“…
Όποιος από τα 1917 περίπου ως τα 1933 είχε παρακολουθήσει και ζήσει ενεργά μέσα στην επαναστατική Αριστερά τη θεωρία και πράξη του μαρξισμού, ήταν υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι ο μαρξισμός περιοριζόταν στις αντικειμενικές διαδικασίες της οικονομίας και στην πολιτική του κράτους. Ο λεγόμενος “υποκειμενικός παράγοντας” της ιστορίας, η ιδεολογία των μαζών, η εξέλιξή τους και οι αντιφάσεις της, ούτε λαμβάνονταν καν υπ’ όψη, κι όσο για κατανόηση, ουδείς λόγος! Και το χειρότερο: οι μαρξιστές δεν κατόρθωναν ν’ αξιοποιήσουν την ίδια τη μέθοδό τους του διαλεκτικού υλισμού, να τη διατηρούν ζωντανή, για να μπορούν να βλέπουν με νέο πάντα μάτι και να κατανοούν κάθε νέο κοινωνικό φαινόμενο, ακριβώς με τη βοήθεια αυτής της μεθόδου. Δηλαδή, ο διαλεκτικός υλισμός δεν καλλιεργήθηκε, και δεν εφαρμόστηκε στα νέα ιστορικά φαινόμενα· αλλά ο φασισμός ήταν ένα τέτοιο φαινόμενο, τελείως άγνωστο στον Μάρξ και στον Ένγκελς, κι ο Λένιν δεν είχε προφτάσει να δει παρά μόνο το πρωταρχινισμά του. Η αντιδραστική αντίληψη της πραγματικότητας παραβλέπει τις αντιφάσεις της και τις αληθινές καταστάσεις· η αντιδραστική πολιτική χρησιμοποιεί αυτόματα τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που εναντιώνονται στην εξέλιξη. … Η επαναστατική πράξη, σ’ οποιαδήποτε περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης, αναβλύζει από μόνη της, όταν καταλαβαίνει κανείς τις αντιφάσεις μέσα σε κάθε νέα διαδικασία, όποτε συντάσσεται ακριβώς με τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να πάνε μπροστά. Αυτό θα πει να είσαι ριζοσπάστης: “να πιάνεις τα πράγματα στη ρίζα τους”, όπως παράγγελνε ο Καρλ Μαρξ. Αν λοιπόν πιάσουμε τα πράγματα στη ρίζα τους, αν καταλάβουμε την αντιφατική τους πρόβαση, τότε μπορούμε ασφαλώς να δαμάσουμε τ’ αντιδραστικά στοιχεία. Αλλιώς, θ’ αράξουμε απλώς, θέλοντας – μη θέλοντας στη μηχανιστική αντίληψη, ή στη μεταφυσική, και πάμε αναγκαστικά χαμένοι.
…
Όπως συμβαίνει συνήθως με το έργο μεγάλων στοχαστών, έτσι και οι ιδέες του Μαρξ κατάντησαν κενοί τύποι και χάσαν το επιστημονικό – επαναστατικό τους περιεχόμενο στα χέρια των μαρξιστών πολιτικών. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τόσο πολύ εμπλακεί στους καθημερινούς πολιτικούς αγώνες, ώστε δεν ήταν πια ικανοί ν’ αναπτύξουν παραπέρα τις αρχές μιας ζωντανής βιοθεωρίας, που τους είχαν κληρονομήσει ο Μάρξ και ο Ένγκελς…. Ο επιστημονικός μαρξισμός εκφυλίστηκε σε “αγοραίο μαρξισμό”… Τούτος ο αγοραίος μαρξισμός είχε λοιπόν “αποφανθεί”, ότι μια τόσο βαθιά οικονομική κρίση, όπως εκείνη του 1929 – 1933, έπρεπε να οδηγήσει κατ’ ανάγκην στην ανάπτυξη τις αριστερής ιδεολογίας ανάμεσα στις χειμαζόμενες μάζες. Ακόμα και μετά την ήττα το Γενάρη του 1933, εξακολουθούσε να γίνεται λόγος στη Γερμανία για “επαναστατική έξαρση” – ενώ η πραγματικότητα έδειχνε αντίθετα, ότι παρ’ όλες τις προβλέψεις, η οικονομική κρίση είχε οδηγήσει στην ανάπτυξης μιας ακραίας δεξιάς ιδεολογίας.
