Το παρακάτω αποτελεί τον πρόλογο που έγραψε ο Boots Riley, mc της θρυλικής χιπ χοπ μπάντας των The Coup, στο βιβλίο “PARTY MUSIC / The Inside Story of the Black Panthers‘ Band and How Black Power Transformed Soul Music“(2013).Ο τίτλος του βιβλίου (που αποτελεί ένα προφανές λογοπαίγνιο πάνω στις 2 έννοιες του “Party Music”: Μουσική για Πάρτυ και Μουσική του Κόμματος -των Μαύρων Πανθήρων-) έχει υπάρξει, πίσω στο 2001, και το όνομα του 4ου δίσκου των The Coup…
THE LUMPEN/ FREE BOBBY NOW
“Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμεναν οι περισσότεροι, μερικές από τις πιο έντονες διαφωνίες μεταξύ επαναστατών έχουν συμβεί για ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μουσική. Οι άνθρωποι με το, δήθεν, απίθανο όνειρο να αλλάξουν ολόκληρο τον κόσμο, έχουν ένα ιδιαίτερο χούι να μιλάνε για μουσική. Ίσως αυτό συμβαίνει γιατί όταν ακούς μουσική, ολόκληρος ο κόσμος συνοψίζεται σ’ όσα χωράνε σε 2 αυτιά, μέσω της μελωδίας και του ρυθμού…
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι καλλιτέχνες που βρίσκονταν στην περιφέρεια ή εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ αναζητούσαν την πιο αποτελεσματική μουσική για να συνοδεύσει τις μαχητικές απεργίες, τα κλεισίματα και τις καταλήψεις εργοστασίων που συνέβαιναν, ως αποτέλεσμα των οργανωμένων προσπαθειών τους. Σύμφωνα με το βιβλίο “η Folk (λαϊκή) Μουσική και η αμερικανική Αριστερά” του Richard Reuss, συνθέτες όπως ο Charles Seeger (πατέρας του Pete Seeger) υποστήριζαν τη θέση ότι η folk μουσική -αν και δημοφιλής- ήταν σε μεγάλο βαθμό απολιτική και δεν αποτελούσε το κατάλληλο “δοχείο” για την αποστολή επαναστατικών μηνυμάτων. Ορίστηκε λοιπόν ως “απολιτική” την χρονική στιγμή εκείνη. Οι ίδιοι άνθρωποι υποστήριζαν επίσης πως ένα μουσικό στυλ κατάλληλο για επανάσταση θα χαρακτηριζόταν από μια πιο “συμφωνική” προσέγγιση, κάτι που να θυμίζει την Ρομαντική μουσική περίοδο που γέννησε την “Διεθνή”.
Σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν η μουσική της ευρωπαϊκής Αριστεράς, κι εκεί ήταν που συνέβαιναν, όντως, επαναστάσεις… Η άλλη πλευρά, όμως, αυτή που στήριζε την λαϊκή folk μουσική, είχε ένα πολύ δυνατό και λογικό επιχείρημα: η folk μουσική ήταν η μουσική που άκουγαν τα χαμηλά στρώματα. Κι εκεί είναι που θα έπρεπε να βρίσκονται. Συνθέτες όπως ο Charles Seeger τελικά όχι μόνο “ηττήθηκαν” σ’ αυτό το debate, αλλά εντέλει κατέληξαν να γίνουν υπέρμαχοι και παραγωγοί της επαναστατικής folk μουσικής.
