>>> Το antifa BARRICADA θα το βρεις σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, στο βιβλιοπωλείο του Ναυτίλου (σόλωνος και χ. τρικούπη), στο βιβλιοπωλείο “Βιβλιόσημο” (Γεωργίου Ζωγράφου 8, πλατεία Γαρδένιας, Ζωγράφου), στο βιβλιοπωλείο “Μώβ Σκίουρος” (πλατεία Καρύτση) στο βιβλιοπωλείο “Αμόνι” (πλατεία Μερκούρη, Άνω Πετράλωνα), και στα περίπτερα της πλατείας εξαρχείων (στουρνάρη και σπ. τρικούπη) και της πλατείας κάνιγγος (στην αρχή της ακαδημίας). ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κανονιοφόρα, με και άνευ διπλωματίας // Bee Sting // Αρβύλες, made in the EU // Μπίζνες στο διπλανό διαμέρισμα· το πρόγραμμα Relocation Scheme and Emergency Response // Antifa διαδήλωση – Χαρτιά σε όλους του μετανάστες // Από την αραβική άνοιξη στις παραστρατιωτικές ομάδες // λένε // Αργεντινή: γυναίκες στην πρώτη γραμμή // Από την αραβική άνοιξη στις παραστρατιωτικές ομάδες // Ο άγνωστος ποιητής
+ ένθετο: το κράτος – οχυρό Αργεντινή: γυναίκες στην πρώτη γραμμή
Στις 8 του περασμένου Μάρτη, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες διαδήλωσαν στο Μπουένος Άιρες και σε άλλες πόλεις της Αργεντινής, στη δεύτερη απεργία γυναικών μέσα σε έξι μήνες. Αυτό που ξεκίνησε σαν αντίδραση στην έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες, έχει περάσει στο επίκεντρο της αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες και αντεργατικές πολιτικές του προέδρου Μακρί. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Βερόνικα Γκάγκο – καθηγήτρια κοινωνικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και μέλος του κινήματος “Ni Una Menos” (Ούτε Μία Λιγότερη) – μιλάει για τη γενεαλογία του γυναικείου κινήματος στην Αργεντινή και για τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου κύματος φεμινιστικού ακτιβισμού.
Κομβική για την εξέλιξη του κινήματος υπήρξε η απεργία του περασμένου Οκτώβρη που ανέδειξε στο δρόμο τη σχέση ανάμεσα στην ανδρική βία και την απαξίωση της εργασίας των γυναικών. Η απεργία βοήθησε να γίνουν ορατές οι διάφορες μορφές αυτής της εργασίας: μισθωτή και απλήρωτη, επίσημη και ανεπίσημη, αναπαραγωγική και συναισθηματική. Οι γυναίκες δεν εγκατέλειψαν μόνο τους χώρους εργασίας αλλά αρνήθηκαν για μια μέρα και τους ρόλους τους: το μαγείρεμα, το καθάρισμα, τη φροντίδα, το χαμόγελο. Το κάλεσμα έδινε έμφαση στην οικονομική ανασφάλεια των γυναικών που τις κάνει ευάλωτες στην ανδρική βία, στο ότι οι φτωχές γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση σε νόμιμες και ασφαλείς εκτρώσεις και συνεπώς χτυπιούνται από την εγκληματοποίησή τους και στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση που φορτώνει ακόμα περισσότερο στις πλάτες των γυναικών τα βάρη της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Η απεργία αυτή ήταν μόνο μια στιγμή – καθόλου αυθόρμητη και ξαφνική – αυτού που έχει αρχίσει να αποκαλείται «φεμινισμός των μαζών». Ένας φεμινισμός λατινοαμερικάνικου τύπου με ρίζες στους αγώνες των εργατικών γειτονιών, στις κοινότητες των μεταναστών και στις οργανώσεις των ανεπίσημων εργατριών. Οι εμπειρίες, η αποφασιστικότητα και η διαύγεια των Αργεντίνων γυναικών έχουν δώσει ώθηση σε αγώνες σε όλη την Λατινική Αμερική. Γίνονται όμως και παράδειγμα σε όλο τον κόσμο, όπως φάνηκε και στις κινητοποιήσεις της 8ης Μάρτη με όλες τις αντιθέσεις και ιεραρχίες που κουβαλάνε (με πιο προβεβλημένη τη «μέρα χωρίς τη γυναίκα» στις ΗΠΑ), ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ένα νέο φεμινιστικό διεθνισμό.