…
Υπήρχε λοιπόν διάσταση μεταξύ οικονομικής κατάστασης και ομαδικής ψυχολογίας. Η διάσταση αυτή αγνοήθηκε από τους αγοραίους μαρξιστές μας. Έτσι, κανείς τους δεν μπόρεσε να θέσει καν το ερώτημα: πως είναι δυνατό σ’ εποχή φτώχιας και εξαθλίωσης να γίνονται οι μάζες εθνικιστικές; Συνθήματα, όπως λ.χ. “σωβινισμός”, “ψύχωση”, “αποτελέσματα της συνθήκης των Βερσαλιών”, δεν εξηγούσαν καθόλου, ούτε αναχαίτιζαν βέβαια την τάση των μικροαστών, να προσχωρούν στην άκρα δεξιά σ’ εποχή εξαθλίωσης· δείχναν απλώς, ότι εκείνοι που τα χρησιμοποιούσαν δεν είχαν καταλάβει την πραγματική διαδικασία. Γιατί επιπρόσθετα είχανε παραβλέψει, πως όχι μόνο οι μικροαστοί, μα και μεγάλα τμήματα του προλεταριάτου – όχι κατ’ ανάγκην τα χειρότερα – είχανε προσχωρήσει στην άκρα δεξιά.
…
Ο Μαρξ ξεκινούσε από τη βασική αντίληψη, ότι η εκμετάλλευση του εμπορεύματος “εργατική δύναμη” και η συγκέντρωση του κεφαλαίου σ’ ελάχιστα χέρια συμβαδίζουν με την εξαθλίωση της πλειοψηφίας της εργαζόμενης ανθρωπότητας. Από την οικονομική αυτή διαδικασία ο Μαρξ έβγαλε το συμπέρασμα, πως ήταν αναγκαία η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών. Σύμφωνα με την αντίληψή του, οι παραγωγικές δυνάμεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας “διαρρηγνύουν” τα πλαίσια του τρόπου παραγωγής. Η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και σφετερισμού του πλούτου απ’ το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί να λυθεί μόνο αν εξομοιωθεί ο τρόπος παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις. Στην κοινωνική παραγωγή πρέπει να προστεθεί και η κοινωνική οικειοποίηση των προϊόντων. Πρώτη πράξη αυτής της ανακατάταξης είναι η κοινωνική επανάσταση. Αυτό είναι το βασικό αξίωμα του Μαρξισμού. Η ανακατάταξη αυτή μπορεί να συντελεστεί μόνο όταν η εξαθλιωμένη πλειοψηφία εγκαθιδρύσει τη “δικτατορία του προλεταριάτου”, δηλαδή τη δικτατορία της πλειοψηφίας των παραγωγών πάνω στη μειοψηφία των απογυμνωμένων πια πρώην κατόχων των μέσων παραγωγής.
Οι οικονομικές προϋποθέσεις της κοινωνικής επανάστασης είχαν πραγματοποιηθεί [στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα] σύμφωνα με την πρόβλεψη του Μαρξ: το κεφάλαιο ήταν συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια, η εξέλιξη της εθνικής οικονομίας σε παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε οξύτατη αντίφαση με το δασμολογικό σύστημα των διαφόρων κρατών, η κεφαλαιοκρατική οικονομία έφτανε μόλις το ήμισυ της παραγωγικής της ικανότητας και είχε πια φανερώσει ολοκάθαρα τον αναρχικό της χαρακτήρα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού των βιομηχανικά προηγμένων χωρών ήταν εξαθλιωμένη, γύρω στα 50 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι στην Ευρώπη μόνο, εκατοντάδες εκατομμύρια παραγωγοί [εργάτες] λιμοκτονούσαν.
Όμως η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών δεν πραγματοποιήθηκε. Αντίθετα από τις προβλέψεις μάλιστα, στο σταυροδρόμι “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα” η εξέλιξη έπαιρνε, προς το παρόν, το δρόμο της βαρβαρότητας. Γιατί, τι άλλο ήταν το παγκόσμιο δυνάμωμα του φασισμού και η εξασθένηση του εργατικού κινήματος; Όποιοι πίστευαν ακόμα πως ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα κατέληγε ασφαλώς σ’ επανάσταση, όποιοι δηλαδή επαναπαύονταν στην ιδέα ότι οι εξοπλισμένες μάζες θα γύριζαν τα όπλα τους εναντίον του εσωτερικού εχθρού, αυτοί δεν είχαν παρακολουθήσει την εξέλιξη της νέας πολεμικής τεχνικής. Δεν μπορούσε ν’ απορρίψει κανείς εκ των προτέρων τη διάχυτη άποψη, ότι στον ερχόμενο πόλεμο ήταν μάλλον απίθανο να εξοπλιστούν οι μεγάλες μάζες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα στρέφονταν εναντίον του άμαχου πληθυσμού στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, και θα τις εκτελούσαν ορισμένοι έμπιστοι και διαλεγμένοι τεχνικοί του πολέμου. Γι’ αυτό, προϋπόθεση μιας νέας επαναστατικής πράξης, ήταν να προσαρμόσουμε τη σκέψη μας και τους υπολογισμούς μας στα νέα δεδομένα. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δικαίωσε αυτούς τους φόβους.