Η ίδια πάνω-κάτω συζήτηση διεξαγόταν τη δεκαετία του 1990 μεταξύ ανθρώπων που αναζήτησαν έναν τρόπο για να συνδέσουν το hip hop με τα κοινωνικά κινήματα. Το επιχείρημα ήταν ότι ένα συγκεκριμένο στυλ του hip hop -το hip hop, δηλαδή που άκουγαν οι περισσότεροι άνθρωποι και είχε περισσότερες επιρροές από μια blues ή funk αισθητική- ήταν παιδαριώδες και αμαθές, ενώ το hip hop που ήταν πιο επηρεασμένο απ’ μια τζαζ αισθητική ήταν πιθανότερο να συνοδεύεται και από έναν υψηλότερο βαθμό συνείδησης. Ποτέ δεν μου έκανε αυτό το επιχείρημα, καθώς πολλοί απ’ τους καλλιτέχνες που “εντάσσονταν” στην ταμπέλα του conscious (συνειδητού) hip-hop μιλούσαν για τα ίδια πράγματα με το gangsta rap, αλλά με διαφορετικό ύφος και συχνά λιγότερη ουσία όσον αφορούσε τις δοκιμασίες και τις διάφορες ταλαιπωρίες της ζωής. Πέρα απ’ αυτό, υπήρξαν άνθρωποι όπως ο Ice Cube που είχαν γράψει κάποια από την πιο πολιτικά, επαναστατικά τραγούδια της δεκαετίας του 1990, αλλά κατατάσσονταν στους “gangsta” απλά λόγω της funk / blues αισθητική τους. Κάποια χρόνια αργότερα, το γκρουπ των Dead Prez θα αποδείξει πως όλο αυτό το “conscious” πλήθος έκανε λάθος, κυκλοφορώντας το τραγούδι “(It’s Bigger Than) Hip Hop”, που συνδύαζε την southern, crunk* αισθητική με στίχους όπως “and it don’t stop ’til we get the po-po off the block (και δε θα σταματήσουμε αν δεν διώξουμε τους μπάτσους απ’ την γειτονιά)“. Το τραγούδι κατέληξε να παίζει σε ολόκληρη την αμερική -στο ραδιόφωνο, στα κλαμπ, σε αμάξια, σε καφενεία…
Έχω ακούσει πολλές κουβέντες από ριζοσπάστες για το πώς πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα επαναστατική κουλτούρα, λες και το πρόβλημα με τον πολιτισμό που καταναλώνουν οι άνθρωποι δεν είναι ο πολιτισμός, αλλά το στυλ. Έχω πάει σε ατελείωτες συναντήσεις ανθρώπων που προγραμμάτιζαν πως θα δημιουργήσουν drum circles** σε γειτονιές, ως υπηρεσία προς την κοινότητα, προσπερνώντας το γεγονός πως την ίδια στιγμή δέκα έως είκοσι άτομα μπορεί να συγκεντρώνονταν κάθε μέρα δίπλα στο αυτοκίνητο με το δυνατότερο ηχοσύστημα και να χόρευαν ή να ραπάρανε πάνω στη μουσική. Το ίδιο σχίσμα, βέβαια, υπήρξε και στη δεκαετία του 1960 και του ’70, καθώς διάφοροι πίστευαν πως η μουσική δεν ήταν πραγματικά επαναστατική, εκτός αν οι οργανοπαίκτες ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές αφρικανικές φορεσιές και παίζανε κουβανικά ταμπούρλα.
Η ουσία του επιχειρήματος έχει να κάνει με το τι θεωρούν οι άνθρωποι ως πρωταρχική ανάγκη στην κοινότητα. Αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι είναι μια “πολιτισμική αλλαγή” -εννοώντας, αυτό που χρειάζεται να αλλάξουν είναι η συμπεριφορά τους- ή μήπως χρειάζονται να γίνουν μέρος ενός κινήματος που θα παράξει καθοριστικές υλικές αλλαγές στην ποιότητα ζωής τους και την σχέση με τον πλούτο που οι ίδιοι δημιουργούν; Αν, όπως εγώ, επιλέγετε το δεύτερο ως απάντηση, τότε καταλαβαίνετε πως η κουλτούρα που υπάρχει, είναι αυτή που πρέπει να αξιοποιηθεί. Το πρόβλημα δεν είναι η αισθητική. Είναι το περιεχόμενο που χρειάζεται αλλαγή. Ναι, υπάρχουν επαναστάσεις και εξεγέρσεις που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο, και μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτό – αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας, όπως είμαστε τώρα, ως ισχυρά οχήματα αυτής της αλλαγής. Οι πολιτιστικές μεταβολές ορίζονται από υλικές μεταβολές.