Μπορείς να μας πεις λίγα πράγματα για την ιστορία του κινήματος στην Αργεντινή;
Ένα από τα βασικά προηγούμενα για τις Ni Una Menos είναι η Εθνική Συνάντηση Γυναικών, που έχει πλέον μπει στο 32ο έτος. Η συνάντηση έχει εξελιχθεί στη μεγαλύτερη του είδους της – πέρυσι συμμετείχαν εβδομήντα χιλιάδες γυναίκες στο τριήμερο συνέδριο. Εξαιτίας της μακροβιότητάς και της συχνότητάς της, η συνάντηση έχει γίνει ο χώρος όπου το γυναικείο κίνημα μπορεί να εξελιχθεί μπροστά στο μεταβαλλόμενο πολιτικό σκηνικό.
Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης ήταν η συνάντηση του 2003 με τη συμμετοχή των piqueteras, του κινήματος άνεργων γυναικών που οργάνωνε για χρόνια συνελεύσεις γειτονιάς και διαδηλώσεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η Συνάντηση Γυναικών έγινε ένα μαζικό φαινόμενο, όλο και περισσότερο λατινοαμερικάνικο ως προς την εμβέλειά του. Βρίσκεις γυναίκες που έρχονται από το Περού, την Κολομβία κ.ο.κ. Έχει γίνει μια ιδιαίτερη στιγμή στην οποία οι γυναίκες συγκεντρώνονται και μοιράζονται τις εμπειρίες τους.
Οι Μητέρες της Πλατείας Mayo είναι επίσης ένα αναπόσπαστο κομμάτι της γενεαλογίας μας. Αυτές οι γυναίκες, οι μητέρες των θυμάτων της στρατιωτικής δικτατορίας, άρχισαν να μάχονται την κρατική τρομοκρατία το 1977 και παραμένουν μία από τις πιο σημαντικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Αργεντινής. Στρέφουμε το βλέμμα μας σ’ αυτές σαν ένα παράδειγμα πολιτικής όπου οι γυναίκες είναι οι πρωταγωνίστριες. Οι τακτικές που χρησιμοποίησαν, καταλήψεις δρόμων κλπ, είναι σημαντικές και σήμερα.
Οι νέες γενιές πρέπει να βρουν σύγχρονους τρόπους να σχετιστούν μ’ αυτήν την παράδοση, με τις προγόνους μας (ancestras) όπως λέμε, και να ανακαλύψουν τα στοιχεία αυτής της κληρονομιάς που θα δώσουν δύναμη στο δεδομένο πολιτικό πλαίσιο. Είναι μια ιδέα που προκύπτει συχνά στις συνελεύσεις μας, μια ιδέα που βασικά αντικρούει την αίσθηση ότι αυτές οι απεργίες και δράσεις είναι κάτι αυθόρμητο: το να αναγνωρίζουμε τη θέση μας στην ευρύτερη παράδοση, να αναλαμβάνουμε την ευθύνη αυτής της κληρονομιάς και να δίνουμε ιστορικό βάθος στο κίνημά μας.
Κάποια θα σκεφτόταν επίσης την Εθνική Εκστρατεία Ενάντια στη Βία Εναντίον των Γυναικών και την Εθνική Εκστρατεία για την Νομιμοποίηση της Έκτρωσης στην Αργεντινή. Αυτές οι εκστρατείες έχουν επίσης μια σημαντική ιστορική τροχιά και τις δικές τους δομές.
