Play it again Sam

Καθώς έχουμε φτάσει μια βδομάδα πριν τις εκλογές πληθαίνουν εκείνοι κι εκείνες που διαπιστώνουν το προφανές: πως η φωτιά είναι καλός υπηρέτης μα κακός αφέντης. Η δημοσκοπική -προς το παρόν- άνοδος των ασπόνδυλων, σε συνδυασμό με τα πρόσφατα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία, δείχνει μια σαφώς ακροδεξιά μετατόπιση του εκλογικού σώματος. Σαν συνέπεια, κανάλια και εφημερίδες, μήντια και πολιτευτές, χτυπάνε καμπανάκια κινδύνου: «ψηφίστε, τουλάχιστον, για να μη μπουν οι φασίστες στη βουλή». Κι έτσι την ύστατη στιγμή, η ψήφος, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αναδεικνύεται σαν το υπέρτατο όπλο, το τελευταίο ανάχωμα στην προέλαση του ολοκληρωτισμού.
Σε πρώτο χρόνο θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για μια τυπική περίπτωση οππορτουνισμού. Για μια δραματική version του «τα είπαμε στους δρόμους θα τα πούμε και στις κάλπες». Πως τα κάθε λογής «κινήματα», των «πλατειών», του «δεν πληρώνω», ενάντια στα χαράτσια κ.ο.κ., δεν ήταν παρά ένα ακόμη colpo grosso, ειδικά της αριστεράς, προκειμένου την κατάλληλη στιγμή, ενόψη εκλογών, να αποσπάσει μερικές ακόμη ψήφους. Όμως στη συγκυρία που διανύουμε, αυτή η τάχα μου δραματική έκκληση διάσωσης του κοινοβουλευτισμού σημαίνει πολύ περισσότερα. Ξεκινάμε από τα γνωστά και χιλιοειπωμένα: τα περιεχόμενα και τα προτάγματα των ασπόνδυλων δεν είναι δική τους αποκλειστικότητα. Ακόμη κι αν είχε κανείς αμφιβολίες επ’ αυτού, όσο πλησιάζουμε προς την 6η Μαϊου αυτές διαλύονται. Η αντιμεταναστευτική πολιτική καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην ατζέντα σχεδόν όλων των κομμάτων, με μοναδική μεταξύ τους διαφοροποίηση, την ταλάντευση μεταξύ απροκάλυπτου και συγκαλυμμένου ρατσισμού. Γιατί, αν και υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά τόσο με την αντιμετώπιση όσο και με τις αιτίες του «προβλήματος», αυτό στο οποίο όλοι συμφωνούν είναι ότι, πράγματι, «οι μετανάστες είναι πρόβλημα». Ποσόστωση ή άμεση απέλαση; Πλήρης ναρκοθέτηση των συνόρων ή φράχτης; Στρατόπεδα συγκέντωσης ή κέντρα κράτησης; Αυτά είναι τώρα τα ερωτήματα. Πέρασε πια η -όχι μακρινή- εποχή που -ακόμη και μπλοφάροντας- κάποιοι μίλαγαν για νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Σήμερα πουλάει ο ρεαλισμός. Ή καλύτερα ο κυνισμός.
Ζήτημα δεύτερο. Τα ασπόνδυλα παρουσιάζονται, ανάμεσα στ’ άλλα, σαν η πιο δρομίσια, πιο hardcore εκδοχή του αντιμνημονιακού – αντικοινοβουλευτικού μετώπου. Καθώς το λαϊκίστικο «να ξεβρωμίσει ο τόπος» δεν στρέφεται μόνο εναντίον των κάθε λογής μεταναστών. Στρέφεται κυρίως ενάντια στους «αλήτες – προδότες – πολιτικούς».
Τα ασπόνδυλα, αφού έκαναν κι αυτά κάποια μεροκάματα στην πλατεία Συντάγματος «μουτζώνοντας κλέφτες», θερίζουν τη σπορά που -αγκαζέ με την αριστερά και όχι μόνο- έκαναν. Την οργή των αγανακτισμένων, την πλήρη απαξίωση του (μισοπεθαμένου) κοινοβουλευτισμού, την «εθνική προδοσία» του μνημονίου, την κοινή αγωνία για τη σωτηρία της πατρίδας. Όσοι ηλίθιοι τότε εξυμνούσαν τη δύναμη του όχλου που χτυπημένος από την κρίση αναζητούσε (πατριωτική) σανίδα σωτηρίας παίρνουν τώρα -πολύ γρήγορα είναι η αλήθεια- πληρωμένες απαντήσεις. Όσοι αφελείς τότε, αδιαφορώντας για τα περιεχόμενα και την ουσία αυτών των κινητοποιήσεων, διατείνονταν πως «δεν είναι δυνατό να αφήσουμε το σύνταγμα στους φασίστες» μπορούν σήμερα να είναι περήφανοι πως πέτυχαν ακριβώς αυτό που προσπαθούσαν να αποφύγουν. Να ανοίξουν το δρόμο στους φασίστες. Γιατί τελικά ο περίφημος αντιμνημονικαός λόγος πρόσφερε ένα και μόνο πράγμα: να δώσει την ευκαιρία στους φασίστες να τον αντιγράψουν και να πλασαριστούν σαν οι πλέον ανιδιοτελείς και ειλικρινείς εκφραστές του. Ζήτημα τρίτο. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει και κάτι περισσότερο από την όποια απήχηση των ασπόνδυλων: οι συνεργασίες της τελευταίας (;) στιγμής. Ο διακεκριμένος «αριστερός» Καζάκης του ΕΠΑΜ με τον Παπαθεμελή. Ο «ρεπόρτερ του λαού» σοσιαλιστής Δημαράς με τον πράκτορα φασίστα Καμμένο. Κι αν κοιτάξει κανείς κάπως πιο προσεκτικά στις γραμμές των ψηφοδελτίων, θα βρει δεκάδες, εκατοντάδες αντίστοιχες «ανίερες συμμαχίες». Στο όνομα της εναντίωσης στο Απόλυτα Κακό Μνημόνιο, όσοι στάθηκαν απέναντί του, εξαγνίστηκαν, καθαγιάστηκαν. Έγιναν σε μια νύχτα καλοί κι από κει και μετά όλα έγιναν απλά μαθηματικά. Υπολογισμοί πιθανοτήτων εισόδου στο κοινοβούλιο, λογαριασμοί προσόδων κάθε λογής της επόμενης μέρας, νταραβέρια κι αλλαξοκωλιές για μια χούφτα -ή περισσότερες- δολάρια. Κι έτσι γρήγορα, οι παραδοσιακές γραμμές σβήστηκαν και πολύ εύκολα, φυντάνια σαν και τα παραπάνω σφιχταγκαλιάστηκαν. Και να φανταστεί κανείς πως δεν είναι τα μοναδικά. Καθώς -ευτυχώς- ναυάγησαν κι άλλα αντίστοιχα project, όπως αυτό της «αριστερής» ΚΟΕ· που ονειρευόταν λέει ένα αριστερό πατριωτικό μπλοκ με ηγέτη τον ζω-στη-φορμόλη Μίκη Θεοδωράκη.
Μ’ αυτήν την έννοια, δεν είναι ν’ απορεί κανείς ούτε με τ’ αποτελέσματα των -έτσι κι αλλιώς αμφισβητούμενων- δημοσκοπήσεων, ούτε με τις οποιεσδήποτε δραματικές εκκλήσεις. Αυτό που είναι αξιοπερίεργο ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί και πολλές που τσιμπάνε και στις μεν και στις δε. Κάνοντας επίκαιρη μια παλιά διαπίστωση: πως πιο βαρύ κι από μια γεμάτη κάλπη είναι ένα άδειο κεφάλι. Κι αν μαζευτούν πολλά δε φτάνουν ούτε όλες οι ψήφοι του κόσμου για να τα σώσουν. Με ή χωρίς μνημόνια. Με ή χωρίς ασπόνδυλα στο κοινοβούλιο.

Κίτρινος Πυρετός

Τα μικρά και μεσαία εμπορικά καταστήματα, τόσο στο κέντρο όσο και τις γειτονιές ψυχορραγούν εδώ και καιρό. Τα «ενοικιάζεται» στις άδειες βιτρίνες είναι πλέον μια πολύ συνηθισμένη εικόνα, ακόμα και σε δρόμους με (κάποτε) υψηλή εμπορική κίνηση. Σε πείσμα όμως όλων εκείνων που καταριούνται το μνημόνιο, η «ανάπτυξη» είναι ήδη εδώ! Δεν είναι προεκλογικό σύνθημα στα στόματα του Σαμαρά ή του Βενιζέλου. Πραγματοποιείται την ώρα που μιλάμε: τα διαφόρων ειδών ενεχυροδανειστήρια, ανταλλακτήρια χρυσού και άλλα τέτοια ευαγή ιδρύματα υπολογίζονται σε 4.500 χιλιάδες μόνο στο νομό Αττικής. Το γεγονός ότι απ’ αυτά μόνο τα 1.200 λειτουργούν νόμιμα, θα πρέπει σίγουρα να θεωρείται πταίσμα μπροστά στο τιτάνιο έργο της «ανάπτυξης» που έχουν αναλάβει. Όπως και το γεγονός ότι φοροδιαφεύγουν συστηματικά, κάνοντας στην πραγματικότητα ξέπλυμα χρήματος, λαθρεμπόριο χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων.
Που οφείλεται η εκρηκτική αύξηση αυτού του τύπου εργασιών; Σ’ ένα συνδυασμό λόγων: στην απόλυτη έλλειψη ζεστού χρήματος από την αγορά (κι αφού οι τράπεζες έχουν κόψει τα διάφορα δάνεια) και στα μεγάλα χρέη που έχουν συσσωρεύσει επιχειρήσεις και ιδιώτες. Υπάρχει όμως και τουλάχιστον ένας λόγος ακόμα: η «απελευθέρωση» των επαγγελμάτων που προβλεπόταν στο τρισκατάρατο μνημόνιο. Αυτό σημαίνει πως απλοποιήθηκε η διαδικασία για την έκδοση άδειας λειτουργίας τέτοιων καταστημάτων. Όποιος λοιπόν έχει καθαρό ποινικό μητρώο, παίρνει από το τοπικό αστυνομικό τμήμα (που είναι πιο «καθαρό» κι απ’ τη χλωρίνη έτσι;) τη σχετική άδεια. Το σωστότερο όμως θα ήταν να πούμε πως εμφανίζεται να κατέχει τέτοιο μαγαζί, μιας και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι του ανήκει. Αυτές δεν είναι δουλειές για μικρο-ιδιοκτήτες: οι διάφορες μαφίες που έχουν ρευστό χρήμα να ξεπλύνουν και πολύτιμα μέταλλα να σπρώξουν, δε θ’ άφηναν ανεκμετάλλευτη μια τέτοια πραγματικά χρυσή ευκαιρία. Και πληρώνουν διάφορους για να «νοικιάζουν» τ’ όνομά τους ή να κάνουν τις μεταφορές του χρυσού και του ασημιού προς τας Ευρώπας. Είδατε τι σου είναι η απελευθέρωση των επαγγελμάτων; Την ίδια στιγμή που ο ταλαντούχος υπουργός Βορίδης προστάτευε με το νομοθετικό του έργο εκείνο το μέρος του κράτους της προσόδου που λέγεται «ιδιοκτήτες ταξί και βυτιοφόρων», ένα άλλο μέρος των προσοδικών δομών της ελληνικής κοινωνίας έτριβε τα χέρια του.
Αυτή λοιπόν είναι πραγματική «ανάπτυξη», growth ρε παιδί μου, πως το λένε επιστημονικά οι οικονομολόγοι; Και που ξέρει κανείς, αύριο-μεθαύριο μπορεί οι ενεχυροδανειστές και οι ανταλλάκτες να φτιάξουν και σωματείο με πρόεδρο και τα λοιπά, κάτι σαν την ένωση ελληνικών τραπεζών ή τον σεβ, βεβαίως με μερικά χρυσά δόντια παραπάνω από τους κυριλέ εκπροσώπους της επιχειρηματικής ελίτ. Ξέρουμε όμως καλά ότι το πράγμα δεν είναι καθόλου για γέλια. Όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής μας, όλο και περισσότεροι τομείς της τυπικά «λευκής» οικονομικής δραστηριότητας κατακλύζονται από τα παρακλάδια των διαφόρων μαφιών. Κι αυτό δεν είναι καθόλου ευοίωνο για το μέλλον, παρά το γεγονός πως ειδικά τα ανταλλακτήρια χρυσού, συγκεντρώνουν πάνω τους μια γενικευμένη κοινωνική απέχθεια και μίσος.
Αφήσαμε για το τέλος μια «σημειολογική» παρατήρηση: αν προσέξει κανείς τα ανταλλακτήρια χρυσού, θα δει πως είναι στημένα πανομοιότυπα. Είναι καλυμμένα με διαφημίσεις των σχετικών «υπηρεσιών» που προσφέρονται, οι οποίες καλύπτουν όλη τη τζαμαρία του καταστήματος. Προφανώς και για να μην είναι διακριτό το εσωτερικό του. Παραπέμπουν έτσι σημειολογικά στο προηγούμενο μοντέλο «ανάπτυξης» (που δεν έχει εγκαταλειφθεί βέβαια): τα κωλόμπαρα. Εκεί που με μερικά χιλιάρικα δραχμές πρώτα και λίγες δεκάδες ευρώ μετά, οι βιασμοί είχαν (και ακόμα έτσι είναι) νομιμοποιηθεί. Εκεί που οι γυναίκες μετανάστριες γδύνονταν (γδύνονται) βίαια. Τώρα κάποιοι άλλοι, ίσως και κάμποσοι απ’ αυτούς που απολάμβαναν την προηγούμενη κατάσταση, «γδύνονται» από προίκες, οικογενειακά κειμήλια, γαμήλια δώρα κι εκείνο το μέρος αναμνήσεων μιας ζωής που χωράει σε πολύτιμα αντικείμενα, για λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες ευρώ. Πώς το είχαμε πει; Α, ναι: εικόνα από το μέλλον…

Εξαίρεση;

Καθώς έχουμε ήδη εισέλθει στον «θαυμαστό καινούριο κόσμο», στην φαιά εποχή του ολοκληρωτισμού ένα πράγμα είναι βέβαιο: οι κάθε λογής συμβολισμοί που παραπέμπουν ευθέως στον παλιό κακό φασισμό, θα επιδεικνύονται μία στο τόσο σαν σκιάχτρα, σαν αμαρτίες μιας άλλης εποχής που δεν «επιτρέπουμε» να επιστρέψει και άρα «ως εδώ όλα πάνε καλά».
Η δίκη του Μπρέιβικ είναι μια τέτοια περίπτωση. Στην αρχή πέρασε κάμποσος καιρός για να «αποδειχθεί» πως τελικά αυτός -όπως κάθε «παρανοϊκός» στην ιστορία- έδρασε μόνος του. Μετά πέρασαν μερικοί μήνες προκειμένου να εξακριβωθεί αν ήταν τρελός ή απλά ένας φασίστας που πήρε στα σοβαρά αυτά που κάθε πολιτικός που σέβεται τον εαυτό του λέει. Και τον Απρίλη του 2012, εννιά σχεδόν μήνες μετά το μακελειό του Όσλο, στόμωσαν οι μνήμες των ψηφιακών μηχανών και πήραν φωτιά τα πληκτρολόγια επειδή τόλμησε να χαιρετήσει ναζιστικά. Παράλληλα δικαστικοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, θεσμικά καθάρματα κάθε ιδιότητας και απόχρωσης, σκέφτονται σοβαρά το τι δημοσιότητα θα πάρει η δίκη προκειμένου αυτή να μη μετατραπεί σε βήμα προπαγάνδισης ναζιστικών ιδεών.
Θόρυβος, γαμημένος μηντιακός θόρυβος. Θεάματα φτηνιάρικα και του συρμού, ικανά να θρέψουν μόνο νεκροζώντανους που βγαίνουν απ’ τους τάφους τους ίσα για να δουν τις ειδήσεις των εννιά. Γιατί ποιος άλλος περιμένει να δει τον Μπρέιβικ να σηκώνει το χέρι για να καταλάβει πως είναι φασίστας; Ποιος περιμένει έναν, δύο, οκτώ μήνες για να εξακριβώσει τα κίνητρά του; Ποιος αγνοεί ότι τους φόνους που διέπραξε, τους επικρότησαν πολλοί και τους δίδαξαν ακόμη περισσότεροι; Οποιοσδήποτε ακούει την καρδιά του να χτυπάει και δε νομίζει ότι είναι ο συναγερμός του αυτοκινήτου του, καταλαβαίνει πολύ καλά τι σκατά είναι ο Μπρέιβικ. Γνωρίζει πως μάρτυρες υπεράσπισης θα έπρεπε να είναι η Μέρκελ που ανήγγειλε το τέλος της πολυπολιτισμικότητας, ο Σαρκοζί που κήρυξε πόλεμο στα racaille, ο Αθνάρ, ο Μπερλουσκόνι κι ο Παπανδρέου που βουλιάζουν καράβια με μετανάστες στη Μεσόγειο. Γνωρίζει πως συνήγοροι υπεράσπισης θα έπρεπε να είναι οι κάθε λογής ρουφιάνοι, που στις εφημερίδες γράφουν για σκουρόχρωμους εγκληματίες και «υγειονομικές βόμβες», και στα αμφιθέατρα αγορεύουν περί «ασυμβατότητας πολιτισμών». Και γνωρίζει επίσης ποιά είναι η ευθύνη, βαριά κι ασήκωτη, εκείνων που όταν έπρεπε, δεν τόλμησαν να σπάσουν αυτό το χέρι, μαζί με άλλα. Παραφράζοντας αυτά που έγραφαν πριν λίγα χρόνια κάποιοι εκλεκτοί σύντροφοι «σε μια ζωή που έχει γίνει θέατρο το θέαμα σκηνοθετεί ορισμένες υπερβολές». Ίσα για να συγκινηθεί το κοινό και να ξεχαστούν χιλιάδες, εκατομμύρια νεκροί κομπάρσοι, συμπληρώνουμε εμείς…

