μέρκελ περί «αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας». Αντίθετα, εκείνο που θεωρούμε πιθανό είναι να συντηρούσαν αυτήν την υπόθεση για ν’ αποδεικνύουν την «χρησιμότητά» τους. Είναι απαραίτητες οι μυστικές υπηρεσίες, γιατί «νa, βλέπετε τί γίνεται;». Κάποιοι δικαιολογούν τους μισθούς τους και τα μυστικά κονδύλια που λαμβάνουν έτσι. (Τα έχει πει κι ο Μαρξ στο «εγκώμιο του εγκλήματος»…

Θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί κανείς γιατί αυτή η ιστορία «αποκαλύφθηκε» τώρα. Εδώ μόνο υποθέσεις θα μπορούσαν να γίνουν. Μπορεί και να ήταν «τυχαίο» μ’ ένα τρόπο: εάν η Zschape δεν ανατίναζε το διαμέρισμά της (όπου βρέθηκε ο κύριος όγκος των στοιχείων που την συνδέουν με την NSU) ίσως και να μην γινόταν η σύνδεση με τους νεκρούς ληστές τραπεζών. Μπορεί όμως και να ήταν η πρόθεση των τριών ν’ αποκτήσουν, μετά από δεκατρία χρόνια «σιωπής», δημόσιο λόγο για τα όσα διέπραξαν. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σάλο (κάτι που συνέβη δηλαδή) σε μια χώρα με το παρελθόν της Γερμανίας. Κι ίσως θα χρειαζόταν αυτή η υπόθεση να λήξει γρήγορα και αίσια για τις αρχές. Με κάθε τρόπο…

Κλείνοντας: σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρο το συμπέρασμα πως οι υπηρεσίες «εκτέθηκαν» απ’ αυτή την υπόθεση. Αναγκάζονται κάθε μέρα ν’ «αποκαλύπτουν» πράγματα που καθόλου δεν θα ήθελαν να γίνουν δημόσια γνωστά. Και μόνο να βγαίνουν στη δημοσιότητα τα ονόματα των ρουφιάνων της και των χρημάτων που έχουν πάρει, σημαίνει πως πολλά μυστικά δίκτυα «καίγονται» και θα πρέπει να στηθούν από την αρχή. Εκείνο όμως που θα μείνει πιθανότατα σαν «κατακάθι» της όλης ιστορίας είναι πως «οι υπηρεσίες παράγουν έργο, το κράτος αγρυπνά». Ακόμα κι αν υπάρχουν μερικές «παράπλευρες απώλειες»…