Ακριβώς, αυτές οι εκστρατείες έχουν συντηρηθεί μέσα στα χρόνια μέσω στρατευμένης συμμετοχής και χειροπιαστών αιτημάτων. Σήμερα βλέπουμε μια σύγκλιση διαφορετικών τάσεων – όχι ένα αυθόρμητο κίνημα που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά. Η τωρινή στιγμή είναι καρπός των συσσωρευμένων εμπειριών, συζητήσεων, τακτικών δρόμου και κοινοτικού ακτιβισμού, που φυσικά όλα βρίσκουν την έκφρασή τους στο παρόν πολιτικό πλαίσιο.
Η 8η Μάρτη θα είναι η δεύτερη απεργία γυναικών στην Αργεντινή σε λιγότερο από ένα χρόνο: η πρώτη έγινε στις 19 Οκτωβρίου 2016. Το γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή για την πρώτη ήταν η δολοφονία μιας νέας γυναίκας – γυναικοκτονία για να είμαστε ακριβείς- αλλά το συγκεκριμένο ζήτημα της έμφυλης βίας πήρε γρήγορα μια οικονομική και κοινωνική διάσταση.
Ο φόνος της Lucia Perez συνέβη κατά τη διάρκεια της περσινής συνάντησης γυναικών, οπότε η βίαιη φύση του εγκλήματος βιώθηκε σαν αντίδραση σε μια τόσο φανερή εκδήλωση της αυτονομίας των γυναικών. Το γεγονός ότι η Lucia δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό φέρνει στο νου ένα συγκεκριμένο είδος αποικιακού συμβολισμού, μια επανενεργοποίηση της αποικιακής κληρονομιάς της Λατινικής Αμερικής. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το έγκλημα διαπράχθηκε τη Μέρα του Κολόμβου!
Έτσι θα υποστήριζα ότι υπάρχει κάποιο είδος συλλογικού ασυνείδητου που εξορκίζεται από τα σώματα των γυναικών μέσω αυτού του είδους βίας και σκληρότητας. Αυτό ήταν μέρος του υπόβαθρου ενάντια στο οποίο έλαβε χώρα η απεργία της 19ης Οκτώβρη.
Θεωρώ τη διασταύρωση της έμφυλης βίας με τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα ένα τεράστιο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η ίδια η ιδέα άρχισε να σχηματίζεται μέσω των συνελεύσεων που τελικά κάλεσαν στην απεργία, όταν άρχισε να γίνεται καθαρό ότι απεργώντας θα αφήσουμε πίσω μας τη λογική της θυματοποίησης. Όπως ήταν φυσικό, υπήρχε η ανάγκη του πένθους, αλλά είχε έρθει η ώρα να δείξουμε τη συλλογική μας δύναμη στους δρόμους.
Τραβήξαμε πολλή προσοχή καλώντας σε απεργία και διακηρύσσοντας ότι θα πραγματοποιήσουμε στάση εργασίας όπου κι αν κατοικούμε – στη δουλειά, στο σχολείο, στις γειτονιές, στους δρόμους. Ακόμα περισσότερο, το να ενσωματώσουμε εργάτριες από διάφορους τομείς της ανεπίσημης οικονομίας, της σκιώδους οικονομίας και της οικιακής οικονομίας έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα: έδειχνε συγκεκριμένους τόπους όπου η βία μπορούσε κι έπρεπε να σταματήσει.
Εξίσου πραγματοποιούσε και μια σημαντική δήλωση: οι άντρες που διαπράττουν έμφυλη βία δεν είναι ψυχοπαθείς ή μεμονωμένες περιπτώσεις, ούτε φταίνε τα μήντια για τον τρόπο που συμπεριφέρονται. Υπάρχει ένα ολόκληρο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο που πρέπει να κατανοήσουμε ώστε να δούμε το πώς τα γυναικεία σώματα μετατρέπονται σε επικράτεια προς κατάκτηση (εξού και η αναφορά στο αποικιακό ζήτημα). Όπως λέει και η Rita Segato, έχει κηρυχθεί πόλεμος ενάντια στις γυναίκες στην Λατινική Αμερική.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να διατυπώσουμε τη σχέση ανάμεσα στον νεοφιλελευθερισμό και την πατριαρχία; Πώς στρατολογεί ο νεοφιλελευθερισμός την πατριαρχία στην υπηρεσία του;
Η συζήτηση γύρω από τον νεοφιλελευθερισμό μας βοηθάει να δούμε τα πεδία μάχης μέσα στα οποία σχηματίζονται οι υποκειμενικότητες και στα οποία οι γυναίκες υπόκεινται την εκμετάλλευση μέσω πολλαπλών μορφών επισφάλειας. Μια άλλη οπτική γωνία που αξίζει της προσοχής μας είναι το πώς η εκμετάλλευση των ανδρών στο χώρο εργασίας επανεμφανίζεται στην οικιακή σφαίρα σαν βία.
