Στις 20 Μαρτίου ολοκληρώθηκε η δίκη του συντρόφου μας Ν.Α. στο μικτό ορκωτό δικαστήριο Πειραιά. Ο σύντροφος είχε συλληφθεί στην αντιφασιστική πορεία της 18ης Σεπτεμβρίου 2014 στο Κερατσίνι, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Killah P./Παύλου Φύσσα από το τοπικό τάγμα εφόδου της συμμορίας χ.α., αντιμετωπίζοντας πλήθος κακουργηματικών και πλημμεληματικών κατηγοριών. Η ετυμηγορία λοιπόν ήταν έξι χρόνια φυλάκισης (με αναστολή έως το εφετείο) για τις κακουργηματικές κατηγορίες της κατοχής και ρίψης μολότοφ. Παρότι σε δύο διαδοχικές συνεδριάσεις το κατηγορητήριο κατέρρευσε παταγωδώς, παρότι οι μπάτσοι-μάρτυρες κατηγορίας εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα, το γεγονός αυτό –όπως έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά- δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο δικονομικό βάρος…
Στις 8 Μαϊου έχει οριστεί η δίκη άλλων 61 συντρόφων/ισσων, οι οποίοι/ες συνελήφθησαν στην ίδια εκείνη διαδήλωση της 18/9/2014, αντιμετωπίζοντας πλημμεληματικού τύπου κατηγορίες. Έχοντας μια πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση μόλις πίσω μας και μια δίκη ακριβώς μπροστά μας, κρίνουμε ότι χρειάζεται να κάνουμε μια δημόσια αναφορά για τις δύο αυτές υποθέσεις. Όχι μόνο γιατί αφορούν την ίδια διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαμε ενεργά· αλλά γιατί αφορούν κοινές πολιτικές επιλογές και κοινές στάσεις, τις οποίες υπερασπιζόμαστε με επιμονή, έχοντας πλήρη επίγνωση «των συνεπειών του νόμου».
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με μια απαραίτητη πολιτική υπενθύμιση.
Πλέον, τόσα χρόνια μετά, μπορεί η ανάσυρση της συμμορίας χ.α. από τη γενική αφάνεια και η εκτόξευσή της στην κεντρική πολιτική σκηνή να έχει μισοξεχαστεί. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι αυτός ο πολιτικός σχεδιασμός -και η υλοποίησή του- είχαν πολύ λιγότερο την σφραγίδα μιας συμμορίας μαφιόζων και μπράβων –και πολύ περισσότερο την αποφασιστική συμβολή φανερών (και αφανών) θεσμών, μηχανισμών και αφεντικών. Η συμμορία υπήρξε για κάποια χρόνια και μέχρι τη δολοφονία του Killah P. το μακρύ χέρι (έστω, ένα από δαύτα) της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης σ’ αυτή τη χώρα. Υπήρχε όμως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα σ’ αυτό το εγχείρημα: πιθανότατα δεν συνυπολογίστηκε επαρκώς η κοινωνική πόλωση που θα προκαλούσε η δημόσια παρουσία της συμμορίας ανά τη χώρα –ούτε και η δυναμική που απελευθερώθηκε στους δρόμους. Κάπως έτσι το «αντιναζιστικό κράτος» που επιλέχθηκε ως λύση ανάγκης, υπήρξε μεν η (εν πολλοίς) αποφώνηση μιας βίαιης τακτικής διαχείρισης της κρίσης, αλλά καθόλου η παραίτηση των Εξουσιών από το κυρίως έργο τους. Εν τω μεταξύ όμως, όλος αυτός ο κόσμος που κινητοποιήθηκε εκείνο τον καιρό θα έπρεπε να συνθλιβεί μεταξύ των πλέον θεσμικών όψεων της διαχείρισης της κρίσης (την αστυνομία, τα δικαστήρια, την τρομοκρατία της «αγοράς εργασίας») και μιας «ελπίδας που ερχόταν»… «Κατέφτανε η ελπίδα» για να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τα όποια αφύλακτα οδοφράγματα και να ναρκοθετήσει τα πιθανά περάσματα.