Λογικό είναι να περιμένει κανείς, πως οι οικονομικά εξαθλιωμένες εργατικές μάζες συνειδητοποιούν με οξύτητα την κοινωνική τους κατάσταση, πως ωριμάζει εντός τους η βούληση να καταργήσουν την κοινωνική κακοδαιμονία· πως ο εργαζόμενος μέσα σε ανυπόφορες συνθήκες θα αγανακτήσει και θα συλλογιστεί: “Είμαι ένας υπεύθυνος φορέας της κοινωνικής εργασίας. Απάνω μου και απάνω στους όμοιούς μου στηρίζεται το καλό και το κακό της κοινωνίας. Αναλαμβάνω λοιπόν την ευθύνη της εργασίας μου”. Στην περίπτωση αυτή, ο συλλογισμός (η συνείδηση) του εργάτη θα ανταποκρινόταν στην κοινωνική του θέση.
Αλλά δεν έγινε έτσι. … Η διάσταση, λοιπόν, ανάμεσα στην κοινωνική κατάσταση και την επίγνωσή της σημαίνει ότι οι εργαζόμενες μάζες αντί να διορθώσουν την κατάστασή τους, τη χειροτερεύουν. Οι εξαθλιωμένες μάζες ήταν αυτές ακριβώς που βοήθησαν την ακραία πολιτική αντίδραση, τον φασισμό, ν’ ανέβει στην εξουσία. Το πρόβλημα που θα μας απασχολήσει εδώ είναι: ο ρόλος της ιδεολογίας· η συναισθηματική συμπεριφορά των μαζών ως ιστορικός συντελεστής· ο “αντίκτυπος της ιδεολογίας πάνω στην οικονομική βάση”. Αν η εξαθλίωση των μαζών δεν οδήγησε στην κοινωνική επανάσταση· αν από την οικονομική κρίση ξεπήδησαν ιδεολογίες αντεπαναστατικές, τότε η εξέλιξη της μαζικής ιδεολογίας στα κρίσιμα εκείνα χρόνια αναχαίτισε την “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων”, την “επαναστατική λύση της αντίφασης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού και τον τρόπο παραγωγής”, για να μιλήσουμε μαρξιστικά. …
Το βασικό πρόβλημα, λοιπόν, είναι τι καθορίζει τη διάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, και εμποδίζει τη συμφωνία της οικονομικής κατάστασης και της ψυχικής συλλογικής δομής. Πρέπει άρα να καταλάβουμε τη φύση της δομής αυτής και τη σχέση της με την οικονομική βάση, απ’ όπου ξεπήδησε. Για να το κατορθώσουμε, θα πρέπει ν’ απελευθερωθούμε πρώτα απ’ τις αγοραίες μαρξιστικές αντιλήψεις… Ιδου ποιές είναι οι κυριότερες: Ο αγοραίος μαρξισμός χωρίζει σχηματικά τον οικονομικό βίο από το γενικό κοινωνικό βίο και πρεσβεύει πως η “ιδεολογία” και η “συνείδηση” των ανθρώπων καθορίζονται αποκλειστικά και άμεσα από τον οικονομικό βίο. Έτσι καταλήγει σε μια μηχανιστική αντιπαράταξη οικονομίας και ιδεολογίας, “βασης” και “εποικοδομήματος”. Εξαρτά σχηματικά και μονόπλευρα την ιδεολογία από την οικονομία και παραβλέπει πως και η εξέλιξη της οικονομίας εξαρτάται από την ιδεολογία. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται καθόλου το πρόβλημα του “αντίκτυπου της ιδεολογίας”. Αν και παραδέχεται τώρα πια την “καθυστέρηση του υποκειμενικού παράγοντα”, όπως την εννοούσε ο Λένιν, δεν μπορεί να δαμάσει πρακτικά αυτή την καθυστέρηση, επειδή προηγουμένως έβλεπε μόνοπλευρα τον υποκειμενικό παράγοντα σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης, χωρίς να εξετάζει πρώτον, μήπως οι αντιφάσεις της οικονομίας οφείλονταν στην ιδεολογία και, δεύτερον, χωρίς να καταλαβαίνει ότι η ιδεολογία είναι ιστορική δύναμη. …