[…]
Ο νεοφιλελευθερισμός μας επιτρέπει να έχουμε μια πολύ πιο ρεαλιστική άποψη για το πεδίο και τις συγκρούσεις που ξεδιπλώνονται εκεί. Μόνο αφού υιοθετήσουμε αυτή την οπτική, μπορούμε να κατανοήσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην έμφυλη βία και την οικονομία. Αν δεν το κάνουμε, το ερώτημα επιστρέφει στο παλιό θεωρητικό γκέτο: «Αυτές οι γυναίκες είναι θύματα, θυματοποιούνται από το παρόν οικονομικό μοντέλο». Αυτή η βασισμένη-στα-θύματα ανάλυση είναι πολύ αδύναμη επειδή δε μας επιτρέπει να δούμε ότι η επίθεση στις γυναίκες είναι στην πραγματικότητα απάντηση στους διαφορετικούς τύπους αυτονομίας που έχουν επιδιώξει οι γυναίκες ξανά και ξανά στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Ξεκάθαρα, είναι δύσκολο να πετύχεις οποιοδήποτε είδος αυτονομίας όταν οι γυναίκες τρώνε ξύλο στο σπίτι ή δεν έχουν το δικό τους εισόδημα για να ξεφύγουν από μια τέτοια κατάσταση.
Τι θα σήμαινε να υπερνικήσουμε το «γκέτο» της θυματοποίησης, ειδικά στο φως των δηλώσεων της Nancy Fraser, της Angela Davis κ.ά., που καλούν σε απεργία στις ΗΠΑ και σε ρήξη με τον «νεοφιλελεύθερο φεμινισμό»; Αυτές οι ιδέες έχουν νόημα και στο λατινοαμερικάνικο πλαίσιο; Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει κάποιο είδος φεμινισμού που πρέπει να απορρίψουμε κι εδώ;
Η περίπτωση των ΗΠΑ είναι ενδιαφέρουσα. Αυτό που ξεχώρισε για μένα στην Πορεία Γυναικών του Ιανουαρίου ήταν η φωνή των Αφρο-αμερικάνων γυναικών καθώς και η αναγνώριση του αγώνα των Σιου. Έχω την εντύπωση ότι η συζήτηση γύρω από τον νεοφιλελεύθερο, λευκό φεμινισμό είναι πολύ σύνθετη, αν και την παρακολουθούμε κι εδώ.
Σε ένα γενικό είπεδο, βλέπουμε την εμφάνιση ενός φεμινισμού λαϊκού, με ευρείες βάσεις. Για να το πούμε διαφορετικά, ενώ ο φεμινισμός αντιπροσωπεύει μια πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα παράδοση, οι στόχοι του έχουν υπάρξει συχνά ακαδημαϊκοί, ελιτίστικοι ή απλά επιχειρηματικοί – σε κάθε περίπτωση περιορισμένοι ως προς τις φιλοδοξίες τους. Το οποίο δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη, πλούσια ιστορία αγώνων που μπορεί ακόμα να μας οδηγήσει. Αλλά νομίζω ότι γινόμαστε μάρτυρες ενός νέου είδους φεμινισμού, ενός φεμινισμού των μαζών.