Ασφάλεια με το νοίκι, βαρβαρότητα με το μέτρο

Η προεκλογική περίοδος είναι μια ευκαιρία να το δούμε πιο καθαρά: η μόνη (επίσημη) βιομηχανία που όχι μόνο δεν πτοείται από την κρίση, αλλά δείχνει και πιο εμφατικά τα δόντια της, είναι αυτή της ασφάλειας. Και όσο προελαύνει η βαρβαρότητα, τόσο τα δείγματά της αντιμετωπίζονται με απάθεια ή με ελαφρότητα. Δύο τέτοια παραδείγματα είναι η προσπάθεια δημιουργίας πολιτοφυλακής και η πρόθεση του Υπ.Προ.Πο. να νοικιάζει αστυνομικές υπηρεσίες. Η προσοχή που τους δόθηκε ήταν και μικρή και σύντομη. Κι ας δείχνουν το πόσο σταθερά αρθρώνονται κράτος και κοινωνία (ή ιδιωτική πρωτοβουλία) στο έδαφος της δημόσιας τάξης.
Κοντά ένα χρόνο πριν, η δολοφονία του Μανώλη Καντάρη στην Γ’ Σεπτεμβρίου, δεν στάθηκε μόνο η αφορμή για ένα πολυήμερο πογκρόμ αλλά και η κατάλληλη ευκαιρία για να αναδειχτεί πάλι η εγκληματικότητα σε νο 1 θέμα. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε ένα στυγερό έγκλημα με θύμα κάποιον οικογενειάρχη. Όταν το ίδιο μοτίβο έχει δουλευτεί τόσες φορές στο παρελθόν, οι αφορμές περιττεύουν. Κι έτσι, ανάμεσα σε ρεπορτάζ για ληστείες και βιασμούς, πλάι σε διάσπαρτες φήμες και ειδήσεις που βασίστηκαν στην (ενδεχομένως πραγματική) αύξηση της μικροπαραβατικότητας λόγω κρίσης, έκανε την εμφάνισή της και η «εθνική πολιτοφυλακή». Ο εμπνευστής της κίνησης, Θεόδωρος Λιόλιος, καθηγητής πυρηνικής φυσικής και στρατιωτικών εφαρμογών στη Σχολή Ευελπίδων, δεν έκρυψε ότι πρόκειται για αντιγραφή του περίφημου αμερικάνικου Neighborhood Watch που έχει διαπρέψει στις ΗΠΑ, συχνά με «θανατηφόρα» αποτελέσματα. Το σχέδιο αφορούσε τη δημιουργία εθελοντικών ομάδων πολιτών, που θα περιπολούσαν σε συγκεκριμένες περιοχές και θα ειδοποιούσαν την αστυνομία αν έβλεπαν κάτι ύποπτο. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες αυτόκλητες ομάδες ασφαλείας θα μπορούσαν να αποτρέπουν τη διάπραξη κακουργημάτων και αυτόφωρων πλημμελημάτων, συλλαμβάνοντας εκείνους που διαπράττουν αυτόφωρα αδικήματα «σύμφωνα με το άρθρο 275 του ΚΠΔ προκειμένου να τους προσαγάγουν άμεσα στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα η στον εισαγγελέα – όταν δεν είναι δυνατό αυτό από την Ελληνική Αστυνομία».
Η ελληνική πολιτοφυλακή θα ιδρύοταν ως παράρτημα του Ελληνικού Κέντρου Ελέγχου Όπλων. Πρόκειται για κάτι σαν think tank που ίδρυσε ο Λιόλιος το 1988, αρχικά για να καλύψει το κενό που άφησε η κατάργηση της Έδρας Ειδικών Όπλων στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου. Γι΄αυτό και οι πρωτεργάτες της «πολιτοφυλακής» διευκρίνιζαν ότι δεν πρόκειται για Ιδιωτική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας, ούτε για εμπορική επιχείρηση αλλά για ένα «επιστημονικό πρόγραμμα ελέγχου της εγκληματικότητας». Ωστόσο σ’ αυτό θα μπορούσαν να ενταχθούν εθελοντικά ακόμη και εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας, τα οποία μάλιστα θα διατηρούσαν τους βαθμούς ιεραρχίας εντός της πολιτοφυλακής. Με τη διαφορά ότι η υποστήριξή τους δεν θα μπορούσε να έχει τη μορφή μισθού, όπως θα συνέβαινε προοπτικά με τους υπόλοιπους «εθελοντές». Το σχέδιο προέβλεπε ότι αν οι πολιτοφυλακές είχαν επιτυχία θα διεκδικούσαν δωρεές και επιχορηγήσεις ενώ θα προσπαθούσαν να εγγράψουν και συνδρομητές, π.χ. ιδιοκτήτες καταστημάτων και πάσης φύσεως επιχειρήσεων. Τελικά, οι αντιδράσεις διάφορων αριστερών αλλά και οι δηλώσεις θεσμικών, ανάγκασαν τον Λιόλιο αρχικά να διευκρινίσει ότι η κίνηση είναι ανοιχτή σε αριστερούς και νόμιμους μετανάστες κι ότι δεν έχει καμία σχέση με όπλα και τελικά να αναδιπλωθεί και να αναστείλει το εγχείρημα της ελληνικής πολιτοφυλακής.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το εγχείρημα της «εθνικής πολιτοφυλακής» ήταν εκτός τόπου και χρόνου ή ανεπίκαιρο. Ήδη όλη αυτή την περίοδο, και με αφορμή γεγονότα όπως τα επεισόδια στις 12 Φλεβάρη, πλήθαιναν οι φωνές υπέρ του να σκληρύνει η στάση της αστυνομίας γιατί αλλιώς «οι πολίτες θα πάρουν το νόμο στα χέρια τους». Κι αυτές οι φωνές δεν προέρχονταν μόνο από τους συνήθεις ακροδεξιούς ύποπτους όπως ο Καρατζαφέρης αλλά κι από «φιλελεύθερους» δημοσιογράφους, όπως ο Τάκης Μίχας, ο Κασιμάτης και ο Πρετεντέρης, που ζήτησαν να χαλαρώσουν οι περιορισμοί στην οπλοχρησία. Εξάλλου η «εθνική πολιτοφυλακή» βρήκε το μεγαλύτερο υποστηρικτή της στο πρόσωπο του Στέφανου Μάνου ο οποίος είπε ότι αν η αστυνομία δεν κάνει τη δουλειά της, αργά ή γρήγορα θα ανεχτούμε τη συμπλήρωσή της από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Στο ίδιο πνεύμα, ο Χρυσοχοϊδης φροντίζει στην βραχύβια προεκλογική θητεία του όχι μόνο η αστυνομία να κάνει σωστά τη δουλειά της (με 1000 επιπλέον θέσεις στην ομάδα ΔΙΑΣ και με σκούπες) αλλά και να ανταγωνιστεί την «ιδιωτική πρωτοβουλία» μετατρεπόμενη η ίδια σε μία ακόμα «εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας». Με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργείων οικονομικών και προ.πο. η αστυνομία θα μπορεί να παρέχει υπηρεσίες σε τρίτους έναντι ανταλλάγματος, ώστε να φροντίζει η ίδια για την απόσβεση του κόστους χρήσης του υλικοτεχνικού εξοπλισμού και των υποδομών της. Οι υπηρεσίες αυτές υποτίθεται ότι θα αφορούν εξαιρετικές περιπτώσεις: συνοδεία εκρηκτικών ή/και επικίνδυνων υλών, ιδιωτικών αγαθών μεγάλης αξίας, καλλιτεχνικών έργων και χρηματαποστολών, συνοδευτικές υπηρεσίες ασφάλειας σε πρόσωπα και υπηρεσίες εκπαίδευσης σε ιδιώτες, διάθεση πόρων και εγκαταστάσεων σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές κλπ.
Δύο είναι οι διαδρομές που συνδέουν την «εθνική πολιτοφυλακή» (και κάθε παρόμοιο εγχείρημα) με την ενοικίαση μπάτσων και την κοστολόγηση των αστυνομικών υπηρεσιών. Η πρώτη αφορά τις business της βιομηχανίας της ασφάλειας που ανοίγουν και επεκτείνονται διαρκώς. ‘Ηδη η «ιδιωτική πρωτοβουλία» κάνει χρυσές, αν και συχνά υπόγειες, δουλειές σ’ αυτόν τον τομέα: Από τις εταιρείες security (που τελευταία και στις πιο μαφιόζικες μορφές τους, φυλάνε ολόκληρα τετράγωνα) μέχρι τους κανονικούς μαφιόζους με τις προστασίες. Κι από τις ανοιχτά φασιστικές επιτροπές πολιτών μέχρι τους μπάτσους που «συμπληρώνουν» το εισόδημά τους με επιπλέον δουλίτσες. Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε όσους κατασκευάζουν και πουλάνε συναγερμούς και άλλα συστήματα ασφαλείας, τότε έχουμε ήδη μια πρώτη εικόνα για την οικονομική πλευρά του συμπλέγματος της ασφάλειας. Όπως και σε κάθε μπίζνα, έτσι και στην ασφάλεια, η μοιρασιά των δουλειών μπορεί να μην είναι απλή υπόθεση και οι ανταγωνισμοί είναι μέσα στο πρόγραμμα. Ακόμα κι αν κάποιος έχει άκρες στο στρατό ή στην Ευελπίδων, όπως ο Λιόλιος της πολιτοφυλακής, δεν μπορεί να βγαίνει μια ωραία μέρα και να διεκδικεί το μερίδιό του. Πιθανόν και για τέτοιους λόγους ναυάγησε τόσο γρήγορα το σχέδιο της πολιτοφυλακής: ο εμπνευστής της βιάστηκε να ομολογήσει ότι θα ψάξει επιχορηγήσεις και «συνδρομητές».
Θά ΄λεγε κανείς ότι με βάση τον τζίρο του συμπλέγματος της ασφάλειας, η «ιδιωτικοποίηση» της ασφάλειας είναι ήδη γεγονός. Ωστόσο, σχέδια σαν αυτό της πολιτοφυλακής ή της ενοικίασης αστυνομικών έχουν τη σημασία τους, πέρα από τη στενή οικονομική σκοπιά. Γιατί δείχνουν ότι ένα κομμάτι της δημόσιας τάξης περνάει στα χέρια μη κρατικών φορέων κι αυτό δε γίνεται ούτε μυστικά, ούτε (έστω τυπικά) παράνομα, αλλά με τη μεγαλύτερη δημοσιότητα, με νόμους και υπουργικές αποφάσεις. Αυτή η «ιδιωτικοποίηση» (που αλλού μετράει δεκαετίες εξέλιξης) αμφισβητεί στην πράξη και από τα δεξιά ένα από τα θεμέλια του αστικού κράτους: το μονοπώλιο στη βία. Στην ουσία όμως δεν πρόκειται για αμφισβήτηση, όπως αυτή που θέτει μια εξέγερση ή η ανεξέλεγκτη βία των από κάτω. Γιατί το ίδιο το κράτος εκχωρεί μερίδια αυτού του μονοπωλίου, είτε αναθέτοντας (έναντι κάποιου ανταλλάγματος) σε ιδιωτικές εταιρείες και φορείς καθήκοντα δημόσιας τάξης, είτε επιτρέποντας (στο μέλλον και ανοιχτά) σε ομάδες πολιτών να ασκούν τέτοια καθήκοντα. Τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση – όπως ας πούμε η ανακοίνωση ότι στα σχεδιαζόμενα κέντρα κράτησης, αν και όταν γίνουν, θα αναλάβουν την εσωτερική φύλαξη ιδιωτικές εταιρείες security – είναι κομμάτια μιας διαλεκτικής διαδικασίας η οποία έχει μέλλον. Όπως ακριβώς ομάδες πολιτών ή επιτροπές κατοίκων συγκροτούνται στη βάση του αιτήματος για ασφάλεια και δίνουν στη δημόσια τάξη την αφορμή να ενισχυθεί για να ικανοποιήσει το αίτημα. Μ’ άλλα λόγια η «κοινωνικοποίηση» της βίας και του ελέγχου δεν συνιστά μετατόπιση ούτε και σημάδι ότι το κράτος «παραιτείται» από το μονοπώλιο: γι’ αυτό και όσες εταιρείες security και να φτιάχνονται, ποτέ δεν θα γίνουν απολύσεις μπάτσων! Είναι πιο σωστά ένα δείγμα της διόγκωσης της βιομηχανίας της ασφάλειας και μία ένδειξη ότι ο δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό περνάει μέσα από την όσμωση κράτους και κοινωνικών δυνάμεων.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει μπροστά στα μάτια μας τη θεαματική αναδιάρθρωση της δημόσιας τάξης: με τον πολλαπλασιασμό των σωμάτων ασφαλείας, τη στρατιωτικοποίηση κάποιων από αυτά και την ίδρυση νέων ειδικών μονάδων. Ταυτόχρονα, είδαμε όσο περνάει ο καιρός πιο καθαρά την άρθρωση αυτών των σωμάτων με τις κάθε είδους μαφίες. Πλάι σε όλα αυτά, εγχειρήματα σαν αυτό της εθνικής πολιτοφυλακής μπορεί να φαντάζουν από γραφικά εώς αδιάφορα (ειδικά αν σε πρώτη φάση δεν στελεχώνονται από κραγμένους φασίστες). Όσα έχουν συμβεί όμως σε ακόμη πιο ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες, δείχνουν ότι τέτοιες εξελίξεις όχι μόνο δεν είναι ασήμαντες, αλλά μπορεί να αποτελέσουν απαραίτητους κρίκους του συμπλέγματος της ασφάλειας. Κι αφού η κρίση και η «ανασφάλεια» θα είναι εδώ για κάμποσο καιρό, είναι δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα κάποιοι θα προσπαθήσουν πάλι να φυτέψουν τέτοια παραδείγματα. Εκτός αν τότε έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας…

Λένε

Λένε πως ένας σπασμένος καθρέφτης/ σημαίνει εφτά χρόνια γρουσουζιάς/ κι έτσι κάθε ατύχημα/ κάθε απρόοπτη αναποδιά/ μπορούν να προσπερνιούνται/ παραπέμποντας σ’ εκείνη τη στιγμή που το γυαλί ράγισε/ κι είναι βολική αυτή η εξήγηση/ γιατί έτσι εφτά ολόκληρα χρόνια/ εξαρτώνται από την τύχη κάποιου υαλοπίνακα/ κάποια δικτατορία/ μία φυλάκιση/ ένας έρωτας/ όλα εξηγήσιμα/ όλα αναμενόμενα/ μερικές παραφωνίες μονάχα/ εκείνη/ που ζει την κάθε μέρα της σαν νά ‘ναι η τελευταία/ κι εκείνος/ που μια ζωή φεύγει/ που ζει μετά την κόρνα του εργοστασίου/ το σάλπισμα του σιωπητηρίου/ το σφύριγμα κάποιας αναχώρησης/ εκείνος κι εκείνη/ εκείνοι κι εκείνες/ σε δρόμους ακόμη αβάφτιστους/ σε πολιτείες μέσα στις μητροπόλεις γδέρνουν τα πεζοδρόμια/ μαχαιρώνουν τους τοίχους/ ίσα για να τρέξει το κακό το αίμα/ ίσα για να φανεί η κακοφορμισμένη πληγή/ θεραπείες πρωτόγονες/ βγαλμένες από ξεχασμένη εποχή/ από τη φλυαρία μιας γιαγιάς/ ή τη βαριά σιωπή ενός παππού/ μα πώς αλλιώς αποκαλύπτεται η αληθινή σάρκα και οι πόροι της/ πώς αλλιώς σωπαίνει/ ο επαναλαμβανόμενος ήχος της μηχανής/ εκατοντάδες θλιβερές φορεσιές πρέπει να γίνουν κουρέλια/ χιλιάδες λαμπερές πανοπλίες πρέπει να γίνουν παλιοσίδερα/ και εκατομμύρια δοξασίες, συνήθειες και ξεσκισμένα λάβαρα/ να καούν στην πυρά/ κι αυτά δεν είναι κλασικά εικονογραφημένα/ και ντελικάτες ηρωίδες κάποιου μυθιστορήματος του Φλωμπέρ/ αυτά δεν είναι ασήμι και χρυσός/ αλλά η λάσπη/ που έχτισε κάποια αψίδα θριάμβου/ αυτά δεν είναι τα δάχτυλα ενός Μότσαρτ/ αλλά τα χέρια που γκρέμισαν τα τείχη κάποιας δοξασμένης πολιτείας/ αυτά δεν είναι λόγια σοφίας/ αλλά δυο κουβέντες που ψιθυρίστηκαν σε κάποιο αυτί/ κι έδωσαν ζωή σε μελλοθάνατους/ αυτά είναι/ και μετά χίλια κομμάτια γίνονται τα ραγισμένα κρύσταλλα/ οι καθρέφτες δεν αφορούν κανένα/ ούτε προλήψεις, ούτε δεισιδαιμονίες/ ούτε νάρκισσοι, ούτε παραμορφωμένα είδωλα/ ο δρόμος κι οι ανάσες/ ο πόνος και τα βλέμματα/ απλά πράγματα/ αρκούντως οδυνηρά.