Το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων ήταν κι αυτό της λογικής πως οι υλικές αλλαγές ήταν αυτό που είναι αναγκαίο. Το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων προέβαλε μια σοβαρή ταξική ανάλυση που δεν έχανε χρόνο με την ιδέα ότι η αλλαγή κουλτούρας θα ήταν το κλειδί. Απ’ αυτό προκύπτει λογικά κι ότι όταν αποφάσισαν να κάνουν μια μπάντα, αυτή ήταν μια μπάντα funk. Οι The Lumpen πήραν τη μουσική που άκουγαν οι μαύροι κι οι μαύρες στις φτωχογειτονιές των ΗΠΑ εκείνη την εποχή και άλλαξαν τους στίχους, έτσι ώστε να μπορούν να προπαγανδίζουν επαναστατικά ενώ γκρουβάρανε. Η μουσική των The Lumpen, όπως και οι ίδιοι οι Πάνθηρες, έδειξαν κατηγορηματικά προς την ιδέα πως δεν υπάρχει λόγος να απευθυνόμαστε προς το “εμείς” που θα μπορούσαμε να ήμαστε: είναι το “εμείς” που είμαστε τώρα, που χρειάζεται χάρτη και τα κατάλληλα εργαλεία.”
– Boots Riley, Oakland, Ιούλιος 2013
*(υπο)κατηγορία της μουσικής του χιπ χοπ, χαρακτηριστική για το αργό της τέμπο, πολύ συνδεμένη με τις νότιες πολιτείες των ηπα (γενέτειρα της θεωρείται το Tenessee). Συχνά ταυτίζεται με μια post-gangsta επίδειξη πλούτου μπλαμπλαμπλα.
**αυτοοργανωμένος κύκλος ατόμων που παίζουν κρουστά καταλαμβάνοντας το δημόσιο χώρο, προσκαλώντας κι άλλα υποκείμενα να συμμετέχουν, μαθαίνοντας ο ένας απ’ τον άλλο. Σε χώρες όπως η αμερική τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά δημοφιλείς σε φιγούρες από νεοπαγανιστές μέχρι μετα-χίπηδες (προφανώς, το εύρος των διαφορετικών υποκειμένων δεν το λες τεράστιο).
Πάρτε κι ένα μοχθήρο αντικαλλιτεχνικό χωσίδι από τον τελευταίο δίσκο των The Coup:
THE LUMPEN/ FREE BOBBY NOW
“Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμεναν οι περισσότεροι, μερικές από τις πιο έντονες διαφωνίες μεταξύ επαναστατών έχουν συμβεί για ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μουσική. Οι άνθρωποι με το, δήθεν, απίθανο όνειρο να αλλάξουν ολόκληρο τον κόσμο, έχουν ένα ιδιαίτερο χούι να μιλάνε για μουσική. Ίσως αυτό συμβαίνει γιατί όταν ακούς μουσική, ολόκληρος ο κόσμος συνοψίζεται σ’ όσα χωράνε σε 2 αυτιά, μέσω της μελωδίας και του ρυθμού…
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι καλλιτέχνες που βρίσκονταν στην περιφέρεια ή εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ αναζητούσαν την πιο αποτελεσματική μουσική για να συνοδεύσει τις μαχητικές απεργίες, τα κλεισίματα και τις καταλήψεις εργοστασίων που συνέβαιναν, ως αποτέλεσμα των οργανωμένων προσπαθειών τους. Σύμφωνα με το βιβλίο “η Folk (λαϊκή) Μουσική και η αμερικανική Αριστερά” του Richard Reuss, συνθέτες όπως ο Charles Seeger (πατέρας του Pete Seeger) υποστήριζαν τη θέση ότι η folk μουσική -αν και δημοφιλής- ήταν σε μεγάλο βαθμό απολιτική και δεν αποτελούσε το κατάλληλο “δοχείο” για την αποστολή επαναστατικών μηνυμάτων. Ορίστηκε λοιπόν ως “απολιτική” την χρονική στιγμή εκείνη. Οι ίδιοι άνθρωποι υποστήριζαν επίσης πως ένα μουσικό στυλ κατάλληλο για επανάσταση θα χαρακτηριζόταν από μια πιο “συμφωνική” προσέγγιση, κάτι που να θυμίζει την Ρομαντική μουσική περίοδο που γέννησε την “Διεθνή”.
Σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν η μουσική της ευρωπαϊκής Αριστεράς, κι εκεί ήταν που συνέβαιναν, όντως, επαναστάσεις… Η άλλη πλευρά, όμως, αυτή που στήριζε την λαϊκή folk μουσική, είχε ένα πολύ δυνατό και λογικό επιχείρημα: η folk μουσική ήταν η μουσική που άκουγαν τα χαμηλά στρώματα. Κι εκεί είναι που θα έπρεπε να βρίσκονται. Συνθέτες όπως ο Charles Seeger τελικά όχι μόνο “ηττήθηκαν” σ’ αυτό το debate, αλλά εντέλει κατέληξαν να γίνουν υπέρμαχοι και παραγωγοί της επαναστατικής folk μουσικής.
Η ίδια πάνω-κάτω συζήτηση διεξαγόταν τη δεκαετία του 1990 μεταξύ ανθρώπων που αναζήτησαν έναν τρόπο για να συνδέσουν το hip hop με τα κοινωνικά κινήματα. Το επιχείρημα ήταν ότι ένα συγκεκριμένο στυλ του hip hop -το hip hop, δηλαδή που άκουγαν οι περισσότεροι άνθρωποι και είχε περισσότερες επιρροές από μια blues ή funk αισθητική- ήταν παιδαριώδες και αμαθές, ενώ το hip hop που ήταν πιο επηρεασμένο απ’ μια τζαζ αισθητική ήταν πιθανότερο να συνοδεύεται και από έναν υψηλότερο βαθμό συνείδησης. Ποτέ δεν μου έκανε αυτό το επιχείρημα, καθώς πολλοί απ’ τους καλλιτέχνες που “εντάσσονταν” στην ταμπέλα του conscious (συνειδητού) hip-hop μιλούσαν για τα ίδια πράγματα με το gangsta rap, αλλά με διαφορετικό ύφος και συχνά λιγότερη ουσία όσον αφορούσε τις δοκιμασίες και τις διάφορες ταλαιπωρίες της ζωής. Πέρα απ’ αυτό, υπήρξαν άνθρωποι όπως ο Ice Cube που είχαν γράψει κάποια από την πιο πολιτικά, επαναστατικά τραγούδια της δεκαετίας του 1990, αλλά κατατάσσονταν στους “gangsta” απλά λόγω της funk / blues αισθητική τους. Κάποια χρόνια αργότερα, το γκρουπ των Dead Prez θα αποδείξει πως όλο αυτό το “conscious” πλήθος έκανε λάθος, κυκλοφορώντας το τραγούδι “(It’s Bigger Than) Hip Hop”, που συνδύαζε την southern, crunk* αισθητική με στίχους όπως “and it don’t stop ’til we get the po-po off the block (και δε θα σταματήσουμε αν δεν διώξουμε τους μπάτσους απ’ την γειτονιά)“. Το τραγούδι κατέληξε να παίζει σε ολόκληρη την αμερική -στο ραδιόφωνο, στα κλαμπ, σε αμάξια, σε καφενεία…
Έχω ακούσει πολλές κουβέντες από ριζοσπάστες για το πώς πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα επαναστατική κουλτούρα, λες και το πρόβλημα με τον πολιτισμό που καταναλώνουν οι άνθρωποι δεν είναι ο πολιτισμός, αλλά το στυλ. Έχω πάει σε ατελείωτες συναντήσεις ανθρώπων που προγραμμάτιζαν πως θα δημιουργήσουν drum circles** σε γειτονιές, ως υπηρεσία προς την κοινότητα, προσπερνώντας το γεγονός πως την ίδια στιγμή δέκα έως είκοσι άτομα μπορεί να συγκεντρώνονταν κάθε μέρα δίπλα στο αυτοκίνητο με το δυνατότερο ηχοσύστημα και να χόρευαν ή να ραπάρανε πάνω στη μουσική. Το ίδιο σχίσμα, βέβαια, υπήρξε και στη δεκαετία του 1960 και του ’70, καθώς διάφοροι πίστευαν πως η μουσική δεν ήταν πραγματικά επαναστατική, εκτός αν οι οργανοπαίκτες ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές αφρικανικές φορεσιές και παίζανε κουβανικά ταμπούρλα.