Στην Λατινική Αμερική υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από την ιδέα του βασισμένου στην κοινότητα φεμινισμού, ή του λαϊκού, κοινοτικού φεμινισμού. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο φεμινισμός έχει πάρει μέρος στον αγώνα για τον κοινοτικό έλεγχο πάνω στο έδαφος, την υπεράσπιση των φυσικών πόρων κ.ο.κ. που ήταν ξεκάθαρα μέρος του αγώνα των ιθαγενών και των αγροτών. Αλλά είναι σημαντικό να δείξουμε ότι αυτός ο κοινοτικός φεμινισμός είναι το ίδιο παρών στις πόλεις, ώστε να μην τον ρομαντικοποιήσουμε.
Φαίνεται ότι το τωρινό φεμινιστικό κίνημα στην Αργεντινή κατάφερε να πετύχει μια ορισμένη ενότητα μέσα στην ποικιλία που έχει αποδειχτεί άπιαστη για την ευρύτερη αριστερά.
Απόλυτα. Το κίνημα έκανε την ποικιλία δύναμή του και όχι αδυναμία. Για παράδειγμα, ανάμεσα στις αρχές που εγκαθιδρύσαμε για την απεργία της 8ης Μάρτη ήταν η ιδέα ότι ο φεμινισμός είναι ικανός να κατασκευάσει τη δικιά του γενεαλογία. Αυτό σημαίνει ότι μέσω του φεμινισμού, μπορεί κάποια να παράγει μία κατανόηση της εργασίας που θα οδηγήσει σε μια ολόκληρη συζήτηση για τον ανεπίσημο και τον επίσημο τομέα. Ουσιαστικά, μετατοπίζει την ιστορική ιδέα της 8ης Μάρτη – ημερομηνίας που τιμά τη μνήμη των γυναικών που πέθαναν στο εργοστάσιο – δίνοντας έμφαση στην παρούσα στιγμή, όπου οι γυναίκες δεν πεθαίνουν μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στις ίδιες τις γειτονιές τους.
Έτσι προκύπτει το ζήτημα της χαρτογράφησης του πεδίου της λαϊκής οικονομίας – δηλαδή, της οικονομίας αυτών που έχουν αποκλειστεί από τον επίσημο τομέα – και της καλύτερης κατανόησης άλλων μορφών εκμετάλλευσης που μπορεί να φωτίσει ο φεμινισμός. Πώς συνδέουμε τις γυναικοκτονίες στις παρούσες μορφές εκμετάλλευσης και απόσπασης υπεραξίας; Πώς θα οδηγήσουν σε νέες μορφές αγώνα αυτοί οι φόνοι;
Αυτόνομα σώματα και σεξουαλικές αποκλίσεις – αυτή είναι η άλλη αρχή που εγκαθιδρύσαμε. Αυτή λειτουργεί σαν καταστατικός χάρτης παραγωγής υποκειμενικοτήτων, σύνδεσης εδαφών και χτισίματος της κοινότητας. Υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στη σχέση ανάμεσα στη διασταύρωση των υποκειμενικοτήτων και στην επιθυμία της κοινότητας – όχι της κοινότητας που γίνεται κατανοητή σαν κάτι ολοκληρωμένο, της ρομαντικοποιημένης, μυθικής κοινότητας στην οποία προσπαθούμε να επιστρέψουμε – αλλά σαν την επιθυμία να είμαστε μαζί και όντας μαζί να συνιστούμε πολιτική δύναμη.
Κι εδώ επίσης, η κατάληψη των δρόμων είναι ξεκάθαρα σημαντική. Υπάρχει μια διαμάχη ως προς το ποιος ελέγχει τους δρόμους, αφού η κατάληψή τους παράγει μια συλλογική δύναμη που μπορείς να πάρεις μαζί σου πίσω στη γειτονιά, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο. Σαν ένα σημάδι που ανακαλεί στη μνήμη τη συλλογικά χτισμένη δύναμη. Η σύνδεση ανάμεσα στις διαδηλώσεις και την καθημερινή οργανωτική δουλειά σε διάφορους τομείς της κοινωνίας παράγει μια πολύ ισχυρή δυναμική πολιτικοποίησης.