Όταν λοιπόν κατεβαίναμε σ’ εκείνη την αντιφασιστική διαδήλωση στο Κερατσίνι, στις 18/9/2014, είχαμε κατά νου όλα τα παραπάνω –έστω και διαισθητικά, ακόμα κι αν δεν μπορούσαμε να τα εξηγήσουμε τότε, με τη ψυχρή ματιά και τη χρονική απόσταση που το κάνουμε τώρα. Όταν κατεβαίναμε στο Κερατσίνι, γνωρίζαμε επίσης ότι η αριστερή «ελπίδα που κατέφτανε» και οι συνεργαζόμενες μ’ αυτήν δυνάμεις είχαν κάνει ήδη τα σχετικά κουμάντα τους –πανω στις πλάτες του οργανωμένου αντιφασισμού. Κατεβήκαμε όμως: στα μυαλά και τις καρδιές μας βάρυνε αποφασιστικά η ανάγκη της κινηματικής μας παρουσίας εκεί, όπως και όπου αλλού έφταναν οι δυνάμεις μας. Κατεβήκαμε: όχι για να στήσουμε στα πόδια της μια επέτειο, μ’ όλη την συνοδευτική σκηνοθεσία της, αλλά έχοντας συναίσθηση της μεταβατικής φάσης στη διαχείριση της κρίσης και της διακυβέρνησής της.
Αυτή ήταν η απόφασή μας και δεν την αλλάζουμε. Όμως μια δεκάδα συντρόφων και συντροφισσών μας κουβαλούν στην πλάτη τους ακόμα τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Δηλαδή:
– τη διαρκή αστυνομο/δικαστική αυθαιρεσία και τα μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης κατηγορητήρια, χαρακτηριστικό παράδειγμα «συγχώνευσης» των κρατικών εξουσιών σε μια συγκυρία «έκτακτης ανάγκης»·
– την πολύχρονη αστυνομο/δικαστική ομηρία μιας διαρκούς εκκρεμότητας, η οποία στοχεύει πεντακάθαρα την ενεργητικότητα της πολιτικής τους (μας) στράτευσης –αλλά αποτυγχάνει σταθερά να τιθασεύει τα δίκια μας·
– και τέλος, το μεγάλο οικονομικό ύψος των δικαστικών εξόδων, το οποίο ειδικά σε τέτοιους καιρούς, μπορεί να συνθλίψει πολιτικά εγχειρήματα και ανθρώπους. Κακά νέα όμως κι εδώ: εννοούμε τις συλλογικές υποθέσεις σε κάθε τους (υλική και μη) διάσταση – χωρίς να κάνουμε οποιουδήποτε είδους «εκπτώσεις» στη δράση μας.      
Όμως, πέρα απ’ αυτά που κουβαλάμε στις πλάτες μας, γνωρίζουμε και κάτι επιπλέον: το αδίκημά μας είναι η ίδια η πολιτική μας στράτευση, οι δεσμοί που συγκροτούμε, οι σχέσεις που χτίζουμε. Κι είναι ακριβώς ο κάθε κρίκος αυτής της αλυσίδας που πρέπει να σπάσει –εκεί στοχεύουν. Στις διαδικασίες μας και στο δρόμο. Διότι μπαίνουμε σε εποχές «μεταμνημονιακές», όπου η διαχείριση της κρίσης πρόκειται να αλλάξει «αφήγημα», ενώ το ελληνικό κράτος έχει ανοίξει ολόκληρη την ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής μέσα στην πιο ελάχιστη μονάδα του ιστορικού χρόνου. Μπαίνουμε λοιπόν σε εποχές δύσβατες κι οι όποιες αστυνομο/δικαστικές υποθήκες υπάρχουν από τις προηγούμενες περίοδους διαχείρισης της κρίσης είναι πάντα χρήσιμες.
Ας έχουν όμως όλοι οι ενδιαφερόμενοι κατά νου τούτο: δεν είμαστε «ξυπόλυτοι/ες» μπροστά στη Δικαιοσύνη και τα φίδια της! Κι όσο είμαστε στους δρόμους, όσο είμαστε σε κίνηση, αψηφούμε τη δύσβατη πραγματικότητα που ορθώνουν εναντίον μας. Με άλλα λόγια; Περιφρονούμε αυτό τον κόσμο και ό,τι αντιπροσωπεύει δαύτος, κάθε φορά που στεκόμαστε η μία δίπλα στον άλλο. Όπως τότε στο Κερατσίνι, όπως παντού. Με τις συνέπειες, αλλά και το πείσμα μας.

συνεργασία αντιφασιστικών ομάδων antifa community