Ανεπιθύμητοι

Ο Joe Sacco δεν είναι μια τυπική περίπτωση σκιτσογράφου. Είναι κάτι μπάσταρδο, ένας σκιτσογράφος πολεμικός ανταποκριτής. Κάθε πλευρά των κόμικ του υπενθυμίζει διαρκώς αυτή την ερμαφρόδιτη κατάσταση. Η λιτή του γραμμή αγκαλιάζεται με σενάρια πυκνά γεματά στοιχεία και πληροφορίες για τόπους και ζωές άγνωστες. Τα καθαρά του πρόσωπα εμφανίζονται μέσα σε πόλεις βομβαρδισμένες ανάμεσα σε καπνούς και ερείπια. Και όλα μα όλα προέρχονται από εκεί, από κάποια πρώτη γραμμή της μάχης. Ο Sacco σκιτσάρει και την ίδια στιγμή κάνει ρεπορτάζ, τραβάει γραμμές και ταυτόχρονα μιλάει με ή για φωνές ξεχασμένες, που δε φτάνουν ποτέ στ’ αυτιά της πολιτισμένης δύσης. Όπως λέει κι ο ίδιος «δεν κάνω ένα αντικειμενικό ρεπορτάζ, με την έννοια ότι προσπαθώ να παρουσιάσω τις απόψεις και των δύο πλευρών. Αυτό που κάνω είναι να πηγαίνω εκεί και να λέω τη γνώμη μου, την υποκειμενική μου άποψη για αυτό που βλέπω». Όποιος έχει διαβάσει έστω και λίγα καρέ από τα πολλά κόμικ που έχει σχεδιάσει το καταλαβαίνει αυτό αμέσως, με την πρώτη ματιά. Παλαιστίνη, Ινδία, Βοσνία, Τσετσενία, είναι μόνο μερικοί από τους (αιματοβαμμένους) τόπους, τους οποίους περιγράφει με τα σκίτσα του υπενθυμίζοντας στην πολιτισμένη δύση πως αυτό που εκεί, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα συμβαίνει, είναι πόλεμος. Στο κόμικ του «Οι Ανεπιθύμητοι, αφρικανοί μετανάστες» πιάνει μια ακόμη πλευρά του πολέμου. Μόνο που για να το πετύχει αυτό δεν ταξιδεύει σε μία ακόμη άγνωστη γη αλλά επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του, τη Μάλτα. Φαντάζεται πως η οικειότητα που νιώθει με αυτό το μέρος, η εξοικείωση με τις συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, το συνάφι των ανθρώπων που τέλος πάντων κατοικεί εκεί, θα του δώσει την ευκαιρία να καταλάβει καλύτερα, να περιγράψει όσο το δυνατόν πιο γλαφυρά, το «παράδοξο» της αντιμετώπισης που τυγχάνουν οι αφρικανοί μετανάστες στην Ευρώπη. Τη βιαιότητα των αστυνομικών αρχών, το ρατσισμό των κάθε φορά ντόπιων, τη φρίκη των σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης. Καρέ καρέ, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται, νομίζει κανείς πως είναι ο ίδιος ο Sacco που τον έχει ξεβράσει κάποιο δουλεμπόρικο στις ακτές της Μάλτας. Οι καθημερινές συζητήσεις των ντόπιων ρατσιστών, τα άγρια βλέμματα των ανθρωποφυλάκων, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των φυλακισμένων μεταναστών, κάθε πλευρά αυτής της βίαιης πραγματικότητας εκτίθεται ωμά και απροκάλυπτα, χωρίς φιοριτούρες, σε πρώτο πρόσωπο. Λες και ο σκιτσογράφος ρεπόρτερ κινείται διαρκώς αόρατος, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, με σκοπό να μη του διαφύγει ούτε ψίθυρος, ούτε η παραμικρή κίνηση αυτής της πραγματικότητας. Και πράγματι αυτό που τελικά αποκαλύπτει είναι πέρα για πέρα ρεαλιστικό. Δεν είναι η κακιά τύχη των αφρικανών μεταναστών στη Μάλτα, είναι η κοινή μοίρα κάθε μετανάστη και μετανάστριας σε κάθε Μάλτα.
Κι αν τα πρόσωπα, τα φύλα, μερικές φορές ακόμη και το χρώμα μπορεί να αλλάζουν, κάποια άλλα πράγματα μένουν ίδια κι απαράλλαχτα.
Το γνωρίζει καλά ο ίδιος ο Sacco από τις εμπειρίες του, είτε στην μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου που λέγεται Γάζα, είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των σερβοφασιστών στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Το γνωρίζουμε κι εμείς καθώς μέρα με τη μέρα η Βέννα, η Παγανή, το Φυλάκιο, γίνονται όλο και πιο συνηθισμένα, εμφανίζονται όλο και πιο «αναγκαία». Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης επί ελληνικού εδάφους στα οποία μακριά από αδιάκριτα βλέμματα στοιβάζονται μετανάστες δεν είναι πια η «παρέκκλιση», η παραφωνία στη μελωδία της κανονικότητας της δημοκρατίας. Αντίθετα, είναι η εξαίρεση που γίνεται κανόνας, είναι αυτό που συμβαίνει και θα συμβαίνει για πολλά χρόνια ακόμη. Μ’ αυτή την έννοια οι «Ανεπιθύμητοι, αφρικανοί μετανάστες» του Joe Sacco δεν είναι μια εξωτική συγκινητική ιστορία που αφορά άλλους τόπους, άλλους χρόνους. Είναι μια λεπτομερής περιγραφή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας όπως αυτή εξελίσσεται επί ευρωπαϊκού εδάφους. Στη Μάλτα, στην Ιταλία στη Γαλλία, στην Ελλάδα. Στη Βαλέττα, στη Λαμπεντούζα, στη Μασσαλία κι έξω από τις πόρτες μας.

Κέντρα κράτησης, εκλογές και (πολλοί) ρατσιστές

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου. Μια πρώτη υπόθεση είναι ότι αυτά πηγαίνουν πακέτο με τις προεκλογικές περιόδους. Κάθε φορά που υπάρχει μια εκλογική μάχη στον ορίζοντα, βγαίνουν στον αφρό και παραμένουν εκεί μέχρι να κοπάσει η εκλογική φουρτούνα. Υπουργοί «εναντίον» τοπικών κοινωνιών, εξαγγελίες εναντίον διαμαρτυριών συνθέτουν κάθε φορά το σκηνικό της αντιπαράθεσης γύρω από το ζήτημα.
Μια δεύτερη κάπως πιο σύνθετη σκέψη είναι ότι υπάρχουν λόγοι και αιτίες που ειδικά αυτό το ζήτημα, των μεταναστών, επιλέγεται για να αναδειχθεί στην όποια προεκλογική εκστρατεία. Δηλαδή πως οι «λύσεις» για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης δεν ανακαλύπτονται ένα μήνα πριν τις εκλογές, αλλά δουλεύονται σε σταθερή βάση και παρουσιάζονται σαν σχέδιο που τυγχάνει της όποιας κοινωνικής αποδοχής όποτε κριθεί αναγκαίο. Αυτές τις δύο υποθέσεις θα πρσπαθήσουμε να αποδείξουμε παρακάτω. Και όπως θα διαπιστώσετε δε βρίσκονται η μία δίπλα ή μετά την άλλη. Αντίθετα σφιχταγκαλιάζονται μέσα σε μια διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλοτροφοδοτούνται. Ειπωμένο αλλλιώς αν και πράγματι πρόκειται και για προεκλογικά λόγια, αυτά εξαρτώνται από πολύ περισσότερα. Τόσο από τις κοινωνίες στις οποίες απευθύνονται, όσο και από τα χαρακτηριστικά του «προβλήματος» που λένε πως θέλουν να λύσουν.

Προεκλογικά λόγια…
Πίσω από το θόρυβο των δηλώσεων Χρυσοχοϊδη, πίσω από τα πρωτοσέλιδα και τους πηχαίους τίτλους για «Στρατόπεδα συγκέντρωσης με διαδικασίες εξπρές» και «πιστοποιητικά υγείας», περνάνε ντούκου κάποιες οφθαλμοφανείς αντιφάσεις. Μία από αυτές είναι ότι ο Χρυσοχοϊδης είναι ένας υπηρεσιακός υπουργός καθώς θα παραμείνει σε αυτό το πόστο μέχρι την ημέρα των εκλογών. Το γεγονός ότι και αυτός εγγράφεται στην κατηγορία των all star υπουργών, με «μεγάλες επιτυχίες» στο βιογραφικό του, έχει προφανώς παίξει το ρόλο του στο να θεωρείται σαν κάτι «νυν και αεί» της δημόσιας τάξης. Αλλά όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν οι εκάστοτε κρατικές πολιτικές δεν είναι αποκλειστικότητα ενός και μόνου υπουργού. Ειδικά όταν αυτός αναλαμβάνει ένα πόστο για τόσο βραχύ διάστημα. Έτσι, χωρίς να επιχειρούμε καμία πρόβλεψη για το αν και πόσα στρατόπεδα θα κατασκευαστούν, νομίζουμε πως ο Χρυσοχοϊδης, αλλού κοιτάζει. Κοιτάζει στις εκλογές. Και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενίσχυση της αξιοπιστίας της κυβέρνησης και της παράταξης για τις οποίες δουλεύει. Οι παραστάσεις αποφασιστικότητας που δίνει, σχεδόν σε καθημερινή βάση, έχουν το εξής πολιτικό μήνυμα: εμείς εφαρμόσαμε το νόμο, εμείς θα τον εφαρμόσουμε και στο μέλλον· γι’ αυτό ψηφίστε μας. Φυσικά δεν είναι ο μόνος που το κάνει. Τόσο ο Βενιζέλος με τον Λοβέρδο, όσο και οι βουλευτές της νδ από την άλλη, σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινούνται. Όλοι προσπαθούν να πείσουν πως η περίοδος πολιτικής αστάθειας -δεν μπορεί παρά να- ανήκει στο παρελθόν, καθώς έχει φτάσει η ώρα για στοιβαρές, αμείλικτες, αποφασιστικές πολιτικές διακυβέρνησης. Έτσι πρέπει να ερμηνεύσει κανείς και τις δεσμεύσεις του, πως μέχρι τα τέλη Απρίλη θα έχει λειτουργήσει το πρώτο κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα. Έτσι πρέπει να αντιληφθεί κανείς και το ότι πάνω στη φούρια του να περάσει την τροπολογία στις 3 του Απρίλη, την κατέθεσε εκπρόθεσμα. Με αποτέλεσμα αυτή να μετατεθεί μία βδομάδα αργότερα, στις 10 Απρίλη. Μ’ αυτή την έννοια και αυτές οι εξαγγελίες μοιάζουν ντουφεκιές στον αέρα. Αλλά δεν είναι. Γιατί πέφτουν, για μια ακόμη φορά, προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, τους μετανάστες. Κι εκεί είναι που αν και θα περίμενε κανείς οι κρατικές πολιτικές να γίνουν δεκτές μετά βαϊων και κλάδων, συναντάνε εμπόδια. Τα οποία δεν είναι για καλό.

Tοπικές κοινωνίες
Η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν είναι η πρώτη φορά που εξαγγέλεται. Όπως θα θυμάστε αυτό έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις περσινές εξαγγελίες Παπουτσή, τον Μάιο του 2011, για τη δημιουργία 18 τέτοιων. Θα θυμάστε πως όχι 18 αλλά ούτε ένα δε φτιάχτηκε στον ένα χρόνο που μεσολάβησε από τότε. Και αιτία δεν ήταν μόνο η πολιτική αστάθεια ή η αναποφασιστικότητα του υπουργού και της κυβέρνησης. Ήταν επίσης το γεγονός πως με το που αυτά εξαγγέλθηκαν βρήκαν απέναντί τους τις τοπικές κοινωνίες. Που δεν είχαν μείνει στα λόγια, καθώς είχαν φτάσει μέχρι και στον εμπρησμό του στρατοπέδου της Καρωτής, προκειμένου να μην κατασκευαστεί κέντρο κράτησης. Γράφαμε τότε λοιπόν (Barricada No 15) πως «οι μαφιόζοι φεουδάρχες της κάθε περιοχής παζαρεύουν κάθε φορά τους όρους της εκμετάλλευσης των μεταναστών με την κεντρική εξουσία, έχοντας στο πλευρό τους ρατσιστικές κοινωνίες έτοιμες να εμποδίσουν την «υποβάθμιση του τόπου τους». Σήμερα, ένα χρόνο μετά, βλέπουμε αυτή την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Στο Βόιο, στην Αμυγδαλέζα, στη Σκύδρα, σε κάθε περιοχή αυτού του κωλότοπου που ακούγεται ότι θα φτιαχτεί ένα κέντρο κράτησης, το τοπίο είναι απελπιστικά ίδιο. Από τη μία δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι και τοπικοί φορείς που με τη ζυγαριά στο χέρι υπολογίζουν: Πόσες θέσεις εργασίας -για σεκιουριτάδες και μπάτσους- θα φτιαχτούν; Πόσα φράγκα θα πάρει ο δήμος; Πόσοι δικοί μας θα πάρουν δουλειές; Κι από την άλλη «ευαισθητοποιημένοι πολίτες», ντόπιοι νοικοκυραίοι που σκίζουν τα ρούχα τους για την υποβάθμιση της γειτονιάς τους και ουρλιάζουν «μακριά από εμάς νά ‘ναι κι όπου θέλουν νά ‘ναι». Έτσι ή αλλιώς είτε πρόκειται «για τους ξένους που μας παίρνουν τις δουλειές», είτε «για τους ξένους χάρη στους οποίους μπορεί ν’ ανοίξουν κι άλλες δουλειές», το πρόβλημα είναι το ίδιο. Και δεν αφορά ούτε τον εγκλεισμό τους, ούτε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους αλλά την ίδια τους την ύπαρξη «δυο μέτρα από την πόρτα μας». Ακόμη και σ’ εκείνες τις ελάχιστες περιπτώσεις που η συνθηματολογία ξεφεύγει από παραδοσιακά ρατσιστικά επιχειρήματα και επιχειρεί να εμφανίζεται ως «ανθρωπιστική», στην πραγματικότητα μπλοφάρει. Αφενός γιατί η δήθεν «λύπηση και συμπόνοια» για τους μετανάστες κουβαλάει -όπως πάντα- την παραδοχή πως αυτοί βρίσκονται εξ αντικειμένου σε μια κατώτερη δυσχερή θέση και άρα είναι άξιοι μόνο της ελεημοσύνης μας. Αφετέρου γιατί ακόμη κι αυτός ο ξεφτιλισμένος ανθρωπισμός ενενήντα εννιά στις εκατό δεν είναι παρά έυκολα λόγια, που όταν έρθει η ώρα να γίνουν πράξη μεταμορφώνονται σε απλές πρακτικές -ρατσιστικές- λύσεις. Έτσι ή αλλιώς σε ό,τι αφορά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης επαναλαμβάνεται ένα γνώριμο και παλιό φαινόμενο. Η αντίθεση σε αυτά να έρχεται κατά κύριο λόγο από τα δεξιά και οι τοπικές κοινωνίες να εμφανίζονται ακόμη πιο ρατσιστικές κι από την επίσημη ρατσιστική κρατική πολιτική.