Είναι δυνατόν να μιλήσουμε για έναν μοναδικά λατινοαμερικάνικο φεμινισμό; Αν ναι, τι είδους μαθήματα μπορεί να προσφέρει έξω απ’την περιοχή;
Οι συντρόφισσες σε όλη την Λατινική Αμερική συζητάνε τώρα τη συχνότητα των γυναικοκτονιών σε σχέση με την απόσπαση γης, ειδικά στην Ονδούρα και στην Γουατεμάλα. Έχουμε δει φόνους, όπως της Berta Caceres, που στοχεύουν ειδικά γυναίκες οι οποίες ηγούνται της μάχης ενάντια στο υπερεθνικό κεφάλαιο.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βλέπουμε το πώς η Λατινική Αμερική μας βοηθάει να καταλάβουμε το πώς ένα νέο είδος πολέμου ξεδιπλώνεται στα εδάφη μας. Ένα είδος πολέμου στο οποίο οι γυναικοκτονίες λειτουργούν σχεδόν σαν τακτική αντιεξέγερσης. Παρομοίως και το πώς αυτό το είδος πολέμου αναδιαμορφώνει το παρόν πεδίο, αναγκάζοντάς μας να σκεφτούμε ένα κίνημα στο οποίο οι γυναίκες θα είναι πρωταγωνίστριες. Αίσθησή μου είναι ότι η Λατινικη Αμερική προσφέρει ένα δυναμικό παράδειγμα στη διαμάχη για εδαφικό έλεγχο.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο αυξημένος αριθμός γυναικοκτονιών είναι στην πραγματικότητα μια πειθαρχική στρατηγική κι ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί η αυτονομία των γυναικών.
Τις τελευταίες 47 μέρες έχουν γίνει 53 γυναικοκτονίες, τα νούμερα είναι μεγαλύτερα από την προηγούμενη χρονιά… Αυτές οι γυναικοκτονίες είναι κάποιο είδος μηνύματος – η Rita Segato έχει ονομάσει αυτόν τον τύπο μηνύματος «παιδαγωγική της αγριότητας» – και τα μήντια το πιάνουν και το ταϊζουν. Το συνολικό μήνυμα είναι πειθαρχικό. Την ώρα που μιλάμε, μια εκστρατεία ενοχοποίησης βρίσκεται στα σκαριά, που θα υποστηρίζει ότι όσο περισσότερο κινητοποιούνται οι γυναίκες και αγωνίζονται για αυτονομία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αντίδραση.
Εδώ επίσης προκύπτει το ζήτημα της αυτοάμυνας. Από τη μια μεριά, το κίνημα μπορεί να ζητάει την αντίδραση του κράτους, και όσο περιορισμένος κι αν είναι αυτός ο ορίζοντας, πρέπει να συνεχίσει. Ωστόσο όμως, είναι ξεκάθαρο ότι αν δεν υπάρξει κάποιος μηχανισμός αυτοάμυνας, κάποιο εργαλείο συλλογικής αυτό-συντήρησης, απλά δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων. Θα έμοιαζε ότι για κάθε χειρονομία αυτονομίας, αναδύεται μια νέα μορφή βίας.
Αναρωτιέμαι για την παγκόσμια σύγκλιση που βλέπουμε γύρω από την Διεθνή Απεργία Γυναικών. Τι μπορείς να πεις για τις διαδικασίες που οδηγούν σ΄αυτή την διακλάδωση;
Η Λατινική Αμερική είναι αξιοθαύμαστη για το επίπεδο συντονισμού και οργάνωσης που πέτυχε τους μήνες πριν την απεργία. Είμαστε σε επικοινωνία με όλους τους τύπους οργανώσεων, φεμινιστικών και άλλων, με δικηγόρους, κοινοτικές οργανώσεις, σχολικές ομάδες κ.ο.κ. Για παράδειγμα, μιλάμε με γυναίκες από την Παραγουάη που είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στις αγροτικές επιχειρήσεις και τα αγροχημικά στη χώρα τους. Μια πολλαπλότητα αγώνων βρίσκει χώρο μέσα στο φεμινισμό και βγάζει το κίνημα από το γκέτο, τρόπος του λέγειν.