Η ιδεολογία κάθε κοινωνικού σχηματισμού δεν αντικαθρεφτίζει απλώς την οικονομική οργάνωση αυτής της κοινωνίας, αλλά έχει και μιαν άλλη λειτορυγία: να ριζώσει τη διαδικασία αυτή στην ψυχική δομή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι υποτάσσονται στις συνθηκες του βίου τους με δύο τρόπους: απευθείας, με την άμεση επίδραση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, και έμμεσα χάρη στην ιδεολογική διάρθρωση της κοινωνίας. Επομένως, δημιουργείται μέσα στην ψυχική δομή των ανθρώπων μια αντίφαση, ομόλογη με την αντίφαση ανάμεσα στην επίδραση που ασκεί στη ζωή τους η υλική τους κατάσταση αφενός και η ιδεολογική διάρθρωση της κοινωνίας αφετέρου. Ο εργάτης λόγου χάρη είναι έκθετος τόσο στις συνθήκες της δουλειάς του, όσο και στη γενική ιδεολογία της κοινωνίας. Επειδή όμως οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αντικείμενα αυτών των επιδράσεων, αλλά και τις αναπαράγουν σαν ενεργά όντα (υποκείμενα), είναι αναμενόμενο ότι η σκέψη τους και η δράση τους θα είναι εξίσου αντιφατικές, όπως και η κοινωνία που τις γεννά. Όταν μια κοινωνική ιδεολογία μεταπλάθει την ψυχική δομή του ανθρώπου, ο άνθρωπος δεν αναπαράγει απλώς εντός του την ιδεολογία εκείνη, αλλά, πράγμα σπουδαιότερο: με τη μορφή του συγκεκριμένου αυτού ανθρώπου, που έχει αλλάξει πια και δρα αντιφατικά, η κοινωνική ιδεολογία έχει πια γίνει ενεργή δύναμη, υλική εξουσία. Μ’ αυτόν τον τρόπο και μόνο μ’ αυτόν είναι δυνατό ν’ αντεπιδράσει η ιδεολογία μιας κοινωνίας πάνω στην οικονομική βάση που τη γέννησε. …
Είδαμε πιο πάνω ότι η οικονομική και η ιδεoλογική κατάσταση στις μάζες δεν συμπίπτουν αναγκαστικά, και μάλιστα ότι μπορεί να υπάρχει μεταξύ τους μεγάλη διάσταση. Η οικονομική κατάσταση δε μετατρέπεται άμεσα και απευθείας σε πολιτική συνείδηση. Αλλιώς η κοινωνική επανάσταση θα είχε γίνει προ πολλού. Εξαιτίας αυτής της διάστασης ανάμεσα στην κοινωνική κατάσταση και στην κοινωνική συνείδηση, η έρευνα της κοινωνίας πρέπει να είναι διττή: παρά το γεγονός ότι η δομή απορρέει από τον οικονομικό βίο, η οικονομική πρέπει να εξεταστεί με άλλη μέθοδο από την χαρακτηρολογική δομή. Στην οικονομική κατάσταση θα εφαρμόσουμε τη μέθοδο της κοινωνικο-οικονομικής έρευνας, στη χαρακτηρολογική δομή τη μέθοδο της βιοψυχολογικής έρευνας. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα: αν εργάτες, που λιμοκτονούν εξαιτίας χαμηλών ημερομισθίων, απεργήσουν ή κλέψουν, οι πράξεις τους αυτές απορρέουν απευθείας από την οικονομική τους κατάσταση. Η απεργία ή η κλοπή, λόγω εκμετάλλευσης και πείνας, δεν χρειάζονται άλλες ψυχολογικές εξηγήσεις. Στην περιπτωση αυτή η ιδεολογία και η δράση ανταποκρίνονται στην οικονομική πίεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αντιδραστική ψυχολογία επιχειρεί να εξηγήσει τα δήθεν άλογα αίτια της απεργίας και της κλοπής, πράγμα που οφηγεί πάντα σε αντιδραστικές ερμηνείες. Για την κοινωνική ψυχολογία το ζήτημα είναι ακριβώς το αντίστροφο: εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί, δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί ο εξαναδραποδισμένος, αλλά γιατί η πλειοψηφία των πεινασμένων δεν κλέβει και δεν απεργεί η πλειοψηφία των εξανδραποδισμένων. Η κοινωνικο-οικονομική επιστήμη μπορεί επομένως να εξηγήσει ικανοποιητικά ένα κοινωνικό φαινόμενο, όταν η ανθρώπινη νόηση και πράξη υπηρετούν έναν έλλογο σκοπό, δηλαδή την ικανοποίηση μιας ανάγκης, και εκφράζουν συγχρόνως άμεσα την οικονομική κατάστασή τους. Αποτυχαίνει όμως όταν η νόηση και η δράση των ανθρώπων βρίσκονται σε αντίφαση με την οικονομική κατάστασή τους, με άλλα λόγια όταν είναι άλογες. Ο αγοραίος μαρξισμός και ο οικονομισμός, που δεν αναγνωρίζουν την ψυχολογία, τα χάνουν όταν αντιμετωπίζουν αυτή την αντίφαση. …
Αν θέλουμε να δώσουμε μια κοινωνιολογικά ολοκληρωμένη ερμηνεία ενός πολέμου λ.χ., δεν αρκεί να διαπιστώσουμε τα ειδικά οικονομικά και πολιτικά αίτια, που τον καθορίζουν άμεσα, όπως, φερ’ ειπείν, στα 1914, τα σχέδια της Γερμανίας να προσαρτήσει τα σιδηρωρυχεία της Μέτρ-Μοζέλ (Briey και Longwy), τις βελγικές βιομηχανικές περιοχές και να επεκτείνει τις αποικίες της στην Ασία· ή στον Β παγκόσμιο πόλεμο, τα συμφέροντα της χιτλερικής αυτοκρατορίας για τις πετρελαιοπηγές του Μπακού, τις βιομηχανίες της Τσεχοσλοβακίας κλπ. Τα αυτοκρατορικά συμφέροντα της γερμανίας ήταν μεν ο αποφασιστικός παράγοντας της στιγμής εκείνης· αλλά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την ομαδική ψυχολογική βάση των παγκοσμίων πολέμων. Θα πρέπει να ρωτήσουμε: πώς μπόρεσε το ομαδικό-ψυχολογικό υπέδαφος να ρουφήξει την αυτοκρατορική ιδεολογία, και να μετατρέψει σε πράξη τα αυτοκρατορικά συνθήματα – συνθήματα εκ διαμέτρου αντίθετα με την ειρηνόφιλη νοοτροπία του γερμανικού πληθυσμού, που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την εξωτερική πολιτική; Δεν είναι ικανοποιητική απάντηση να ρίχνουμε την ευθύνη στην “προδοσία της ηγεσίας της Β διεθνούς”. Γιατί λοιπόν τα εκατομμύρια οι φιλελεύθεροι και αντι-αυτοκρατορικοί εργάτες αφήσανε να τους προδώσουν; Ο φόβος μπρος στις συνέπειες της στρατιωτικής ανυποταξίας μπορεί να εξηγήσει τη στάση μιας μικρής μόνο μειονότητας. Όποιος έχει ζήσει την επιστράτευση του 1914, ξέρει ότι ο εργατικός πληθυσμός είχε δείξει ποικίλες διαθέσεις. Υπήρχε βέβαια η συνειδητή άρνηση μιας μειοψηφίας. Αλλά, γενικά, στις μεγάλες μάζες, έβλεπε κανείς μια παράξενη υποταγή στη μοίρα, μια μουντή απάθεια, ή έναν έξαλλο πολεμικό ενθουσιασμό, όχι μόνο στις μεσαίες τάξεις, μα ως μέσα βαθιά στους κόλπους της βιομηχανικής εργατιάς. Η μουντή απάθεια των μεν και ο έξαλλος ενθουσιασμός των άλλων ήταν αναμφισβήτητα βασικά στοιχεία της ομαδικής ψυχολογίας του πολέμου. Τη λειτουργία αυτή της ομαδικής ψυχολογίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο αν αναλογιστούμε ότι η αυτοκρατορική ιδεολογία είχε αλλάξει συγκεκριμένα την ψυχική δομή των εργαζόμενων μαζών, για να υπηρετήσει την αυτοκρατορική πολιτική. Τέτοιες κοινωνικές καταστροφές δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα στερεότυπα: “πολεμική ψύχωση” και “συσκότιση των μαζών”… Το ζήτημα είναι