Tα βασικά του προβλήματος
Αυτούς τους συσχετισμούς έχει υπόψη του όχι μόνο ο Χρυσοχοϊδης, αλλά σχεδόν κάθε πολιτικός που σέβεται τους ψηφοφόρους του όταν βάζει την αντιμεταναστευτική πολιτική, πρώτη πρώτη στην πολιτική τους ατζέντα. Γνωρίζουν καλά αυτοί οι κύριοι και οι σύμβουλοί τους πως αυτό το θέμα έχει ψωμί. Γνωρίζουν ότι η αντιμεταναστευτική πολιτική έχει την αποδοχή του απλού πολίτη. Γνωρίζουν την ψυχολογία του μέσου έλληνα μαλάκα που όσο μεγαλύτερες περικοπές του κάνουν, τόσο πιο απεγνωσμένα αναζητά βολικές και εύκολες αιτίες για την κατάπτωσή του. Κι αυτό δεν είναι ούτε αφορισμός για την κοινωνία, ούτε απλή υπόθεση. Είναι μια -συχνά αιματοβαμμένη- ιστορία με παρελθόν, παρόν και ακόμη πιο ζοφερό μέλλον. Για το παρελθόν τα έχουμε πει χίλιες φορές. Για το παρόν τα (ξανα) ζούμε.
Νούμερο ένα, η εγκληματικότητα. Κάθε μέρα που περνάει νέες έρευνες, καινούρια ρεπορτάζ. Για τα γκέτο στο κέντρο της πόλης, για τα κάθε λογής άβατα μόλις πέσει το σκοτάδι, για το φόβο που σκεπάζει την Αθήνα. Φυσικά ελάχιστοι λένε πως ακόμη και μέσα στο περιβάλλον της κρίσης η Αθήνα εξακολουθεί να έχει από τους πλέον χαμηλούς δείκτες σε ό,τι αφορά τη λεγόμενη σοβαρή εγκληματικότητα. Για την ακρίβεια το λέμε εμείς καθώς και μερικές δεκάδες ταξιδιωτικοί οδηγοί που κυκλοφορούν στον κόσμο. Κανείς επίσης δεν υποθέτει πως ακόμη και αυτή η «έκρηξη» της χαμηλής παραβατικόττηας που αφορά κατά κύριο λόγο μικροκλοπές, σχετίζεται με τη κρίση, με το γεγονός ότι στην αγορά δεν υπάρχει ούτε σάλιο και χιλιάδες εργάτες σ’ αυτή την πόλη ζουν εδώ και χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Αντίθετα αυτό σε διάφορους φωστήρες -της αριστεράς και όχι μόνο- φαίνεται παράξενο και απορούν που το τέλος του ιλλουστρασιόν κόσμου της κατανάλωσης δε σήμανε αντίστοιχα και το τέλος όποιου φόβου, όποιας ανασφάλειας για την ιδοκτησία. Όμως αυτό είναι το τοπίο. Καθώς η κρίση οξύνεται, η ανασφάλεια αυξάνεται και ο φόβος δίνει τη θέση του στην έχθρα, το μίσος για τους κάθε λογής φτωχοδιάβολους που τη βγάζουν από δω κι από κει.
Νούμερο δύο, το παραεμπόριο. Νούμερα και ισολογισμοί, στατιστικές και μετρήσεις επιδεικνύονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς σαν την αδιάσειστη απόδειξη, το απόλυτο τεκμήριο της γάγγραινας, της πληγής για την επιχειρηματικότητα. Κι εδώ ψέμματα, αισχρά ψέμματα. Πρώτον, γιατί επιμελώς αποκρύπτεται το ότι οι προμηθευτές των μικροπωλητών, είναι τις περισσότερες φορές ακριβώς οι ίδιοι που προμηθεύουν και τα κάθε λογής καταστήματα. Είτε βρίσκονται σε βιτρίνες, είτε σε πάγκους μικροπωλητών τα προϊόντα ίδια καρτελάκια έχουν: Κίνα, Ινδονησία κ.ο.κ. Κι αν πράγματι κοπτόταν το ελληνικό κράτος για την απώλεια του ΦΠΑ σε αυτές τις χώρες γνωρίζει πως θα έπρεπε να απευθυνθεί. Αλλά είναι γνωστοί οι λόγοι που δεν το κάνει. Σε ό,τι αφορά δε την περίφημη «ερήμωση» του κέντρου αυτή οφείλεται σε παράγοντες που μόνο με τους μικροπωλητές δεν έχουν να κάνουν. Είναι πάνω από μία δεκαετία που οι προτεραιότητες της κυκλοφορίας του κεφαλαίου έχουν αλλάξει. Η επέκταση των συνόρων του μητροπολιτικού πεδίου είχαν σα συνέπεια και τις όποιες πολεοδομικές αλλαγές. Η κατασκευή της Αττικής Οδού ας πούμε, αναδιοργάνωσε αποφασιστικά τόσο τις καπιταλιστικές ροές, όσο και τα σημεία σταθμούς σε σχέση με αυτές. Τα ΙΚΕΑ, τα MALL, ακόμη και το Ελευθέριος Βενιζέλος πρέπει να τα αντιλαμβάνεται κανείς πάντα σε σχέση με αυτό το νέο πολεοδομικό σχεδιασμό. Ο προσανατολισμός προς την περιφέρεια με τα επιχειρήματα της γρηγορότερης μετάβασης, του εύκολου parking, και φυσικά της συγκέντρωσης τόσων καταστημάτων σε μερικές χιλιάδες τετραγωνικά, ήταν και παραμένει ο βασικότερος λόγος της μείωσης της εμπορικής κίνησης στο κέντρο. Γι’ αυτό και σε τομείς που δεν αφορούν το εμπόριο αλλά τα θεάματα, ας πούμε όπως το σινεμά, αυτό ομολογείται ανοιχτά χωρίς κανένα πρόβλημα. Δεν μπαίνει όμως κανείς στον κόπο να κάνει αυτό τον απλό παραλληλισμό. Για ευνόητους λόγους.
Νούμερο τρία, η υγειονομική βόμβα.
Η επίκληση της δημόσιας υγείας στο όνoμα της αντιμεταναστευτικής πολιτικής, βρίσκεται κάπως πιο αριστερά από τον «παραδοσιακό ρατσισμό». Για την ακρίβεια ανήκει στο οπλοστάσιο του διαφορικού ρατσισμού, εκεί που τα επιχειρήματα αντλούνται από μια προφανή ασυμβατότητα, με ανθρωπιστική πάντα αφετηρία. Έτσι το νήμα πιάνεται από την υγεία των ίδιων των μεταναστών, από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και τους κινδύνους που αυτές εγκυμονούν. Ετοιμόρροπα κτίρια, συνωστισμός, παντελής έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγειϊνής, συνθέτουν το εφιαλτικό σκηνικό που στην Κουμουδούρου, στο Μεταξουργείο, στην Ακαδημία Πλάτωνος απειλεί εκείνους και ακόλουθα τη δημόσια υγεία. Μόνο που και σ’ αυτό το σημείο στο όνομα της παραχάραξης της πραγματικότητας ξεχνιούνται σκόπιμα δύο τρία βασικά σημεία. Ένα είναι πως οι μετανάστες οδηγούνται σε αυτές τις επιλογές εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι απαγορευμένοι εργάτες. Είναι τα χαμηλά μεροκάματα -και η «ευαισθησία» των ντόπιων- που τους αναγκάζουν να μένουν εκεί που μένουν. Είναι το καθεστώς της γενικευμένης μαύρης εργασίας που δεν τους δίνει τα απαραίτητα ένσημα ώστε να δικαιούνται στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Είναι τέλος ρατσιστικοί νόμοι, σαν τον περσινό του Λοβέρδου, που κάνουν σαφές στους μετανάστες -αλλά και στους ντόπιους πλέον- πως αν δεν πληρώσουν δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από το δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτά και άλλα πολλά παραλείπονται, ξεχνιούνται κι έτσι μακριά από τα σύνορα, στα κέντρα των μητροπόλεων δημιουργείται το πρόβλημα. Ένα πρόβλημα δίχως σάρκα και οστά, φύλα και ηλικίες. Ένα πρόβλημα μακρινών εθνικοτήτων, σκούρων χρωμάτων, ψυχρών αριθμών που πλεονάζουν και «τεκμηριωμένων» στατιστικών που χτυπάνε καμπανάκια κινδύνου. Ένα πρόβλημα που αναζητά πιεστικά «άμεσες λύσεις.

Και η λύση του
Μιλώντας για λύσεις πρέπει να ξεκινήσουμε από την εξής παραδοχή: το γεγονός ότι δεν ήταν λίγα εκείνα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που εύκολα υιοθέτησαν την ορολογία «στρατόπεδα συγκέντωσης» λέει ήδη από μόνο του πολλά. Ο τρόπος που οι ιδεολογικοί μηχανισμοί χειρίζονται τη γλώσσα δεν είναι ουδέτερος. Αντίθετα αποκαλύπτει το πως αντιλαμβάνονται τόσο το παρόν όσο και το μέλλον. Η γλώσσα της κυριαρχίας είναι μέσο και την ίδια στιγμή όπλο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές πλευρές του. Μ’ αυτή την έννοια αυτή η επιλογή δε σημαίνει μόνο πως τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης», αποκομμένα απ’ το ιστορικό τους παρελθόν, μοιάζουν πλέον εντελώς απενοχοποιημένα. Σημαίνει επιπλέον πως μοιάζουν σαν τα μόνα ικανά να αναπαραστήσουν τις «ρεαλιστικές και αναγκαίες λύσεις». Κατά μία έννοια αποτελούν το όριο, την ελάχιστη βάση αντιμετώπισης του «προβλήματος». Από εκεί και πέρα διάφορες «πιο προωθημένες» -προς το παρόν- λύσεις μπορούν να πέσουν στο τραπέζι. Τα ασπόνδυλα ας πούμε, υπερθεματίζοντας μπορούν να μιλάνε για πλήρη ναρκοθέτηση όλων των συνοριακών περιοχών. Λες και είναι λίγοι αυτοί που ακόμη και σήμερα διαμελίζονται στα ναρκοπέδια του Έβρου. Από την άλλη, πάλαι ποτέ σοσιαλιστές σαν τον δημοσιογράφο Γιομπαζολιά προτείνουν την «αριστερή ρεαλιστική λύση» δημιουργίας στρατοπέδων στα ξερονήσια: στη Μακρόνησο, στη Γυάρο σε κάθε καταραμένο τόπο που εξήντα χρόνια πριν εξοντώνονταν οι κομμουνιστές και οι «εχθροί του έθνους». Κι είναι βέβαιο πως πλησιάζοντας προς τις εκλογές πολλά τέτοια θα ακουστούν ακόμη.
Αυτά συμβαίνουν, αυτά βρίσκονται σε εξέλιξη με ή χωρίς εκλογές. Γι’ αυτό το ζητούμενο δεν είναι προβλέψεις και προγνωστικά για το αν και πόσα στρατόπεδα τελικά θα κατασκευαστούν. Το ζητούμενο είναι πως μπάτσοι κι αφεντικά, φασίστες και μαφιόζοι δε διστάζουν πλέον να λένε αυτά που σκέφτονται με το όνομά τους. Κάποιες φορές τα κάνουν κιόλας πράξη. Κι οι δικές μας πράξεις, οι δικές μας λύσεις απουσιάζουν. Μέχρι να εφευρεθούν.

antifalive

Είχαμε υποσχεθεί στο προηγούμενο τεύχος πως θα γράψουμε περισσότερα για το live ενάντια στο στρατό στην Καλών Τεχνών στις 3 του Μάρτη. Έτσι, παρότι έχει περάσει ενάμιση μήνας, θα πούμε δυο κουβέντες προσπαθώντας να είμαστε όσο το δυνατόν πιο συγκρατημένοι. Δεν είναι σχήμα λόγου. Όσοι και όσες, περισσότερο ή λιγότερο βοήθησαν να στηθεί αυτή η ιστορία έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι. Οι μπάντες, οι σύντροφοι που βρισκόντουσαν στους πάγκους με τα έντυπα, ο κόσμος που ήρθε, μέχρι κι εκείνοι κι εκείνες που την έβγαλαν για κάνα οχτάωρο στην Πειραιώς για περιφρούρηση, όλοι μα όλοι έμειναν ικανοποιημένοι.
Θα σταθούμε σε δυο τρία ζητήματα που μας φαίνονται τα πιο ενδιαφέροντα. Το πρώτο είναι οι μπάντες. Οι Kill the Cat, οι Indico, o Παράξενος και ο Ήρωας με τον Κίμωνα, δεν ήταν απλά οι μπάντες. ΄Ηταν -και είναι- σύντροφοι και συντρόφισσες που κοπιασαν γι’ αυτό το live. Που συζητήσαμε γι’ αυτό μαζί τους ένα μήνα πριν γίνει, που το οργανώσαμε μαζί, που ήταν στην Καλών Τεχνών από το πρωί που στηνόταν η ιστορία μέχρι τα ξημερώματα που μαζεύαμε, ήταν ζωντανό κομμάτι της συναυλίας από κάθε άποψη. Το επισημαίνουμε, όχι μόνο γιατί τους αξίζει, αλλά γιατί για κάποιους εξακολουθεί να επικρατεί η άποψη πως οι μπάντες αποτελούν απλά το καλλιτεχνικό μέρος του κάθε πολιτικού event, και πέρα από αυτό τίποτα. Λάθος. Οι συζητήσεις και η αφισοκόλληση, το στήσιμο και τα κουβαλήματα, δεν είναι καλλιτεχνικές δραστηριότητες, είναι πολιτικές δουλειές, «κόκκινα μεροκάματα». Κι όσοι τα κάνουν, σαν τέτοιοι/ες πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Ένα άλλο είναι πως αυτή η συναυλία πραγ-ματοποιήθηκε κάτω από κάπως ειδικές συνθήκες. Παρότι είναι αυτονόητο πως κάθε antifa δράση πρέπει να είναι περιφρουρημένη, η συγκεκριμένη είχε και κάτι επιπλέον να λάβει υπόψη της: το γεγονός πως μία βδομάδα πριν, δυο τρία ασπόνδυλα από την Καλλιθέα είχαν καταλήξει στο νοσοκομείο, όχι κατά τύχη. Μοιραία υπήρχε ο προβληματισμός για το αν και πως θα θελήσουν να απαντήσουν οι φασίστες. Και πάρθηκαν τα κατάλληλα μέτρα. Στεκόμαστε σ’ αυτό γιατί γνωρίζουμε πως η όποια ετοιμότητα υπήρχε για αυτό το ενδεχόμενο, ξένισε κάποιους συντρόφους. Όμως αυτή η επιλογή ήταν μονόδρομος. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο τι συμβαίνει μέσα στην Καλών Τεχνών αλλά ακόμη περισσότερο τι συμβαίνει στο δημόσιο χώρο. Είτε πρόκειται για το σταθμό της Καλλιθέας είτε για οποιαδήποτε άλλη περιοχή.
Ένα τελευταίο ζήτημα είναι πως -ευτυχώς- αυτό το κλίμα δεν επηρέασε σε τίποτα τη συναυλία. Όσοι και όσες την παρακολούθησαν μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Τόσο στο «ξύλινο» που γινόταν το live, όσο και στους περιβάλλοντες χώρους, υπήρχε «κίνηση». Συναντήσαμε συντρόφους που είχαμε καιρό να δούμε, γνωρίσαμε καινούριους από κάθε γειτονιά της Αθήνας και του Πειραιά, ανταλλάξαμε γνώμες και απόψεις, μοιραστήκαμε εμπειρίες και διαπιστώσαμε από κοινού πόσο μας λείπουν τέτοιες ιστορίες, πόσο τις έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό και -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το antifa live- αποφασίσαμε να το ξαναδοκιμάσουμε. Όχι σαν μία ή δύο συναυλίες το χρόνο αλλά σα μια ζωντανή διαδικασία που θα εμφανίζεται σε κάθε γειτονιά που υπάρχει αγωνία και διάθεση, κέφι και μεράκι, σύντροφοι και συντρόφισσες διατεθειμένοι να μην αφήσουν ούτε τετραγωνικό εκατοστό στα ασπόνδυλα και στους κρατικούς και παρακρατικούς φίλους τους. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο κέρδος, για όλους μας, από αυτό το live. Άφησε παρακαταθήκες, άνοιξε προοπτικές και -ρισκάρουμε να πούμε πως- έβαλε τα θεμέλια για τα επόμενα antifa live, για τις επόμενες antifa γιορτές.

Kατάσταση εξαίρεσης: τρομοκρατία

Είναι εξαιρετική κοινοτοπία να πει κανείς πως η τρομοκρατία (εντός κι εκτός εισαγωγικών) έχει υπάρξει η ατμομηχανή του συμπλέγματος της ασφάλειας εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμα και πριν την 11/9/01 οι αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας την είχαν αναγάγει σε νούμερο ένα κίνδυνο για τα δυτικά κράτη. Όπως είναι γνωστό όμως, όταν οι ειδικοί των αφεντικών λένε «νούμερο ένα κίνδυνος»,
βασικά εννοούν «νούμερο ένα ευκαιρία». Και πράγματι, μετά τον Σεπτέμβριο του 2001 το κυνήγι της τρομοκρατίας έχει γίνει το απαραίτητο προκάλυμμα τόσο για τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες των αγγλοσαξόνων και των συμμάχων τους σε μια μεγάλη ζώνη του πλανήτη, όσο και για τις έκτακτες, στρατιωτικοποιημένες επιχειρήσεις δημόσιας τάξης στις μητροπόλεις.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι η απειλή της τρομοκρατίας και άρα η αντιμετώπισή της, ξεκίνησε από πολύ διαφορετικές αφετηρίες. Η ιδέα αυτή κατάγεται από τη δεκαετία του ‘70 και την ωμή καταστολή του προλεταριακού κινδύνου. Τα βασικά ιδεολογικά κλισέ της τρομοκρατίας τότε δουλεύτηκαν για να φτάσουν στη θεαματική απογείωσή τους στις αρχές του 21ου αιώνα. Από τότε κατάγεται επίσης και η σκλήρυνση του σχτικού νομικού οπλοστασίου και η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των απανταχού υπηρεσιών ασφαλείας. Ήδη από εκείνη την εποχή είχαν το ελεύθερο «να ενεργούν όπως νομίζουν» για ν’ αντιμετωπίσουν το φαινόμενο.
Συνεπώς το να κάνουμε σ’ αυτή τη μικρή σειρά κειμένων μια ειδική αναφορά στην τρομοκρατία δεν έχει το στόχο να θυμίσει πράγματα από το μακρινό παρελθόν, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, αλλά να εκθέσουμε μια μικρή αλληλουχία σκέψεων σχετικά με τα «γιατί» και «πως» η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας σήμερα, αυτονόητα σχεδόν, θεωρείται η εκτέλεση του «υπόπτου», ή η απαγωγή, ο εγκλεισμός και ο βασανισμός του σε κάποια μυστική τοποθεσία. Να δούμε δηλαδή κάποιες απ’ τις αιτίες που η αντιτρομοκρατία έχει γίνει το κατεξοχήν πεδίο διεύρυνσης των εξουσιών του εκτελεστικού βραχίονα των κρατών, που είναι κι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κατάστασης εξαίρεσης, όπως έχουμε πει σε παλιότερες αναφορές.