Δεν θα επιτρέψουμε την ταμπέλα των διασπαστικών. Δεν θα αφεθούμε σε μια γωνιά να μας περιγράφουν σαν ένα κίνημα που σκέφτεται με όρους θυματοποίησης. Η υπερεθνική διάσταση της παρούσας στιγμής είναι ενθαρρυντική γιατί αντιπροσωπεύει μια λογική που λειτουργεί μέσα στις εδαφικές συγκρούσεις παρά στο επίπεδο του έθνους – κράτους. Και αντίθετα με τα κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης των προηγούμενων δεκαετιών, βλέπω το τωρινό κίνημα σαν κατά κάποιο τρόπο πιο ενσωματωμένο και σφριγηλό. Τα σημεία εστίασης έχουν διευρυνθεί πέρα από την πορεία, πέρα από το πολιτικό γεγονός.
Παρομοίως, είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε την παρούσα κατάσταση στη Λατινική Αμερική υπό το φως του κινήματος γυναικών. Έχει γίνει κοινός τόπος να αναγνωρίζουμε ότι η εποχή των προοδευτικών πολιτικών στην Λατινική Αμερική φτάνει στο τέλος της – ότι ουσιαστικά έχουμε μπει σε έναν συντηρητικό κύκλο. Το φεμινιστικό κίνημα όμως εμπλέκεται ενεργά στην εξερεύνηση θεμάτων που βασικά υπερβαίνουν τον δυϊσμό προοδευτικός – συντηρητικός. Θέματα όπως οι πιο πρόσφατες στρατηγικές για την εκμετάλλευση των γυναικείων σωμάτων, η εκμετάλλευση των εδαφών, η ιδεολογία της ασφάλειας όπως χρησιμοποιείται για να επιβάλει την πειθαρχία. Αυτά και άλλα ζητήματα μας επιτρέπουν να αλλάξουμε το κέντρο της ανάλυσης και να πολιτικοποιήσουμε περιοχές που αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής.
Ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματα που κάναμε τους τελευταίους μήνες ήταν να δουλέψουμε με τα συνδικάτα. Ανάμεσα στη δράση του Οκτώβρη και την παρούσα δράση, υπάρχει μια εμπλουτισμένη και επανανοηματοδοτημένη εκτίμηση για το τι σημαίνει το εργαλείο της απεργίας. Αντίθετα με την ιδέα ότι πρόκειται για ένα παρωχημένο εργαλεία χρήσιμο μόνο για μια εργατική αριστοκρατία -τους λίγους που μπορούν ακόμα να απεργήσουν- η ιδέα της απεργίας μετασχηματίζεται και μπαίνει στην υπηρεσία άλλων στόχων. Και αν όλα πάνε καλά θα δώσει την ώθηση για να ξανασκεφτούμε τα ζητήματα που σχετίζονται με τη φύση της δουλειάς και της εκμετάλλευσης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο προσδώσαμε ποικιλία στην έννοια της απεργίας. Από τη μία μεριά, αμφισβητήσαμε το μονοπώλιο των συνδικάτων, που υποθετικά έχουν τη δύναμη να πουν πότε θα γίνει απεργία και στο μεταξύ διαπραγματεύονται τους όρους της υπακοής και της λιτότητας. Αυτό που κάναμε ήταν να γελοιοποιήσουμε αυτή την κατάσταση και να επανεφεύρουμε το εργαλείο της απεργίας. Αυτό μας επέτρεψε να φωτίσουμε την οικονομική δομή της πατριαρχικής βίας. Και ήταν επίσης μία τεράστια επίδειξη δύναμης γιατί φύγαμε από τη θέση του θύματος για να παρουσιαστούμε ως πολιτικά υποκείμενα και παραγωγοί αξίας. Περιπλέξαμε την κατηγορία της γυναίκας-εργάτριας και κάναμε ξεκάθαρο ότι η εργασία είναι επίσης οικιακή και ανεπίσημη.
|