Τα σκουπίδια φαίνονται· είναι αυτά που φαίνονται σίγουρα, μυρίζουν (και κάνουν μερικές φορές κάποιο πάταγο: οι σακούλες που σκάνε απ’ τα μπαλκόνια). Τα σκουδιάρικα φαίνονται επίσης· κλείνουν και τον δρόμο, αν είναι στενός. Κανείς δεν θέλει να περιμένει στο δρόμο πίσω από ένα σκουδιάρικο.
Όμως αυτά που φαίνονται είναι τα λιγότερα. Για παράδειγμα: με «κάποιον τρόπο» η απεργία τέλειωσε. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί ότι υπάρχουν «άλλα επίπεδα», λιγότερο ορατά (ας πούμε: γραφεία, τηλέφωνα, διάδρομοι) που ορίζουν τις εξελίξεις. Έτσι, αν τολμήσει κανείς να φανταστεί τις λέξεις «εργατικός ανταγωνισμός» είναι καταγέλαστος. Αυτό είναι διασταύρωση πελατών και πολιτευτών / παρόχων· όχι ταξική πάλη…
Κι όμως: σ’ αυτές ακριβώς τις «υπόγειες», «αδιάκριτες», «μισομαφιόζικες» μεσολαβήσεις υπάγεται η εργασία. Στα μέρη μας. Όχι μόνο με την «τυπική» έννοια του έργου, του ωραρίου, του μισθού. Αλλά και σαν ιδεολογία, που υπερκαθορίζει τα προηγούμενα. Χάρη σ’ αυτές τις ακλόνητες μεσολαβήσεις έχει κατασκευαστεί η επίσης ακλόνητη ιδέα της «θέσης» εργασίας, και μάλιστα «προσωπικής». Μια ιδέα «ιδιοκτησίας της θέσης» (εργασίας), που είτε μορφοποιείται με την «μονιμότητα» είτε γίνεται αντικείμενο επιθυμίας (λόγω «προσωρινότητας»). Συνεπώς: αυτές οι ακλόνητες μεσολαβήσεις κατασκευάζουν, ανακατασκευάζουν, και διατηρούν ακμαίο τον μικροαστισμό του μισθωτού: πουλάει μεν την εργασιακή δύναμή του, από τυπική άποψη· είναι όμως, ταυτόχρονα, ιδιοκτήτης της «θέσης» (εργασίας). Και σαν τέτοιος απορρίπτει μετά βδελυγμίας την συναίσθηση ότι είναι εργάτης. (Αν δεν είναι ακόμα «ιδιοκτήτης της θέσης» εργασίας, σκοπεύει να γίνει το γρηγορότερο…).
Δεν τελειώνει εδώ η αλληλουχία. Αν η μισθωτή εργασία είναι (ή οφείλει να είναι) ιδιοκτησία θέσης·αν, δηλαδή, το μικροαστικό κοσμοείδωλο υπερκαθορίζει την εργατική πραγματικότητα, τότε και κάθε άλλη έκφραση του μικροαστισμού είναι «εργασιακά» δικαιολογημένη. Όπως: να κάνω μια δικά μου δουλειά· να θεσμίσω επίσημα, δηλαδή, την «ιδιοκτησία μιας θέσης» (εργασίας) – ελεύθερος επαγγελματίας. Κι ακόμα πιο πέρα: να «πετύχω», ώστε να κάνω προσλήψεις ανθρώπων που θα δουλεύουν για μένα αλλά δεν θα είναι εργάτες· θα είναι κι αυτοί ποτισμένοι απ’ τα μικροαστικά στερεότυπα. Δεν θα αποσπώ υπεραξία απ’ αυτούς, ούτε θα τους εκμεταλλεύομαι: θα τους παραδειγματίζω μάλλον μέσω της «επιτυχίας μου»… να «πετύχουν» κι αυτοί / ές, κάποτε. (Εννοείται ότι σαν τέτοιοι δεν έχουν δικά τους δίκαια· θα χαίρονται, απλά, απολαμβάνοντας την καλωσύνη μου και το πετυχημένο μου παράδειγμα.)
Ο πολιτικός προσοδισμός είναι ο γενικός κανόνας που έχει γεννήσει και δικαιολογεί τον πατερναλισμό. Συνδικαλιστικό, εργοδοτικό, κλπ. Αλλά επίσης ο προσοδισμός ανανεώνεται και συντηρείται απ’ τον πατερναλισμό. Ας πούμε βρίσκονται σε «συνεταιρική σχέση».