Πρώτα κρεμάς και μετά ρωτάς
Θα πιάσουμε το νήμα από το τέλος: Η πρόσφατη δολοφονία του Μερά μέσα στο σπίτι του από τα γαλλικά αντιτρομοκρατικά κομάντα, είναι ένα γεγονός που σχεδόν έχει ξεχαστεί μέσα στον καθεστωτικό ορυμαγδό. Η θεαματική επικαιρότητα έχει καταγράψει αμετάκλητα τον Μερά σαν έναν «πολύ επικίνδυνο ισλαμιστή τρομοκράτη», παρακάμπτοντας επιμελώς μια σειρά ερωτήματα. Δεν θα μας απασχολήσουν όμως αυτά. Το ζήτημα είναι ότι και σ’ αυτή τη περίπτωση αποδείχτηκε έμπρακτα, πως αρκεί το σύμπλεγμα της ασφάλειας να βάλει απλώς κάποιον στο στόχαστρο, για να πατήσει αμέσως μετά τη σκανδάλη. Η δολοφονία του νεαρού αλγερινής καταγωγής είχε ένταση, πολιορκία, ζωντανές συνδέσεις από τον τόπο του εγκλήματος, δηλαδή όλα εκείνα τα απαραίτητα θεαματικά στοιχεία για την εμπέδωση της «επικινδυνότητας του ισλαμιστή τρομοκράτη», όχι μόνο κάπου μακριά στο Αφγανιστάν ή όπου αλλού, αλλά και μέσα στο μητροπολιτικό έδαφος.
Μ’ αυτήν την έννοια η περίπτωση του Μερά ήταν μια εξαίρεση στις εκατοντάδες ή και χιλιάδες εκτελέσεις «επικίνδυνων ισλαμιστών τρομοκρατών» από αμερικάνικα μη επανδρωμένα αεροπλάνα, όπου απλά ανακοινώνεται ρουτινιάρικα ο θάνατος των υπόπτων. Αυτός ο υπερτεχνολογικός «θάνατος από ψηλά» είναι η πεμπτουσία της πολεμικής αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Η λέξη κλειδί εδώ είναι ο «πόλεμος»: μέσω της επίκλησης του, κάθε ενέργεια των υπηρεσιών είναι δικαιολογημένη, αφού από το 2001 και μετά οι αμερικάνικες υπηρεσίες έχουν εξουσιοδοτηθεί να συλλαμβάνουν νεκρούς ή ζωντανούς τους υπόπτους. Η πλέον πρόσφατη εξέλιξη είναι η διεύρυνση αυτής της πολεμικής διαχείρισης και σε αμερικανούς υπηκόους: η εκτέλεση του «σούπερ επικίνδυνου» και αμερικανικής καταγωγής Αλ Αουλάκι στην Υεμένη, έδειξε πως άπαξ και έχουν πάρει μπροστά οι μηχανές του θανάτου, δεν θα σταματήσουν σε τυχόν προσκόμματα της αστικής δικαιοσύνης. Γιατί εκείνο που δεν αναφέρεται ποτέ, είναι πως αυτές οι εκτελέσεις είναι «εξωδικαστικές». Κανείς δεν δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο με βάση κάποιου είδους αποδείξεις. Εκτελείται απλώς και μόνο λόγω των, οπωσδήποτε έγκυρων, πληροφοριών ή ενδείξεων των υπηρεσιών ασφαλείας. Με το να διευρύνονται αυτές οι εκτελεστικές αρμοδιότητες και σε αμερικάνους πολίτες, σημαίνει πως δε θ’ αργήσει η στιγμή που θα μεταφερθούν και στο μητροπολιτικό έδαφος των Η.Π.Α. Εννοείται βέβαια πως αυτό θα συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για να μην εξάπτονται και τα πνεύματα των υπερασπιστών των «δικαιωμάτων».
Εδώ βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα: να θεωρείται περίπου αυτονόητο πως οι «ύποπτοι τρομοκράτες» θα εκτελούνται στη βάση ακόμα και απλών ενδείξεων των αρμόδιων υπηρεσιών. Η mainstream καθεστωτική κριτική, αδύναμη και δειλή, βλέπει σ’ αυτή την εδραιωμένη κατάσταση την υποχώρηση του κράτους δικαίου. Είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό: οι επικηρύξεις κεφαλών και οι εκτελέσεις προϋποθέτουν μια εννόηση της τρομοκρατίας και των υποκειμένων της, έξω και πέρα από την επικράτεια των νόμων που ισχύουν για όλους τους υπόλοιπους. Προϋποθέτουν ανθρώπινες οντότητες απομονωμένες από οποιαδήποτε προστασία, νομική ή άλλη. «Γυμνές» από τέτοιου είδους περιτυλίγματα. Πότε και πως επιτεύχθηκε αυτή η μεταβολή; Καιρός να δούμε σε πολύ αδρές γραμμές την εξέλιξη των ιδεών και των ορισμών περί της τρομοκρατίας, κάνοντας τους απόλυτα απαραίτητους σταθμούς.

Διυλίζοντας κουνούπια; Καθόλου!
Το φαινόμενο της τρομοκρατίας έχει απασχολήσει διεθνείς οργανισμούς και κράτη, ειδικούς επιστήμονες και αναλυτές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, την εποχή δηλαδή που εμφανίστηκε σαν τμήμα του τότε ανταγωνισμού. Επιτροπές Ad Hoc έχουν συγκροτηθεί για να το εξετάσουν και να το ορίσουν μ’ έναν συνεκτικό νομικά τρόπο. Το αποτέλεσμα; Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει ένας διεθνώς αποδεκτός ορισμός της τρομοκρατίας. Το γιατί συμβαίνει έτσι, είναι εύκολα κατανοητό: πρέπει να οριστεί νομικά ένα πολιτικό φαινόμενο, με τέτοιο τρόπο ώστε η ποινική του αντιμετώπιση να παρακάμπτει τις αιτίες του. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, ακόμα και για τους πιο διαπρεπείς από τους ειδικούς των αφεντικών. Οπότε στην πράξη κάθε ορισμός είναι διαφορετικός πρώτον, αναλόγως με το πόσο αναγνωρίζει (ή όχι) σε κάποιο βαθμό τον πολιτικό χαρακτήρα του φαινομένου και δεύτερον, αναλόγως με την διαφοροποίηση των πράξεων που θεωρούνται τρομοκρατικές.
Κι εδώ προκύπτει κατευθείαν ένα πολιτικό ζήτημα: τ’ αφεντικά κάποιους λόγους είχαν για να μελετάνε την τρομοκρατία, δεν τους έπιασε καμιά φιλολογική μανία. Όπως και σε άλλα πεδία, ήθελαν να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους από το επίπεδο των νοημάτων και των λέξεων: τρομοκρατία είναι αυτό που λένε οι ειδικοί τους ότι είναι. Ονοματίζουν το φαινόμενο, του δίνουν τα περιεχόμενα που θέλουν και κατόπιν το αντιμετωπίζουν όπως νομίζουν. Η «ληξιαρχική» πράξη της αντιτρομοκρατίας λοιπόν δεν είναι οι φυλακές, αλλά ο ορισμός του «κατάλληλου» νοήματος. Κι αυτό είναι μια πράξη επιβολής, άσχετα αν κατ’ αρχήν δεν φαίνονται κάγκελα και περίστροφα.
Να για παράδειγμα ένας τέτοιος ορισμός του 1985 από το γερμανικό υπουργείο εσωτερικών, που κάνει αναφορά και στο διαβόητο άρθρο 129α, ένα από τα βασικά μέτωπα του γερμανικού κινήματος κάποτε:
«Τρομοκρατία είναι η συνεχής συγκροτημένη μάχη με πολιτικούς σκοπούς, συνοδευόμενη από επιθέσεις κατά της ζωής και της περιουσίας ατόμων και ειδικότερα από σοβαρά εγκλήματα, όπως αυτά τα οποία παρατίθενται στο άρθρο 129α, παρ.1 του ποινικού κώδικα (δολοφονία, ανθρωποκτονία, απαγωγή, εμπρησμός, χρήση εκρηκτικών) ή και από άλλες πράξεις βίας που χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία εγκληματικών πράξεων.»
Αυτός ο ορισμός δείχνει κατ’ αρχήν ν’ αναγνωρίζει πολιτικά κίνητρα στους «τρομοκράτες», άσχετα αν το γερμανικό κράτος αντιμετώπισε αυτή την κατηγορία κρατουμένων με την πρωτόγνωρη «λευκή» βαρβαρότητα. Όπως είπαμε όμως, αυτός ο ορισμός δεν είναι καθολικά αποδεκτός. Κάθε κράτος ανάλογα με τα συμφέροντά του και κάθε διεθνής οργανισμός ανάλογα με τους συσχετισμούς στο εσωτερικό του, έχει έναν, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετικό ορισμό για την τρομοκρατία. Να για παράδειγμα ένας άλλος πιο σύγχρονος ορισμός, του ΝΑΤΟ αυτή τη φορά:
«Τρομοκρατία είναι η χρήση βίας ως αποτέλεσμα υπολογισμού, συνήθως κρίνεται ως έγκλημα σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών και απευθύνεται κατά ατόμων ή περιουσίας, αποτελεί δε απειλή των συμβόλων μιας κοινωνίας με σκοπό πολιτικά και ιδεολογικά οφέλη που ορίζονται με υποκειμενικά κριτήρια. Τρομοκρατία είναι η παράνομη χρήση ή η απειλή χρήσης ή η χρήση βίας κατά ατόμων ή περιουσίας, με σκοπό τη διάβρωση της κοινωνίας ή τον κλονισμό μιας κυβέρνησης για την αποκόμιση πολιτικού, θρησκευτικού ή ιδεολογικού οφέλους… Οι πράξεις που θεωρούνται τρομοκρατία μπορεί να είναι: εκφοβισμός, διάβρωση, ανατροπή, προπαγάνδα, κλοπή και παράνομη διακίνηση χρήματος, εγγράφων, όπλων, και υλικών, ένοπλες επιθέσεις, βομβιστικές ενέργειες, τραυματισμοί, δολοφονίες και απαγωγές.»
Σ’ αυτόν τον ορισμό τα κίνητρα είναι σαφώς υποβαθμισμένα, ενώ αντίθετα οι πράξεις περιλαμβάνουν κοντά το ένα τρίτο του ποινικού κώδικα! Δεν σκοπεύουμε βέβαια να σας ταλαιπωρήσουμε με τις λεπτές (ή όχι και τόσο) διαφορές στις διατυπώσεις. Εκείνο που θέλουμε να δείξουμε είναι πως τα κράτη και οι ειδικοί τους, έχοντας κατοχυρώσει τα πολιτικά κέρδη του ορισμού του φαινομένου, προοδευτικά διευρύνουν και το εύρος των πράξεων του τί είναι τρομοκρατία. Ουσιαστικά φαίνεται να προσδιορίζουν εκ νέου το φαινόμενο της τρομοκρατίας σαν προέκταση του οργανωμένου εγκλήματος και το ανάποδο. Μ’ αυτό το τρόπο ποινικοποιούν περαιτέρω ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί τρομοκρατία, απορρίπτοντας σχεδόν συνολικά τα (πολιτικά) κίνητρά της. Με λίγα λόγια διευρύνουν τις εξουσίες τους, τα μέσα τους και συνολικά το πεδίο που έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν «εξαιρετικά».
Άλλωστε ήταν τα πρώτα χρόνια της δεκετίας του ‘90, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, που τα δυτικά κράτη είχαν ξεμείνει από «κινδύνους» που ν’ αξίζουν τ’ όνομά τους. Ήταν τότε, μετά την απώλεια του αντίπαλου δέους της εσσδ, που άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες αναλύσεις των ειδικών τους για τα νέα πεδία «απειλών» που αντιμετώπιζαν τα δυτικά κράτη. Ποιες ήταν αυτές; Τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, μετανάστευση. Να λοιπόν που ήρθαν ν’ απαντήσουν οι διευρυμένοι ορισμοί της τρομοκρατίας σαν τον παραπάνω: έδωσαν σάρκα και οστά σ’ ένα πεδίο απειλών εν μέρει παλιό κι εν μέρει καινούργιο, αξιοποιώντας την εμπειρία που προερχόταν από το, ήδη χωνεμένο, παρελθόν των κρατικών πολιτικών κατευθύνσεων. Κι ήταν «πλούσιο» αυτό το παρελθόν: είχε και πολλή ιδεολογία, μέχρι το σημείο της ψύχωσης, είχε και «εξαιρετική» εμπλοκή των υπηρεσιών ασφαλείας. Με άλλα λόγια λοιπόν τα δυτικά κράτη γιγάντωναν το σύμπλεγμα της ασφάλειάς (τους), προβάλλοντας το κυριαρχικό παρελθόν τους, στο μέλλον. Όπως ξέρουμε δεν συνάντησε ιδιαίτερες αντιστάσεις αυτό το έργο, στα χρόνια που πέρασαν.
Αυτός ο χειρισμός είχε δύο μεγάλα πλεονεκτήματα, όπως αποδείχτηκε. Πρώτον, αναβάθμιζε «απειλές» που μέχρι τότε δεν είχαν χαρακτηριστεί ως τόσο κεντρικές στην ιεραρχία ασφάλειας των δυτικών κρατών. Και δεύτερον, αυτές οι «απειλές» μπορούσαν να προσωποποιηθούν, δεν ήταν μ’ έναν τρόπο απρόσωπο ο πάλαι ποτέ κόκκινος στρατός. Τί σήμαινε αυτός ο διπλός χειρισμός; Πως από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά τα δυτικά κράτη είχαν την κτηνώδη πρόθεση ν’ αντιμετωπίζουν σαν τους «απόλυτους εχθρούς» όποιους (κι ήταν πολλοί αυτοί) συνέβαινε να εμπίπτουν σίγουρα στις κατηγορίες «τρομοκρατία», αλλά και «μετανάστευση». Συνέβη μάλιστα να υπάρξουν και «συνθέσεις» μεταξύ αυτών των κατηγοριών, μιας και οι «ισλαμιστές τρομοκράτες», είτε έρχονται απ’ έξω, είτε «δεν έχουν αφομοιωθεί επαρκώς στον πολιτισμό μας».

H τελική κατασκευή της εξαίρεσης
Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν ακριβώς να επιδειχθεί στην πράξη το πόσο τεράστια απειλή είναι η τρομοκρατία και τα υποκείμενά της. Το μεγα-γεγονός της 11/9 και οι βόμβες στα μετρό της Μαδρίτης και του Λονδίνου αποδείχθηκαν απόλυτα πειστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Ακόμα κι αν υπήρχαν σοβαρά ερωτήματα για τους δράστες και τα κίνητρά τους, ή χτυπητές αντιφάσεις στις αφηγήσεις των γεγονότων, όπως την ξεδίπλωναν οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί. Ακόμα κι έτσι πέτυχαν αυτά που ήθελαν, φτιάχνοντας στερεότυπα και τεστάροντάς τα κοινωνικά: ένα κοράνι που βρισκόταν παραδίπλα στη βόμβα που δεν έσκασε, ήταν σαφής απόδειξη της εμπλοκής ισλαμιστών τρομοκρατών.
Άλλωστε η μεριά του συμπλέγματος της ασφάλειας είχε ήδη κατοχυρώσει ένα μεγάλο κέρδος: αφαιρώντας από την όποια τρομοκρατία τα πολιτικά της κίνητρα, ήταν εύκολο να γίνουν αποδεκτές μέχρι και οι πιο μεγάλες διαστροφές της πραγματικότητας. Έτσι για παράδειγμα ελάχιστοι αναρωτήθηκαν για το πολιτικό «κέρδος» μιας αντίληψης που προστάζει το «σκοτώνουμε στο σωρό», βάζοντας βόμβες σε δημόσιους χώρους και μέσα μεταφοράς. Ελάχιστοι θυμήθηκαν και αξιολόγησαν πως μόνο οι μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με τους φασίστες τη δεκαετία του ‘70, έκαναν τέτοια πράγματα. Ελάχιστοι αμφέβαλλαν έστω και λίγο μπροστά στην κυρίαρχη αφήγηση. Το αποτέλεσμα; Έγινε ευμενώς δεκτό πως οι ισλαμιστές τρομοκράτες δεν έχουν πολιτικά κίνητρα, εκτός αν θεωρηθεί τέτοιο το «μίσος για τον πολιτισμό μας». Είναι φανατικοί, είναι «τρελοί». Αυτό που θέλουν τελικά είναι να σκοτώσουν κάθε δυτικό, είτε αυτός είναι ο πρωθυπουργός μιας χώρας, είτε ο τελευταίος της πολίτης. Άρα λοιπόν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν μεγα-κίνδυνο που μας αφορά όλους εξίσου. Έναν κίνδυνο που πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί και προληπτικά, πριν εκδηλωθεί ανοιχτά μια τρομοκρατική ενέργεια. Άλλωστε πόσες και πόσες τέτοιες ενέργειες έχουν προλάβει τα τελευταία χρόνια οι μυστικές υπηρεσίες των δυτικών κρατών, ε; Τελικά έχουμε να κάνουμε μ’ έναν κίνδυνο που πρέπει να «εξουδετερωθεί», μια κομψή διατύπωση που σημαίνει την εξόντωση του «υπόπτου».
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Εκκινώντας από διαφορετικές διαδρομές, οι κυρίαρχες ιδεολογίες, οι υπηρεσίες ασφαλείας και το νομικό οπλοστάσιο των δυτικών κρατών, συνέκλιναν στην κατασκευή μιας φιγούρας όχι μόνο «εκτός νόμου», αλλά κυρίως εκτός πολιτικής τάξης. Σωστότερα: εκτός οποιασδήποτε ταξινόμησης της πολιτικής τάξης, έτσι όπως την ορίζουν τα δυτικά κράτη. Ουσιαστικά δηλαδή τα δυτικά κράτη κατασκεύασαν μια φιγούρα «εξαιρετική», δηλαδή ένα κατάλληλο είδωλο για τις ανάγκες της «εξαιρετικής» μεταχείρισης που τους επιφύλαξε το σύμπλεγμα της ασφάλειας.
Και να λοιπόν ένας τρόπος αναγνώρισης της επιτάχυνσης και της εμβάθυνσης του νέου ολοκληρωτισμού: είναι η εποχή που αυτές ακριβώς οι «φιγούρες της εξαίρεσης» πολλαπλασιάζονται…

Και στην Πάτρα είναι ωραία!!!

Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, και το θερμόμετρο της αντιμεταναστευτικής πολιτικής έχει χτυπήσει κόκκινο, οι πατενταρισμένοι φασίστες της χ.α. συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους. Εμφανίσεις σε διάφορα trash κανάλια, παρεμβάσεις σε δημόσιους χώρους -πάντα με τη συνοδεία των μπάτσων-
και γραφεία, πολλά γραφεία. Λούτσα, Ασπρόπυργος, Νεμέα, Πάτρα είναι τα πρόσφατα υποκαταστήματα που έρχονται να προστεθούν στη αλυσίδα των παρακρατικών. Είναι πράγματι ν’ αναρωτιέται κανείς που στο διάολο βρίσκουν τα φράγκα να συντηρούν τόσους χώρους. Γιατί αυτό είναι το περίεργο. Κατά τ’ άλλα τα περισσότερα από τα χοιροστάσια τους, είτε υπολειτουργούν, είτε δεν ανοίγουν καθόλου. Αυτό είναι ένα -εξαιρετικά- αδύνατο σημείο τους. Και αφήνει χώρο για πολλή σκέψη, κι ακόμη περισσότερη δράση, σε ό,τι αφορά την
κατά τόπους αντιμετώπισή τους.
Οι σύντροφοι από την Πάτρα -για μια ακόμη φορά- έδειξαν το δρόμο επ’ αυτού. Ήδη, εδώ και αρκετό καιρό σερνόταν η φήμη πως στην Πάτρα πρόκειται ν’ ανοίξουν γραφεία τα ασπόνδυλα. Γνωρίζουμε και γνωρίζετε τι σημαίνει αυτό. Κάθε μέρα που περνάει μια νέα πληροφορία, μια καινούρια φήμη έρχεται να ταϊσει την προηγούμενη. Μέχρι ο καταιγισμός πληροφοριών να καταλήξει στην παράνοια. Όπου είτε κυνηγάς φαντάσματα, ανακαλύπτοντας παντού φασίστες, είτε περνάνε κάτω από τη μύτη σου και ούτε που τους παίρνεις χαμπάρι. Ευτυχώς όμως οι σύντροφοι δεν έκαναν αυτό. Αντίθετα, ακολούθησαν έναν δρόμο γνώριμο και σαφώς πιο παραγωγικό: δράση και κατοχύρωση του δημόσιου χώρου. Γιατί είναι η κίνηση στο δημόσιο χώρο που στέκεται ανάχωμα στα παρακρατικά ασπόνδυλα, είναι αυτή μέσα από την οποία τελικά αποκτάς εικόνα για το τι πραγματικά συμβαίνει εκεί που ζεις κι αναπνέεις. Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο που παρότι τα ασπόνδυλα άνοιξαν τα γραφεία στην Πάτρα στο «βουβό» στις 12 του Μάρτη, αυτό πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό και μόνο από την παρουσία των μπάτσων στο συγκεκριμένο σημείο. Από εκεί και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Τρεις μέρες μετά, στις 15 του μήνα, 150 σύντροφοι και συντρόφισσες πήγαν μέχρι τα γραφεία, τα επισκέφθηκαν κι έκαναν αυτό που έπρεπε. Κοινώς δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο. Αυτή η ενέργεια από μόνη της έχει τη δική της αξία. Που αποκτά όμως μεγαλύτερες διαστάσεις αν δει κανείς τόσο τα χαρακτηριστικά της όσο και τι ακολούθησε μετά από αυτή.
Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά, τρία πράγματα πρέπει σίγουρα να κρατήσουμε. Το πρώτο είναι πως το πέσιμο στα γραφεία έγινε με όρους πέρα για πέρα κινηματικούς. Οι σύντροφοι εμφανίστηκαν στο δρόμο σαν διαδήλωση, έφτασαν, ενήργησαν και αποχώρησαν με αυτά τα χαρακτηριθστικά. Κι αυτή η επιλογή είναι πολύ σημαντική. Όχι μόνο επειδή η διαδήλωση είναι μια πρακτική κοινωνικά νομιμοποιημένη. Αλλά επειδή επιπλέον αυτή έγινε μέρα μεσημέρι. Και δείχνει τόσο την «άνεση» με την οποία κινούνται οι σύντροφοι στο δημόσιο χώρο όσο και το ποιος είναι ο βαθμός ανοχής απέναντι στους φασίστες. Το μήνυμα είναι σαφές: όταν πρόκειται για τα ασπόνδυλα είμαστε πέρα για πέρα δικαιωμένοι να τους επιτιθόμαστε. Δημόσια και με το φως της μέρας. Το δεύτερο είναι η μαζικότητα αυτής της ενέργειας. Το ότι στα γραφεία δεν πήγαν τα «κομάντο» του αντιφασισμού αλλά μια διαδήλωση 150 ατόμων είναι επίσης ένα πολιτικό μήνυμα. Μακριά από λογικές «ειδικών της βίας», πέρα από macho λογικές και διαχωρισμούς νταβραντισμένων αρσενικών και αδύναμων θηλυκών, αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά στην πράξη πως η αντιμετώπιση των φασιστών μπορεί και πρέπει να είναι υπόθεση όλων. Αυτό έχει δείξει η ιστορία, αυτό είναι και ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματά μας απέναντί τους. Η δική μας δύναμη βρίσκεται στη σύνθεση των χαρακτηριστικών, του πλούτου του καθενός και της καθεμιάς που συμμετέχει στο κίνημα. Ενώ η δική τους απλά στο μιλιταρισμό. Κι αυτό λέει πολλά. Το τρίτο είναι πως το επίπεδο της βίας που ασκήθηκε, αντιστοιχούσε πέρα για πέρα σε εκείνους και εκείνες που συμμετείχαν. Παρότι είναι σαφές πως οι σύντροφοι/ισες που την έπεσαν στα γραφεία, θα μπορούσαν όχι απλά να τα κατεδαφίσουν αλλά να τα πάρουν έως και μαζί τους, προκλήθηκαν οι αναγκαίες φθορές ώστε ο χώρος να παραμείνει για πολύ καιρό δυσλειτουργικός. Υπονοώντας την ίδια στιγμή δύο πράγματα: α) πως η βία που ασκείται είναι απλά ενδεικτική σε σχέση με αυτή που μπορεί να ασκηθεί στο μέλλον, β) πως μακριά από φετιχισμούς αυτό που ενδιαφέρει είναι το αποτέλεσμα και όχι το θεαματικό της υπόθεσης. Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά αρκούν από μόνα τους για να θεωρήσει κανείς αυτή την πολιτική ενέργεια υποδειγματική.
Υπάρχει όμως και συνέχεια. Γιατί οι σύντροφοι από την Πάτρα, αφού έσπασαν τα γρφεία των ασπόνδυλων δεν έκατσαν στα αυγά τους να δρέψουν τις δάφνες της νίκης τους. Τις επόμενες -όπως ήταν σωστό- ακολούθησαν πολλές δημόσιες παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της αδιαμεσολάβητης δημοσιοποίησης του γεγονότος. Χιλιάδες κείμενα μοιράστηκαν, εκατοντάδες αφίσες κολλήθηκαν προκειμένου να κάνουν σαφείς τους λόγους και τις αιτίες του πεσίματος. Μέχρι και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές αυτή είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται. Με άλλα λόγια ο αντιφασιστικός αγώνας δεν αρχίζει και τελειώνει με πεσίματα που τροφοδοτούν αφηγήσεις μιας ηρωικής, ένδοξης εποχής. Περιλαμβάνει και τέτοια, αλλά πλάι στην αντιηρωική δουλειά της προπαγάνδας και της καθημερινής δράσης. Έτσι κερδίζεται ο δημόσιος χώρος, έτσι κρατιούνται οι γειτονιές, έτσι οι φασίστες κλείνονται στις τρύπες τους.
Υπάρχουν διάφοροι αφελείς ή γενικώς παραμυθιασμένοι, που θεωρούν πως ο συσχετισμός που κάθε φορά έχουμε σε σχέση με τους φασίστες είναι θέμα παράδοσης. Πως υπάρχουν δηλαδή τα δικά μας και τα δικά τους «κάστρα». Αυτή είναι μια στατική προσέγγιση, ιδιαίτερα βολική για όσους δεν κουνάνε τον κώλο τους. Καθώς αφού είναι η παράδοση που καθορίζει, ό,τι και να κάνεις είναι έτσι ή αλλιώς λίγο. Η Πάτρα, και η πολυετής δράση των εκεί συντρόφων και συντροφισσών, αποδεικνύει πως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Γιατί είναι αυτά που κάνουμε 365 μέρες το χρόνο που δημιουργούν την κάθε παράδοση. Είναι η δράση μας που αφήνει τα ίχνη μας στο χρόνο και στο χώρο και κοινωνικοποιεί τις απόψεις μας και τις πρακτικές μας. Περί αυτού πρόκειται. Όλα τα υπόλοιπα είναι παρηγοριά στον άρρωστο και άλλοθι της απραξίας. Γι’ αυτό και βλέπουμε διάφορες κάποτε «κόκκινες γειτονιές» της Αθήνας να αλλάζουν μέσα σε λίγα χρόνια χρώμα, γι’ αυτό και η δράση των συντρόφων και συντροφισσών στην Πάτρα είναι παράδειγμα προς μίμηση.
Πάντα τέτοια σύντροφοι.

άντε γαμήσου ΑΠΟΕΛ

Η Ρεάλ Μαδρίτης δεν είναι και η πιο συμπαθητική ομάδα του κόσμου. Η ιστορία της έχει ταυτιστεί με την περίοδο του φασισμού και τον Φράνκο και το όνομά της συνώνυμο του καθεστώτος και της απόλυτης υποταγής σε αυτό. Υπάρχουν όμως στιγμές που ακόμη και ομάδες σαν τη Ρεάλ γίνονται συμπαθείς. Κι αυτό συμβαίνει όταν απέναντί της βρίσκονται ομάδες που είναι χειρότερες από αυτήν. Όχι τόσα μέσα στον αγωνιστικό χώρο αλλά κυρίως εκεί που πάντα κοιτάμε, στις εξέδρες. Όσοι έστω και περιστασιακά παρακολουθούν ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο πέρασαν μια χρονιά δύσκολη. Καθώς στα πλαίσια του Champions League ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν το αίσχος που ακούει στο όνομα ΑΠΟΕΛ. Εντός του αγωνιστικού χώρου ήταν μια ομάδα καρμπόν με τον καρκίνο του Ρεχάγκελ που το 2004 κέρδισε το EURO. Εκτός αγωνιστικού χώρου ήταν χειρότερη κι από τους διανοητικά καθυστερημένους έλληνες που πανυγήριζαν το 2004. Γιατί η εξέδρα του ΑΠΟΕΛ στελεχώνεται από φασίστες που δίνουν το παρόν σε κάθε εκδήλωση του ΕΛΑΜ. Που ανεμίζουν κέλτικους σταυρούς και ονειρεύονται την ένωση με τη μάμα ελλάδα. Τέτοια λογής σκουπίδια έχει η χωματερή του ΑΠΟΕλ, που όμως κατάφερε και έφτασε στα προημιτελικά του Champions League. Εκεί όμως, στις 21 του Μάρτη συνάντησε τη Ρεάλ Μαδρίτης. Για εβδομήντα τρία ολόκληρα λεπτά η κατάρα δεν έσπαγε. Ο ΑΠΟΕΛ κακοποιούσε το ποδόσφαιρο, και ην Ρεάλ έχανε τη μία ευκαιρία πίσω από την άλλη. Στο επόμενο όμως εικοσάλεπτο τα μάγια λύθηκαν. Ο ΑΠΟΕΛ πρόλαβε μέχρι τη λήξη του αγώνα να μαζέψει τρία μπαλάκια. Και άλλα πέντε στον επαναληπτικό αγώνα δύο εβδομάδες αργότερα. Κι έτσι τέλειωσε ο εφιάλτης. Θα αναρωτηθεί κανείς τι νόημα έχουν τέτοιες μικρές χαρές στη ζοφερή εποχή που ζούμε. Είναι γνωστή η απάντηση. Δόθηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο πριν από οκτώ χρόνια σε δύο συνέχειες: μία τον Ιούνη στην Πορτογαλία και στο κέντρο της Αθήνας και μία τον Σεπτέμβρη με το πογκρόμ σε όλη την Ελλάδα. Όσοι θυμούνται καταλαβαίνουν. Και μάλλον κατανοούν την όποια ανακούφιση όταν αποκλείντια ομάδες σαν τον ΑΠΟΕΛ. Γιατί αν συνέχιζε μπορεί να συζητάγαμε άλλα πράγματα. Λέμε τώρα…