πώς κάθε κοινωνικό σύστημα διαμορφώνει στα μέλη του τις δομές, που του χρειάζονται για τους κύριους σκοπούς του. Ο Μαρξ, στη Γερμανική Ιδεολογία, το είχε θέσει έτσι: …“Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι, σε κάθε εποχή, οι άρχουσες ιδέες, δηλαδή η τάξη, που είναι η άρχουσα υλικά δύναμη της κοινωνίας, είναι συνάμα και η άρχουσα πνευματικά δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει για τούτο ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Έτσι της είναι συνάμα υποταγμένες κατά μέσο όρο οι ιδέες όσων δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής”…” Στα πιο πάνω αποσπάσματα απ’ το η μαζική ψυχολογία του φασισμού του Βίλχελμ Ράιχ (απ’ τον πρόλογο της 3ης έκδοσης) μπορεί κανείς να δώσει την προσοχή του σε διάφορα σημεία (1). Εδώ μας ενδιαφέρει οπωσδήποτε η “διάσταση” (κατά την ορολογία του Ράιχ) μεταξύ οικονομικής κατάστασης και συνείδησης· αυτή η “διάσταση” που, σε συνθήκες κρίσης, μπορεί να ενισχύσει (και ενισχύει) την “μικροαστική αντίδραση” και όχι τον εργατικό ριζοσπαστισμό. Και μας ενδιαφέρει επειδή εκδηλώνεται σ’ όλη την ευρώπη (2) αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του καπιταλιστικού πλανήτη αυτό που περιγραφικά θα λέγαμε “συστημική αντιδραστική σκλήρυνση”. Ας θυμίσουμε, εκτός ευρώπης, την αίγυπτο, την ταϋλάνδη, την ουκρανία και τη βενεζουέλα.
Στην ελλάδα, φυσικά, ζούμε σε ένα “νησί”. Που όταν δεν υποφέρει απ’την κακία των ξένων δείχνει την σπάνια, μοναδική υπεροχή του. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες ιδέες στην ελλάδα δεν τίθεται ζήτημα “συστημικής αντιδραστικής σκλήρυνσης”, και μάλιστα με “κοινωνική υποστήριξη”, αφού όπου νάναι θα τα σαρώσει όλα η “αριστερά”. Έχουμε τελείως διαφορετική άποψη. Για τα ελληνικά (και όχι μόνο) δεδομένα μια τέτοια διάσταση (σαν αυτή που σημειώνει ο Ράιχ στο η μαζική ψυχολογία…) είναι μόνο το πιο πρόσφατο επεισόδιο μιας ορισμένης κοινωνικής / ιδεολογικής κίνησης δεκαετιών. Απ’ την άποψη της γενεαλογίας δεν υπάρχει καμία καινούργια διάσταση. Η κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής των χρυσών αγελάδων έγινε ακόμα πιο hard core μόλις μειώθηκαν ή χάθηκαν τα υλικά της στηρίγματα. Αυτό, ίσως, δεν μπορεί να συμβεί με κάθε ιδεολογία. Είναι, όμως, αναμενόμενο να συμβεί με μία ειδικά: την ιδεολογία (και την ηθική) του πλιάτσικου. Και σ’ ότι αφορά την ηγεμονική της εγκαθίδρυση, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ της ευρωπαϊκής δεκαετίας του ‘30 και των σύγχρονων καιρών. Τότε η ευρωπαϊκή αριστερά (εργατική, κομμουνιστική, αλλά και γραφειοκρατικοποιημένη ήδη) δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο που, κάτω απ’ την μύτη της, ταΐζοντας τον μικροαστισμό, έφτιαχνε μια τερατώδη κοινωνική βάση έτοιμη να υπηρετήσει την “δημιουργική καταστροφή” του τότε επεκτεινόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού. Αντίθετα, τα τελευταία 20 – 30 χρόνια, η ευρωπαϊκή αριστερά (μικροαστική, σοσιαλδημοκρατική και ισχυρά ενταγμένη στις κρατικές δομές) ήξερε. Kαι ξέρει.
