…για τη Λαμπεντούζα, τα ναρκοπέδια του Έβρου, τις αναποδογυρισμένες βάρκες από τους λιμενόμπατσους της Μυτιλήνης, τα “κέντρα υποδοχής μεταναστών” και για όλους αυτούς που τα χειροκροτούν -ή σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους.
(Το κείμενο είναι άγαρμπη μετάφραση από την ιταλική Il Manifesto της 4ης Οκτώβρη του 13).

[…]Το ναυάγιο, λίγα χιλιόμετρα μόλις απ’ το νησί, μετά από μια πυρκαγιά που ξέσπασε στο πλοίο. 155 επιζώντες.
Περνούν από χέρι σε χέρι τα σάβανα. Και κλαίνε. Στο εσωτερικό οι νεκροί. Χωρίς όνομα. Ένας – ένας πάνω στις σανίδες των περιπολικών σκαφών, έχουν ξεβραστεί από τη θάλασσα, μισό μίλι από την ακτή της Λαμπεντούζα, απέναντι από το νησί των κουνελιών, μια από τις πιο όμορφες παραλίες στον κόσμο, εκεί όπου κάθε χρόνο εκκολάπτονται τα αυγά των «Καρέττα Καρέττα» για να βγουν σε μια θάλασσα  που, σε αυτή την δραματική μέρα στις αρχές Οκτωβρίου, κουβάλησε τα πτώματα ανθρώπων των οποίων η μοίρα είχε αποφασιστεί. Εθελοντές, διασώστες, γιατροί προσπαθούν να προφυλάξουν τα σάβανα. Υπάρχει πόνος, υπάρχουν δάκρυα. Οι σακούλες πράσινες, λευκές και μαύρες, μία προς μία στην αποβάθρα Favaloro, πλάι-πλάι. Ένα ξέσπασμα λύπης σπάει τη τρομακτική σιωπή στο παλιό λιμάνι. Είναι απίστευτη τραγωδία“, λέει μέσα σ’ αναφιλητά μια γυναίκα, με τα χέρια στο πρόσωπο. Είναι κρίμα-αλλά είναι όλα αληθινά. Σε μία από τις σακούλες, οι οποίες στη συνέχεια θα είναι αριθμημένες, υπάρχουν 4 παιδιά. Υπάρχει ένα μωρό, τριών μηνών.

Η μητέρα είναι ίσως σε κάποια απ’ τις υπόλοιπες σακούλες. Ή τα κατάφερε και είναι μεταξύ των 155 επιζώντων. Ίσως να ξέρουμε αργότερα. Έναν από τους σάκους τραβάει την προσοχή ενός απ’ τους διασώστες. Τον ανοίγει. Μέσα είναι μια γυναίκα. Αναπνέει. Την είχαν περάσει για νεκρή και την είχαν στοιβάξει εκεί από λάθος. Ένα θαύμα, ή ίσως όχι. Την βάζουν σε ένα φορείο. Στη συνέχεια σε ένα ελικόπτερο, όπου διασωληνώνεται και μεταφέρεται στο Παλέρμο, στο νοσοκομείο: είναι μια νεαρή από την Ερυθραία 25 χρονών, αφυδατωμένη, έχει πνευμονία. Από την αποβάθρα του θανάτου ένας επιχειρηματίας γράφει σε ένα σημειωματάριο αριθμούς: 1, 2, 3 … 4. Πρόκειται για πτώματα. Φτάνει στους 110. Αλλά θα είναι περισσότεροι. Πολύ περισσότεροι. Κάτω από το σκάφος, σαν απανθρακωμένοι καρποί που βυθίστηκαν με το φορτίο των πάνω από 500 μετανάστων, οι περισσότεροι Ερυθραία και τη Σομαλία, υπάρχουν και άλλα πτώματα. Έχω κολλήσει. Οι δύτες βουτάνε κι έπειτα βγαίνουν στην επιφάνεια. Το υποβρύχιο σκηνικό είναι τρομερό: όπως παραπάνω, στο επίπεδο του εδάφους. Ο ίδιος ο θάνατος, τα ίδια πτώματα, το ίδιο νεκροταφείο. Εδώ, επίσης, υπάρχουν τα ίδια σημειωματάρια: 1, 2, 3 … 4. Φρίκη , φρίκη … Είναι τρομερό ” επαναλαμβάνει η Giusi Nicolini . Η δήμαρχος της Λαμπεντούζα παραμένει για ώρες στην αποβάθρα. […] Μιλάει στο τηλέφωνο με τους δημοσιογράφους, με τον Πρωθυπουργό. Ένα ατελείωτο μαρτύριο . Shame …ντροπή,” γράφει στο tweeter του ο Πάπας Φραγκίσκος. Αναρωτιέμαι αν κάποιοι πιστεύουν πως ενοικιάζεται η «αγανάκτηση» στις συνειδήσεις όλων εκείνων που έχουν την εξουσία και θα μπορούσαν να το αποτρέψουν αλλά συνειδητά δεν το έκαναν. Στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Γιατί η Λαμπεντούζα είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο. Και είναι τέτοια εδώ και 22 χρόνια. Ο καθένας το ξέρει. Πάντα. Αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το νησί φαντάζει ακίνητο. Η οικοδόμηση του πόνου. «Ήμουν είκοσι, όταν έτρεχα με φίλους μου στην αποβάθρα, επειδή βρίσκαμε νεκρούς μετανάστες και τώρα είμαι 40: και είμαι ακόμα εδώ και δεν αλλάζει τίποτα,” ψιθυρίζει ο Μάριο, ένας πρώην ψαράς. Από τη δεκαετία του ενενήντα εξακολουθεί μια συνεχής δολοφονία αθώων. Αλλά κάθε τραγωδία είναι η συνήθης ιστορία: μια ιστορία έκτακτης ανάγκης. Αλλά, εδώ, στη Λαμπεντούζα, όλα είναι τρομερά «κανονικά», περισσότερα από είκοσι χρόνια.
Και ο Μπερλουσκόνι έρχεται με τη βαλίτσα του γεμάτη ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, κάνει παρέλαση δίπλα σε υπουργούς, υφυπουργούς, βουλευτές , εκπροσώπους του ΟΗΕ, γερμανούς, γάλλους. Τίποτα απολύτως. Αλλά τώρα ονομάζεται “τραγωδία”. 

[…]