Μουσουλμάνοι, γάλλοι, (αλλά και) ψηφοφόροι

Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία άνοιξε πάλι πανευρωπαϊκά το θέμα της ανόδου της ακροδεξιάς, λόγω του μεγάλου ποσοστού που πήρε το Εθνικό Μέτωπο. Η Μαρίν Λεπέν μπορεί να μην πέρασε στο δεύτερο γύρο, αλλά το 18% ξεπέρασε το μεγαλύτερο ποσσοτό του πατέρα της που είχε περάσει στο δεύτερο γύρο με αντίπαλο τον Σιράκ. Τότε οι αριστεροί και οι σοσιαλιστές είχαν «αναγκαστεί» να υποστηρίξουν τον Σιράκ για να μη γίνει πρόεδρος ο Ζαν Μαρί Λεπέν. Τώρα βέβαια τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά: Όποιος παρακολουθεί στοιχειωδώς την πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία, δεν «σοκαρίστηκε» από τα ποσοστά της Λεπέν αφού πέρα από όλα τα άλλα, η πολιτική του Σαρκοζί (αλλά και τα στελέχη που τον πλαισιώνουν), έχει κάνει δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο κόμμα του και την άκρα δεξιά. Ένα από τα βασικά ζητήματα στα οποία πλειοδοτούσαν Σαρκοζί και Λεπέν, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου είναι το Ισλάμ και οι μουσουλμάνοι. Και αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο μετά τα γεγονότα της Τουλούζης. Το ενδιαφέρον είναι ότι στη Γαλλία υπάρχουν πλέον εκατομμύρια μουσουλμάνοι ψηφοφόροι με αποτέλεσμα να επηρεάζουν και το εκλογικό αποτέλεσμα. Στην παρακάτω συνέντευξη ο Μωχάμεντ Χενίς, εκπρόσωπος της Ένωσης Μουσουλμανικών Συλλόγων του Seine-Saint-Denis (UAM 93) μιλάει για την προεκλογική στοχοποίηση των μουσουλμάνων και για τον τρόπο που θα ψήφιζαν στις εκλογές. Το γεγονός ότι ένας τόσο μετριοπαθής (αλλά και πιστός) μουσουλμάνος εκπρόσωπος καταλήγει να στηρίζει σχεδόν ανοιχτά τον ακροαριστερό υποψήφιο λέει κάτι για τις συμμαχίες που μπορούν να δημιουργηθούν εξαιτίας και της ρατσιστικής σύμπλευσης των κομμάτων εξουσίας…
Ερ. Γιατί πιστεύεις ότι δόθηκε τόση έμφαση στους μουσουλμάνους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ακόμα και πριν τους πυροβολισμούς στην Τουλούζη από τον Μοχάμεντ Μερά;
Απ. Το πρόβλημα είναι ότι για δύο περίπου χρόνια, εμείς οι Γάλλοι μουσουλμάνοι είμαστε στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης. Οι κεντρικοί τίτλοι των εφημερίδων τα τελευταία δύο χρόνια λένε «Μουσουλμάνοι, μουσουλμάνοι, μουσουλμάνοι». Είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί συμβαίνει αυτό στη Γαλλία τη στιγμή που δεν έχουν γίνει επιθέσεις, τη στιγμή που δεν έχει υπάρξει η γαλλική 11η Σεπτέμβρη. Οι συνεχείς συζητήσεις στην τηλεόραση για το πέπλο (την μπούρκα ή το τσαντόρ) κράτησαν ένα χρόνο. Μετά πέρασαν το νόμο και είπαμε «εντάξει, ακόμα κι αν δε συμφωνούμε, ας προχωρήσουμε». Μετά είπαν ότι δεν πρέπει να χτίζουμε τζαμιά με μιναρέδες και είπαμε «εντάξει, θα τα χτίζουμε χωρίς μιναρέδες». Μετά συνέχισαν, λέγοντας ότι οι μουσουλμάνοι προσεύχονται στους δρόμους, σαν να θέλαμε εμείς να προσευχόμαστε στο δρόμο. Αυτό δημιούργησε πολλά προβλήματα και πέρασαν ένα νόμο που απαγορεύει την προσευχή στο δρόμο. Η επόμενη συζήτηση ήταν για τις μητέρες που φορούν τη μαντίλα και θέλουν να συνοδεύουν τα παιδιά τους στις εξωσχολικές δραστηριότητες, κάτι που είχαν δικαίωμα να κάνουν σύμφωνα με το νόμο. Αποφάσισαν ότι αυτό δεν μπορεί να γίνεται και παρά τις διαμαρτυρίες πέρασαν το νόμο. Υπήρξε ακόμα και πολεμική για τις μαθήτριες που δε φοράνε μαντίλα, αλλά φοράνε πολύ μακριές φούστες και για το αν πρέπει να τους επιτρέπεται αυτό, μια πολύ περίεργη συζήτηση. Μετά προχώρησαν στο χαλάλ (φαγητό που ετοιμάζεται με τρόπο ταιριαστό στις ισλαμικές αξίες) και για το αν οι Γάλλοι τρώνε χαλάλ χωρίς να το συνειδητοποιούν. Αυτό πήρε μπάλα και το κοσέρ: οι Εβραίοι ήταν η παράπλευρη απώλεια της συζήτησης, λόγω του φαγητού τους. Δεν ζητήσαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν κοινωνικά προβλήματα στη Γαλλία αλλά επειδή δεν έχουν λυθεί, μας χρησιμοποιούν ως αποδιοπομπαίους τράγους. Αυτό μας έχει αναγκάσει να σκεφτόμαστε όλο και περισσότερο σαν μια ενοποιημένη ομάδα και σ’ αυτές τις εκλογές οι μουσουλμάνοι θα ψηφίσουν σαν μπλοκ για να δείξουν την αντίθεσή τους.
Ερ. Οι περισσότεροι Γάλλοι με τους οποίους μίλησα λένε ότι η οικονομία είναι μακράν η μεγαλύτερη ανησυχία τους και αυτό το δείχνουν και οι έρευνες γνώμης, ακόμα και μετά τα περιστατικά της Τουλούζης. Σε ποιο βαθμό πιστεύεις ότι η Ισλαμοφοβία προέρχεται από τους ίδιους τους πολιτικούς;
Απ. Είναι αλήθεια ότι όταν μιλάς με οποιονδήποτε Γάλλο, μουσουλμάνο ή μη, ο μεγαλύτερος φόβος είναι ότι η Γαλλία θα περάσει την κρίση, στο βαθμό που την περνάει η Ελλάδα. Οι άνθρωποι φοβούνται ότι δεν θα παίρνουν σύνταξη, ότι τα παιδιά τους δεν θα βρίσκουν δουλειά και ότι δεν θα μπορούν να πληρώσουν το νοίκι τους, αυτός είναι ο εφιάλτης τους. Όταν τους λες ότι οι μουσουλμάνοι τρώνε χαλάλ, δεν τους νοιάζει, αυτό που τους νοιάζει είναι αν θα έχουν αυτοί να φάνε. Η ισλαμοφοβία προέρχεται από μια μειοψηφία των πολιτικών και το πρόβλημα προέρχεται και από την αριστερά και από τη δεξιά. Αν δεις την Ισπανία, την Ιταλία ή την Ελλάδα υπήρξε βίαιη αντίδραση στο πολιτικό σύστημα, έγιναν βίαιες διαδηλώσεις. Στη Γαλλία δεν έχουμε ακόμα τέτοιες αντιδράσεις γιατί η προσοχή όλων έχει στραφεί στο Ισλάμ: στο φαγητό χαλάλ, στις προσευχές στο δρόμο, στους μιναρέδες. Αλλά αυτά δεν είναι τα πραγματικά προβλήματα. Αν η Γαλλία χάσει την αξιολόγηση ΑΑΑ δεν θα φταίνε οι μουσουλμάνοι. Δεν υπάρχουν μουσουλμάνοι στην κυβέρνηση, δεν έχουμε καμία ευθύνη για όσα έχουν γίνει. Οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τους μουσουλμάνους για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από τα πραγματικά προβλήματα.
Ερ. Τι πιστεύεις για τη θέση του Φρανσουά Ολάντ απέναντι στο Ισλάμ; Φαίνεται ότι αποφεύγει να σχολιάσει τη στοχοποίηση του Ισλάμ από τη δεξιά – πιστεύεις ότι αυτή η σιωπή του θα του στοιχίσει τις ψήφους των μουσουλμάνων;
Απ. Στον πρώτο γύρο, νομίζω ότι ένας μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων ψηφοφόρων θα ψηφίσει την άκρα αριστερά, ειδικά τον Ζαν Λυκ Μελανσόν. Σύμφωνα και με μία έρευνα στο site μας, οι μουσουλμάνοι προτιμούν τον Μελανσόν. Κάθε φορά που η άκρα δεξιά βάζει την ατζέντα, το UMP (το κόμμα του Σαρκοζί) παίρνει τις ιδέες και τις μετατρέπει σε νόμους ενώ οι σοσιαλιστές δε λένε τίποτα γι’ αυτό. Οι μόνοι που καταδικάζουν ξεκάθαρα αυτές τις ιδέες είναι ο Μελανσόν και το Κόμμα των Πρασίνων (της Εύα Ζολί). Οι μουσουλμάνοι δεν πιστεύουν στον Ολάντ, λένε ότι θέλει να κερδίσει χωρίς να δεσμευτεί. Για μας, ο Ολάντ θα συνεχίσει την ίδια πολιτική, ειδικά όσο υπάρχει οικονομική κρίση.
Ερ. Κατά την προεκλογική της καμπάνια, η Μαρίν Λεπέν χρησιμοποίησε τον όρο Ισλαμο-αριστερισμός. Πιστεύεις ότι η αίσθηση ότι πολλοί μουσουλμάνοι θα ψηφίσουν την αριστερά δικαιώνει κάπως αυτή τη γενίκευση;
Απ. Η αριστερά, ειδικά οι κομμουνιστές και οι πράσινοι, και σ’ ένα βαθμό οι σοσιαλιστές, έχουν καταλάβει ότι έχουν κάτι να κερδίσουν από τους μουσουλμάνους. Την εποχή του Ζακ Σιράκ, υπήρχε ένα αξιοσημείωτο ποσοστό μουσουλμάνων, κάπου 20%, που ψήφιζε τη δεξιά. Με το Σαρκοζί, ειδικά καθώς πήγαινε όλο και πιο δεξιά, πολλοί από αυτούς τους ψηφοφόρους εγκατέλειψαν το UMP. Η αριστερά κέρδισε την υποστήριξη των μουσουλμάνων χάρη στις θέσεις της για την Παλαιστίνη. Ο Μελανσόν και η Ζολί διεκδικούν αυτή την ψήφο και μπορούν να χαρακτηριστούν «ισλαμόφιλοι». Μ’ αυτή την έννοια, υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό που λέει η Μαρίν Λεπέν, ότι υπάρχει μια συμμαχία μεταξύ των μουσουλμάνων και της αριστεράς. Αλλά αυτό το δημιούργησε η δεξιά, εξωθώντας τους μουσουλμάνους στην άκρα αριστερά.
Ερ. Ο Μελανσόν προέρχεται από μια πολιτική παράδοση που, εκτός των άλλων, υποστηρίζει αυστηρά το κοσμικό κράτος. Δεν είναι αυτό αντιφατικό για τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους;
Απ. Ο Μελανσόν είναι ίσως και ο πιο «κοσμικός» υποψήφιος. Δεν περιμέναμε ότι θα καταλήξουμε να τον υποστηρίζουμε, ούτε κι αυτός ότι θα βασιστεί σε εμάς. Αλλά οι σοσιαλιστές περιμένουν ότι θα τους ψηφίσουμε χωρίς να κάνουνε τίποτα. Στην αρχή ο Μελανσόν δεν είχε σκοπό να κερδίσει την ψήφο μας, αλλά γρήγορα συνειδητοποιήσε ότι αποτελούμε ένα εκλογικό σώμα που μπορεί να το κερδίσει. Αφού η δεξιά έχει αγριέψει, ο Μελανσόν είναι ο μόνος που μπορεί να απαντήσει. Μετά την Τουλούζη και αφού η δεξιά για μια ακόμη φορά «έδειξε» τους μουσουλμάνους, οι σοσιαλιστές δεν αντέδρασαν ενώ ο Μελανσόν βγήκε και είπε «Σταματήστε να τα βάζετε με τους μουσουλμάνους». Όταν δέχεσαι επίθεση, δεν ασχολείσαι με τις λεπτές αποχρώσεις. Πρόσφατα η L’ Humanite (εφημερίδα του Γαλλικού Κ.Κ.) προσκάλεσε σε συζήτηση τους μουσουλμάνους αντιπροσώπους. Ποτέ ξανά δεν είχαμε σκεφτεί να πάμε στο όργανο του κομμουνιστικού κόμματος, αλλά τώρα πήγαμε γιατί έχουμε τα ίδια συμφέροντα: ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου.
Ερ. Νομίζεις ότι στη Γαλλία οι πολιτικοί παίρνουν υπ’ όψιν τις δημοσκοπήσεις στις διάφορες κοινότητες, ή αυτό υπονομεύεται από την απαγόρευση των δημοσκοπήσεων που βασίζονται στη θρησκεία ή στη φυλή;
Απ. Στη Γαλλία απαγορεύεται αυτό το είδος δημοσκοπήσεων, αλλά οι πολιτικοί σίγουρα ξέρουν πώς περίπου θα ψηφίσει κάθε κοινότητα. Το UMP ξέρει καλά ότι έχει χάσει εντελώς το εκλογικό σώμα των μουσουλμάνων. Μπορεί στο δεύτερο γύρο να υιοθετήσουν ένα διαφορετικό τόνο και να προσπαθήσουν να προσελκύσουν κεντρώους ψηφοφόρους.
Ερ. Στη Γαλλία υπάρχουν έξι εκατομμύρια μουσουλμάνοι, και τα δημογραφικά στοιχεία προβλέπουν ότι αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί. Πιστεύεις ότι αυτό θα έχει αντίκτυπο στην πολιτική συζήτηση;
Απ. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι ζουν στα προάστια, στις περιοχές όπου οι ψηφοφόροι είναι λιγότεροι από οπουδήποτε. Εδώ στο 93ο διαμέρισμα (προάστιο βόρεια από το Παρίσι με μεγάλο αριθμό μεταναστών και παιδιών μεταναστών) ο μισός πληθυσμός δεν ψηφίζει. Αλλά στις συγκεκριμένες εκλογές, επειδή υπήρξαν διαφωνίες και εντάσεις, πολύς κόσμος θα πάει να ψηφίσει για να τιμωρήσει τους πολιτικούς. Αν σκεφτείς ότι οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ψηφίζουν ενώ στους νέους υπάρχει μεγάλο ποσοστό αποχής και το εκλογικό σώμα των μουσουλμάνων έχει χαμηλό μέσο όρο ηλικίας, αυτό παίζει ρόλο, αλλά επειδή υπάρχει αυτή η ανοιχτή αντίθεση, είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν.
Ερ. Δόθηκε μεγάλη έμφαση στις επενδύσεις του Κατάρ στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιοδείας, σε σημείο που το Κατάρ πάγωσε τα project μέχρι να γίνουν οι εκλογές. Γιατί έγινε αυτό;
Απ. Είναι αλήθεια ότι το Κατάρ ήταν ένα βασικό θέμα από την αρχή του χρόνου. Κυρίως η Μαριν Λεπέν έπαιζε το θέμα και κατηγορούσε το Κατάρ ότι επενδύει για να βοηθήσει τον Σαρκοζί. Το Κατάρ υποχώρησε και απέσυρε το σχέδιο να επενδύσει 50 εκατ. ευρώ στα γαλλικά προάστια, λόγω της αρνητικής δημοσιότητας. Νομίζω ότι οι προθέσεις του Κατάρ ήταν παρόμοιες μ’ αυτές που έχει κάθε ξένος επενδυτής.
Ερ. Η εξωτερική πολιτική του Σαρκοζί θα έχει αντίκτυπο στο εκλογικό σώμα των μουσουλμάνων;
Απ. Νομίζω ότι περισσότερο ενδιαφέρει η κατάσταση στη Γαλλία, δεν είμαστε σε θέση να ανησυχούμε για όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό. Από τη στιγμή που οι μουσουλμάνοι δέχονται διαρκώς επιθέσεις, θα ψηφίσουν με βάση την κατάσταση εδώ, ώστε να έρθει πολιτική αλλαγή και να μη βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο.

Η νύχτα των παλιάτσων

«Η νύχτα των παλιάτσων» είναι αυτό που ακριβώς που λέει και η αφίσα που καλούσε στην παράσταση: λαϊκή όπερα. Λαϊκή, γιατί απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας και όχι σε κάποια φιλότεχνη ελίτ της. Όπερα, γιατί είναι γεμάτη μουσική.
Τέτοιες λαϊκές όπερες λοιπόν ξεχωρίζουν στις μέρες όπως η μύγα μες το γάλα. Ξεχωρίζουν γιατί είναι πραγματικά σπάνιο να συναντάει κανείς τόσο κέφι και τόσο μεράκι σ’ αυτή την εποχή της γενικευμένης παραίτησης. Χωρίς χορηγούς και μαικήνες, μακριά από κάθε είδους καλλιτεχνικό εστετισμό, μια ομάδα ανθρώπων, οι «Τσιριτσάντσουλες», δουλεύουν εδώ και χρόνια και κάνουν πράξη πραγματάκια που όταν τα διαβάζεις στα βιβλία μπορεί να μοιάζουν πολύ ελκυστικά αλλά όταν τα κάνεις εσύ ο ίδιος γίνονται έως και ανυπόφορα. Γιατί αν και οι αναμνήσεις του Living Theater ή του Bread and Puppet, μπορεί να συγκινούν κάθε ευαίσθητο επαναστάτη, δε σημαίνει κιόλας πως είναι διατεθειμένος να αφιερώσει τη ζωή του σε κάτι αντίστοιχο. Κακά τα ψέμματα, αυτές οι αυτοργανωμένες παραστάσεις δεν είναι απλά καλές ιδέες, σκέψεις της στιγμής και ευφυολογήματα που με μια κίνηση του χεριού γίνονται πράξη. «Η νύχτα των παλιάτσων» και κάθε τέτοια, έχει από πίσω της δουλειά, πολλή δουλειά. Έχει ατέλειωτες ώρες πρόβας, έχει ξενύχτια και ξαγρύπνιες, έχει λαρύγγια κλεισμένα και κορμιά στα όρια της κατάρρευσης μετά από κάθε παράσταση. Έχει μεροκάματα τέλος πάντων που μόνο άμα είσαι ιδιαίτερα «ψημένος» τα κάνεις. Ειδικά αν είσαι αναγκασμένος κάθε μέρα να πηγαίνεις για δουλειά. Τι είναι λοιπόν οι κάθε λογής «Τσιριτσάντσουλες»;
Μανιακοί; Ματαιόδοξοι; Επαγγελματίες του θεάτρου; Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι, τουλάχιστον με τη συνηθισμένη έννοια κάθε όρου. Αλλά με μία έννοια είναι πράγματι μανιακοί, καθώς η επιμονή τους για τόσα χρόνια σε αυτό το εγχείρημα, χωρίς με μοναδική ανταμοιβή ό,τι μαζέψει ένα καπέλο στο τέλος κάθε παράστασης, μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί. Είναι όντως ματαιόδοξοι καθώς έχουν βαλθεί να αποδείξουν πως συνηθισμένοι άντρες και συνηθισμένες γυναίκες μπορούν να κάνουν θέταρο και να επικοινωνήσουν μέσα από αυτό, ενάντια σε Λούκους και Φεστιβάλ Αθηνών, ενάντια σε ψώνια και κάθε λογής ψευτοκουλτουριάρηδες. Είναι επίσης επαγγελματίες καθώς υπηρετούν αυτό το κόλπο με τόση συνέπεια και τόσες αντοχές που μόνο σε επαγγελματίες μπορεί να συναντήσει κανείς. Είναι όμως και κάτι ακόμη. Είναι ευαίσθητοι και ρομαντικοί με έναν τρόπο που δε συναντά κανείς συχνά. Με ζεστασιά απέναντι σ’ αυτό που κάνουν. Την έχουμε ανάγκη αυτή τη ζεστασιά. Όχι μόνο επειδή σπανίζει. Αλλά γιατί ενίοτε αποδεικνύεται ισχυρό όπλο απέναντι στην παγωμάρα που διαρκώς απλώνεται σαν επιδημία στις καθημερινές μας σχέσεις. Μας λείπουν νύχτες των παλιάτσων. Μας λείπουν Έφηβοι και Στέλλες που ζουν έρωτες με το όπλο στο χέρι ή με την αλυσίδα περασμένη στο λαιμό. Μας λείπουν πολλά. Κι όταν κάποιοι άλλοι μας τα θυμίζουν υποκλινόμαστε. Από τη μία στον κόπο τους και στην (κοινή νομίζουμε) αγωνία. Από την άλλη στην τύχη μας που τους έστειλε μπροστά μας.