Όταν, ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, ορισμένοι άγγλοι κινηματογραφιστές άρχισαν να δείχνουν τι πέτυχε μέσα σε μια μονάχα δεκαετία (εκείνην του ‘80) η δικτατορία των βρετανικών μεσοαστρωμάτων και των μικροαστών συμμάχων τους πάνω στην αγγλική εργατική τάξη (αυτό που ονομάστηκε “θατσερισμός”, και ήταν η πρακτική εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος αλλά και η επέκταση της αντίστοιχης ιδεολογίας) ήταν υποχρεωμένοι να παρατάξουν τις διάφορες μορφές καταστροφής. Από την ατομική ηθική και συναισθηματική καταστροφή, ως την παρακμή γειτονιών, πόλεων, ακόμα και ευρύτερων urban ενοτήτων. Δεν υπήρχε, όμως, μόνο καταστροφή. Υπήρχε και το αντίθετο: θρίαμβος. Ο γιαπισμός δεν αφορούσε (και δεν απευθυνόταν) μόνο στα μεσαία ή ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων. Ήταν ένα manual “επιβίωσης και επιτυχίας” για οποιονδήποτε. Ο σκληρός ιδεολογικός και ηθικός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού προέβλεπε και προέτρεπε στη συγκρότηση Εαυτών (χαρακτήρων, ικανοτήτων, ηθών) που ήταν μόνιμα σε κατάσταση πολέμου. Εναντίον οποιουδήποτε· και, κυρίως, εναντίον των ομοίων τους. Η περιβόητη “αγορά”, σαν κατάσταση μόνιμου και χωρίς έλεος ανταγωνισμού όλων με όλους, σήμαινε ότι σε οποιοδήποτε σημείο ή επίπεδο της κοινωνικής ιεραρχίας κι αν βρισκόταν κανείς, θα επιβίωνε (θα ζούσε, θα “πετύχαινε”) πατώντας πάνω σε πτώματα· κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν είναι ιστορικό ατύχημα ότι η πιο συνεπής μορφή του νεοφιλελευθερισμού είναι ο συμμοριτισμός· και πως ο συμμοριτισμός αναπτύχθηκε εντυπωσιακά, είτε σαν “νόμιμος” είτε σαν “παράνομος” (συχνά με έναν συνδυασμό), στο μεγαλύτερο μέρος των νεοφιλελεύθερων κοινωνικών / καπιταλιστικών σχηματισμών. […]
Η ελληνική εκδοχή του μικροαστικού συμμοριτισμού (τονίζουμε τις λέξεις: ελληνική εκδοχή -που σήμαινει όχι πλήρης αντιγραφή αλλά λειτουργική προσαρμογή και υιοθέτηση των βασικών δογμάτων) ήταν σαφέστατη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 90, σε όσους είχαν (ήθελαν να έχουν) μάτια για να βλέπουν και μαυαλό για να κρίνουν (3). Κυνισμός, καριερισμός, γενικευμένος εκχρηματισμός των κοινωνικών σχέσεων -και μαζί, εθνική ενότητα. Αυτό το τελευταίο δεν ήταν ελληνική παραξενιά αν θυμηθεί κανείς τον αγγλικό πόλεμο στα νησιά Μαλβίδες το 1982, και τους τρόπους που αξιοποοιήθηκε ιδεολογικά αλλά και απ’ την άποψη της δημόσιας τάξης. Ακόμα και αν ο ελληνικός μικροαστικός συμμοριτισμός στη γρήγορη “άνοδο” και την ενθρόνισή του στα early 90s, δεν αντιστοιχούσε στην κοινωνική (και οικονομική) κατάστασή όλων των υπηκόων, απευθυνόταν στους πάντες. Και ενέπνευσε σχεδόν τους πάντες. “Δεξιούς”, “κεντρώους”, “αριστερούς”. Είχε στο οπλοστάσιο του ένα κρίσιμο εργαλείο ένα “θεόσταλτο δώρο”: τις εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες/φυγάδες απ’ τα ερείπια του πρώην “ανατολικού” μπλοκ. Που σήμαινε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ντόπιων υπηκόων “ένιωσε” να ανεβαίνει πίστα (από κοινωνική αλλά και συμβολική άποψη) επειδή δημιουργήθηκε ακαριαία κάτω απ’ τα πόδια τους μια μαζική εργατική τάξη, απαγορευμένη πολιτικά, ακόμα και υπαρξιακά. Πάνω στις πλάτες, πάνω στα κορμιά, πάνω στις ελπίδες και τις αντοχές αυτής της απαγορευμένης πολυεθνικής εργατικής τάξης (εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών και γυναικών που προλεταριοποιήθηκαν βίαια…)κτίστηκαν τα πάντα στην ελλάδα εδώ και πανω από 2 δεκαετίες: απ’ την διογκωμένη “μεσαία τάξη” ως την μαζική λιμπιντική αποκτήνωση· από ολόκληρους κλάδους κατανάλωσης μέχρι την γενικευμενη τριτογενοποίηση· απ’ το οικοδομικό boom ως την αυτοπεποίθηση του κυνισμού… Δεν έφταιγε ο “οικονομισμός” ή ο “αγοραίος μαρξισμός” στην ντόπια αριστερά που τότε (και έκτοτε…) δεν καταλάΒαινε ή·παρίστανε οτι δεν καταλαβαίνει. Ούτε της έφταιγε που ήταν απασχολαμένη με καθημερινά πολιτικά καθήκοντα και παραμέλισε να ααχοληθεί με τον διαλεκτικό υλισμό… Εκείνο που έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο ήταν ότι στον φιλελευθερισμό / μικροαστικό συμμοριτισμό α λα ελληνικα ή αριστερα ΔΕΝ ήταν πια ούτε αντίπαλος ούτε στόχος. Ήταν συνδαιτημόνας. Ο στόχος ήταν ξεκάθαρα ταξικός (το σύγχρονο προλεταριάτο, η μισθωτή εργασια) αλλά, απαγορευμένος, πολιτικά αόρατος και, άρα, ανυπόληπτος. Συνεπώς η αριστερά, σ’ όλες τις εκφάνσεις, μπορούσε να απολαύσει χωρίς ενοχές τον δικό της μικροαστισμό. Μόνο που ένα απ’ τα βασικα δεδομένα του συμμοριτισμού (και μια απ’ τις “θέσεις αρχής” του νεοφιλελευθερισμού) είναι ότι δεν υπαρχει ποτέ εξασφαλισμἐνη οριστικά επιτυχία. Οι έλληνες βγήκαν μεν στην αρένα, κράτησαν όμως στο πίσω μέρος του κεφαλιου τους, σαν “αναμνηση in case of emergency”, τις υποσχέσεις του αλλοτε κράτους πρόνοιας, α λα ελληνικά. ‘Οταν, ειδικό στις περιπτώσεις μαζικών συμπεριφορών, “όλα πήγαιναν καλά”, αυτό οφειλόταν στο ελληνικό ιδιωτικό δαιμόνιο, κατανεμημένο σοφα στον καθένα χωριστά και σε όλους μαζί. Όταν στράβωναν (και η περίπτωσή του χρηματιστηρίου ήταν η πρώτα τέτοια πανηγυρική αποτυχία) τότε το φταίξιμο ήταν κάποιου “μπαμπά” της κυβέρνησας. Η μανιασμένη αναζήτηση “αποδιοπομπαίων τράγων” υπήρξε η κρίσιμη και στρατηγικά χρήσιμη γέφυρα ανάμεσα στα χρόνια της ευδαιμονίας και στα χρόνια της κρίσης και της διαχείρισής της· η γέφυρα που εξασφάλισε ότι θα περάσουν απ’ την μια εποχή στην άλλη όλες οι υπόλοιπες κυρίαρχες ιδεολογικές “γραμμές”, γινόμενες μάλιστα ακόμα πιο Καθώς η τετραετής διαχείρισή – της – κρίσης φτάνει στο τέλος ανοίγοντας έναν καινούργιο κύκλο, υπάρχει μια κατασκευασμένη διάχυτη (και πρόστυχη επιμένουμε) “αισιοδοξία” ότι ένα μεγαλο μέρος των ελλήνων “πάει αριστερα”. Το γεγονός ότι μπροστα στα εκλογικά κουτιά άγνωστος (αλλά μεγαλος…) αριθμός τέτοιου είδους υπηκόων προβληματίζεται (το έκανε το 2012, τα ξαναέκανε το 2014) αν θα ψηφίσει “χρυσή αυγή ή συρίζα” ούτε απασχολεί ούτε ανησυχεί. Αν μπορούμε να διακρίνουμε κατι στοιχειωδώς αισιόδοξο, είναι η ύπαρξη “πολιτικά αόρατων” υποκειμένων, που αυτή τη φορά δεν είναι μόνο μετανάστες προλετάριοι αλλά και ντόπιοι σύγχρονοι εργάτες – ακόμα κι αν αυτοί οι τελευταίοι αρνούνται ακόμα να αναγνωρίσουν σαν τέτοιους τους εαυτούς τους. Αυτές οι φιγούρες, ζώντας την “μετάβαση” του γκρεμοτσακίσματος διαφόρων προοπτικών, διατρέχονται από διαφορες επιμέρους ή και γενικές αντινομίες. Αλλά, τουλάχιστον, παραδέχονται χωρίς “αίσθηση απώλειας” ότι δεν έχουν ψευδαισθήσεις…
|