Σαλονίκη, μάης του 36’

Tα γεγονότα του Μαϊου του 1936 είναι ένα σημείο σταθμός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Τον Μάιο του 1936 ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει και τα γεγονότα που ακολουθούν πολλαπλασιάζονται και την ίδια στιγμή αυξάνεται η έντασή τους. Πολλοί νομίζουν πως πρόκειται για μια ένδοξη απεργία, μία ακόμη ηρωική στιγμή του εργατικού κινήματος. Αλλά η σημασία αυτής της απεργίας πηγαίνει πολύ μακρύτερα κοιτάζοντας τόσο πριν όσο και μετά από αυτήν.
Σε ό,τι αφορά το τι προηγήθηκε δύο πράγματα αξίζει να σημειώσουμε. Το πρώτο είναι πως οι απεργίες του Μάη αποτελούν την κορύφωση εργατικών κινητοποιήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη πολλούς μήνες πριν. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως δε βρισκόμαστε παρά λίγα χρόνια μόλις μετά το κραχ του ’29, που όπως ήταν φυσικό δεν άφησε ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία. Τα μέτρα που πάρθηκαν στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης στόχευαν κατευθείαν στην εργατική τάξη. Πάγωμα των ημερομισθίων, αύξηση των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης, και απαγόρευση κάθε συνδικαλιστικής ελευθερίας. Το δεύτερο είναι πως η κρίση σήμαινε και πολιτική αστάθεια με όλη τη σημασία της λέξης. Παρότι το πραξικόπημα που έχει μείνει στην ιστορία είναι αυτό του Μεταξά που πραγματοποιείται λίγους μήνες μετά -στις 4 Αυγούστου του 1936- αυτό δεν είναι παρά το τελευταίο σε μια σειρά πραξικοπημάτων που έχουν προηγηθεί. Ένα χρόνο περίπου πριν, την 1η Μαρτίου του 1935 εκδηλώνεται το βενιζελικό πραξικόπημα. Η απουσία σοβαρού σχεδίου το καταδικάζει σε αποτυχία και ο Κονδύλης μαζί με το Μεταξά το αντιμετωπίζουν πολύ γρήγορα. Στους μήνες που ακολουθούν διαλύεται η βουλή και προκηρύσσονται εκλογές από τις οποίες απέχουν οι βενιζελικοί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την κατάληψη των βουλευτικών έδρων από τους συντηρητικούς οι οποίοι σύντομα θέτουν ζήτημα σχετικά με το πολιτειακό καθεστώς της χώρας. Στο δημοψήφισμα παρωδία που θα γίνει τον Νοέμβριο αποφασίζεται η επιστροφή του βασιλιά με ποσοστό 97,8% υπέρ της βασιλείας. Ο βασιλιάς επιστρέφει στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και τον Ιανουάριο του 1936 είναι η τελευταία επίσημη εκλογική διαδικασία μέχρι το 1946.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η όξυνση των εργατικών ταξικών αγώνων μοιάζει μονόδρομος. Τα εργατικά σωματεία, είτε κλαδικά είτε εργοστασιακά, έχουν ήδη αντιληφθεί πως δεν πρόκειται να τους χαριστεί τίποτε, τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη. Οι απεργίες διαρκείας σε όλους τους κλάδους της παραγωγής είναι το μοναδικό, ικανό και αναγκαίο μέσο προκειμένου να κερδηθούν τα στοιχειώδη. Απέναντί τους βρίσκουν την αδιαλλαξία της κυβέρνησης και τη βία των χωροφυλάκων. Αλλά είναι τέτοια η πίστη στην δύναμη των εργατικών αγώνων που η σκληρή στάση των αφεντικών παράγει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει. Καθώς ο καιρός περνάει τα σωματεία αποκτούν όλο και μεγαλύτερη δύναμη και για κάθε απόλυση, για κάθε δίωξη, για κάθε τραυματισμό, άλλοι, νέοι εργάτες βγαίνουν μπροστά. Η καταστολή απεργιών σε μια πόλη δίνει το έναυσμα για κύμα απεργιών σε άλλες ενώ με το που βρίσκεται κάποιος κλάδος στο στόχαστρο, άλλοι κλάδοι κινητοποιούνται σε απεργίες αλληλεγγύης. Και καθώς τα όποια αιτήματα δεν ικανοποιούνται αλλάζουν σιγά σιγά και τα χαρακτηριστικά των αγώνων. Οι περιφρουρήσεις των απεργιών μετατρέπονται σε συγκρούσεις με τους φασίστες και τη χωροφυλακή, οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια, τα συντεχνιακά αιτήματα σε πολιτικά ζητήματα. Η αυτονομία της εργατικής τάξης ξεδιπλώνεται σε τέτοια έκταση και με τέτοιο πλούτο, που η ανοιχτή κήρυξη πολέμου εναντίον της είναι δρόμος χωρίς επιστροφή για τα αφεντικά. Ειδικά στις 9 Μαϊου, που ένα μεγάλο μέρος της πόλης της Θεσσαλονίκης βρίσκεται ουσιαστικά κάτω από την άτυπη εξουσία των απεργιακών επιτροπών, αυτό γίνεται σαφές και με το παραπάνω. Και επιβεβαιώνεται αιματηρά την ίδια κιόλας μέρα.
Η επιστράτευση όλου του αστυνομικού στρατιωτικού μηχανισμού, οι σαφείς εντολές για πυρά στο ψαχνό, η πρωτοφανής βαρβαρότητα που επιδεικνύεται από μέρους των μπάτσων σε αυτά τα γεγονότα, δεν αφορούν απλά και μόνο την αντιμετώπιση αυτής της απεργίας. Την ίδια στιγμή αποτελούν παρακαταθήκη και σαφές μήνυμα για όσες απεργίες, για όσους εργάτες, τολμήσουν να ακολουθήσουν. Καθώς βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια πριν το -επίσημο- ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου τα ελληνικά αφεντικά κάνουν τα κουμάντα τους. Ο χρόνος πιέζει απελπιστικά και καταλαβαίνουν πως πρέπει να ξεμπερδέψουν μια ώρα αρχύτερα με τον εσωτερικό εχθρό. Η εθνική ενότητα πρέπει να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατό και οι όποιοι εργατικοί αγώνες αποτελούν ισχυρό εμπόδιο. Εμπόδιο που δεν αρκεί η υπερπήδησή του. Αυτό που είναι επιτακτικό είναι να ισοπεδωθεί έτσι ώστε οι εργάτες και οι εργάτριες να μη σηκώσουν κεφάλι για πολύ καιρό ακόμη.
Έτσι το αιματοκύλισμα του Μάη του 1936 είναι μια προκαταβολή από το μέλλον. Είναι η εισαγωγή στο πραξικόπημα του Μεταξά που υπογράφεται από το βασιλιά στις 4 Αυγούστου, ενόψη μίας ακόμη απεργίας. Είναι το αποφασιστικό βήμα προς το φασισμό, που ακολουθεί το «βάδισμα της χήνας» στην Ιταλία και στη Γερμανία. Είναι η πράξη «αλληλεγγύης» μεταξύ των αφεντικών για αυτά που εκείνη την περίοδο συμβαίνουν σε μια άλλη χώρα του νότου, στην επαναστατημένη Ισπανία. Είναι η βίαιη «εξοικείωση» με το αίμα και το θάνατο που θα πλημμυρίσουν τον ελλαδικό χώρο -και όχι μόνο- στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Μ’ αυτή την έννοια πρόκειται για μια υπόθεση που αφορά τους ταξικούς αγώνες με όλο τους το βάθος. Σαν εργατικούς, αντιφασιστικούς, αντιμιλιταριστικούς, σαν αγώνες που δε διεκδικούν απλά μια καλύτερη ζωή, αλλά έναν διαφορετικό κόσμο χτισμένο στα ερείπια του παλιού. Σαν τους μόνους ικανούς να βάλουν φρένο, να σταθούν ανάχωμα στην προέλαση του ολοκληρωτισμού.
Τα γεγονότα του Μάη αποτελούν απόδειξη αυτής της πραγματικότητας. Και την ίδια στιγμή υπενθύμιση πως οι μόνοι χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δε δίνονται. Ειδικά σε εποχές σαν κι αυτή που διανύουμε.
Τα γεγονότα του Μάη του ’36 ξεκίνησαν λίγες μέρες πριν, στις 29 του Απρίλη με απεργία που κήρυξε η Καπνεργατική Ομοσπονδία. Καθώς πλησιάζουμε στην Πρωτομαγιά τα πράγματα αγριεύουν. Την παραμονή, περιπολίες πεζών, έφιππων χωροφυλάκων και στρατιωτιών, διασχίζουν τους κεντρικούς δρόμους της πόλης ενώ νωρίς το πρωί της Πρωτομαγιάς συγκεντρώνονται στρατός και χωροφυλακή στα δύο άκρα της πόλης. Στις 3 Μαϊου, περίπου το 40-50% των εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη απεργούν, ζητώντας βελτίωση των ημερομισθίων και των συνθηκών εργασίας. Δύο μέρες μετά οι τσαγκάρηδες κατεβαίνουν σε απεργία αλληλεγγύης στους καπνεργάτες και συγκρούονται στην πλατεία Βλάλη με τους φασίστες της οργάνωσης 3Ε που ενισχύουν τους μπάτσους. Διαδηλώνουν μέχρι που τους διαλύει η χωροφυλακή. Στις 8 Μαϊου η απεργία στη Θεσσαλονίκη είναι πλέον καθολική. Στις 11 το πρωί, καθώς πέντε με έξι χιλιάδες καπνεργάτες και καπνεργάτριες διαδηλώνουν από τον Βαρδάρη προς τη Γενική Διοίκηση για να επιδόσουν το υπόμνημά τους, έφιπποι χωροφύλακες τους επιτίθενται και τους διαλύουν. Αυτοί ανασυντάσσονται στη Μεγ. Αλεξάνδρου και δέχονται ξανά την επίθεση των μπάτσων με ακόμη μεγαλύτερη αγριότητα. Καθώς η ώρα περνάει, ταραχές γίνονται σε όλη την πόλη αλλά η αγριότητα των χωροφυλάκων είναι πρωτοφανής. Χτυπάνε όποιον βρίσκουν μπροστά τους με σπαθιά, ρόπαλα και υποκόπανους όπλων με τελικό απολογισμό 300 τραυματίες και 30 συλλήψεις.
Το Σάββατο 9 Μαϊου, όλη η Θεσσαλονίκη είναι από νωρίς στο πόδι. Οι καμπάνες στις συνοικίες χτυπάνε διαρκώς καλώντας στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που θα γίνουν για τις επιθέσεις της χωροφυλακής την προηγούμενη μέρα. Οι απεργοί είναι πάνω από 50.000 αλλά έχουν στο πλευρό τους πολλούς ακόμη: μαθητές, φοιτητές και νοικοκυρές συγκεντρώνονται από το πρωί στην πλατεία Βαρδάρη. Από την άλλη μεριά, χωροφύλακες και φασίστες της 3Ε έχουν ακροβολιστεί σε ταράτσες κτιρίων για να χτυπήσουν τους διαδηλωτές. Κι αυτό έγινε, καθώς πόνταραν στο ότι οι διαδηλωτές με τους πρώτους πυροβολισμούς θα διαλύονταν. Όμως συνέβη το αντίθετο. Οι διαδηλωτές ξαναμαζεύτηκαν, σήκωσαν ένα πτώμα και με την κραυγή “στον εισαγγελέα εφετών” κατευθύνθηκαν στη λεωφόρο Εθνικής Αμύνης. Εκεί νέες δυνάμεις της χωροφυλακής τους περίμεναν. Εννέα νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες έπεσαν με τους πρώτους πυροβολισμούς. Όμως ούτε και τώρα πτοούνται οι διαδηλωτές, που συνεχίζουν προσπαθώντας να προσεγγίσουν το Διοικητήριο. Στην Εγνατία, περνάει ένα αυτοκίνητο της χωροφυλακής γεμάτο συλληφθέντες. Οι απεργοί αυτοκινητιστές το σταματάνε και απελευθερώνουν τους κρατούμενους. Τότε οι χωροφύλακες χωρίς δεύτερη σκέψη, πυροβολούν και σκοτώνουν τον οδηγό Τάσο Τούτση. Οι διαδηλωτές παίρνουν τον νεκρό Τούση στα χέρια τους και επιτίθενται στους χωροφύλακες με πέτρες. Παράλληλα στήνουν πρόχειρα οδοφράγματα γιατί οι μπάτσοι πυροβολούν με τέτοια μανία, που αναγκάζεται ένα τμήμα του στρατού να επέμβει για να τους σταματήσει. Οι διαδηλωτές ξαναβγαίνουν στον δρόμο παρά τους πυκνούς πυροβολισμούς, όπλων, πολυβόλων και τεθωρακισμένων. Η ώρα έχει φτάσει δύο το μεσημέρι. Μετά από τέσσερεις ολόκληρες ώρες σφοδρών συγκρούσεων, ο αιματηρός απολογισμός είναι 12 νεκροί, 32 βαριά και 250 ελαφρά τραυματίες, όλοι τους διαδηλωτές.
Οι διαδηλωτές κατεβαίνουν την Τσιμισκή κι αντί να λιγοστεύουν πληθαίνουν. Σχεδόν όλος ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο δρόμο, αγανακτισμένος από την αγριότητα των χωροφυλάκων. Μαγαζιά κλείνουν, εργοστάσια σταματάνε και μέχρι το βράδυ όλη η Θεσσαλονίκη έχει παραλύσει. Οι απεργιακές επιτροπές σε κάθε γειτονιά είναι η μόνη εξουσία και βρίσκονται σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με το στρατό που έχει αναλάβει τα ηνία στην υπόλοιπη πόλη. Την επομένη, στις 10 Μαϊου γίνεται η κηδεία των θυμάτων, στην οποία συμμετέχουν 150.000 άτομα. Όπως είναι αναμενόμενο μετατρέπεται σε διαδήλωση που κατέβαινει την Εθνικής Αμύνης κι όταν περνάει έξω από τη Γενική Ασφάλεια επιτίθεται με πέτρες. Η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή εξακολουθεί να περιμένει απάντηση από την Αθήνα για την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Ο εκπρόσωπος του στρατού καθυστερεί, περιμένοντας στην πραγματικότητα να καταφθάσουν στρατιωτικές ενισχύσεις. Την ώρα που τελειώνει η κηδεία έχουν φτάσει στον Θερμαϊκό τέσσερα αντιτορπιλικά, που αποτελούν την 1η μοίρα του στόλου. Ο Μεταξάς από την Αθήνα οργανώνει την αποστολή στρατού από την Λάρισα και τη νότια ελλάδα. Στις οκτώμιση το βράδυ, σαλπιγκτές του Γ’ Σώματος Στρατού ανακοινώνουν ότι μετά τις 10 το βράδυ απαγορεύεται η κυκλοφορία και θα συλλαμβάνεται όποιος βρίσκεται στους δρόμους. Ο Μεταξάς με ανακοίνωσή του ρίχνει τις ευθύνες στους απεργούς. Στις 11 του μήνα αρχίζει η αντεπίθεση του κράτους. Εκατοντάδες απεργοί συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε αστυνομικά τμήματα όπου ξυλοκοπούνται άγρια. Στη συνέχεια στέλνονται προς άγνωστη κατεύθνση. Συλλαμβάνονται όλες οι κλαδικές απεργιακές επιτροπές εκτός από την Κεντρική. Η οποία όμως είναι πλέον παντελώς αδύναμη. Την Τρίτη 12 Μαϊου έχει επικρατήσει ο νόμος και η τάξη. Απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις. Σε όλη την πόλη κυκλοφορούν περιπολίες στρατού και χωροφυλακής. Ο Αρχηγός του Γ’ Σώματος Στρατού ανακοινώνει ότι «η τάξις απεκαταστάθη». Τα έκτακτα στρατιωτικά μέτρα διατηρούνται. Η Θεσσαλονίκη ζει μέσα στο φόβο.