Η ουσία του επιχειρήματος έχει να κάνει με το τι θεωρούν οι άνθρωποι ως πρωταρχική ανάγκη στην κοινότητα. Αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι είναι μια “πολιτισμική αλλαγή” -εννοώντας, αυτό που χρειάζεται να αλλάξουν είναι η συμπεριφορά τους- ή μήπως χρειάζονται να γίνουν μέρος ενός κινήματος που θα παράξει καθοριστικές υλικές αλλαγές στην ποιότητα ζωής τους και την σχέση με τον πλούτο που οι ίδιοι δημιουργούν; Αν, όπως εγώ, επιλέγετε το δεύτερο ως απάντηση, τότε καταλαβαίνετε πως η κουλτούρα που υπάρχει, είναι αυτή που πρέπει να αξιοποιηθεί. Το πρόβλημα δεν είναι η αισθητική. Είναι το περιεχόμενο που χρειάζεται αλλαγή. Ναι, υπάρχουν επαναστάσεις και εξεγέρσεις που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο, και μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτό – αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας, όπως είμαστε τώρα, ως ισχυρά οχήματα αυτής της αλλαγής. Οι πολιτιστικές μεταβολές ορίζονται από υλικές μεταβολές.
Το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων ήταν κι αυτό της λογικής πως οι υλικές αλλαγές ήταν αυτό που είναι αναγκαίο. Το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων προέβαλε μια σοβαρή ταξική ανάλυση που δεν έχανε χρόνο με την ιδέα ότι η αλλαγή κουλτούρας θα ήταν το κλειδί. Απ’ αυτό προκύπτει λογικά κι ότι όταν αποφάσισαν να κάνουν μια μπάντα, αυτή ήταν μια μπάντα funk. Οι The Lumpen πήραν τη μουσική που άκουγαν οι μαύροι κι οι μαύρες στις φτωχογειτονιές των ΗΠΑ εκείνη την εποχή και άλλαξαν τους στίχους, έτσι ώστε να μπορούν να προπαγανδίζουν επαναστατικά ενώ γκρουβάρανε. Η μουσική των The Lumpen, όπως και οι ίδιοι οι Πάνθηρες, έδειξαν κατηγορηματικά προς την ιδέα πως δεν υπάρχει λόγος να απευθυνόμαστε προς το “εμείς” που θα μπορούσαμε να ήμαστε: είναι το “εμείς” που είμαστε τώρα, που χρειάζεται χάρτη και τα κατάλληλα εργαλεία.”
– Boots Riley, Oakland, Ιούλιος 2013
*(υπο)κατηγορία της μουσικής του χιπ χοπ, χαρακτηριστική για το αργό της τέμπο, πολύ συνδεμένη με τις νότιες πολιτείες των ηπα (γενέτειρα της θεωρείται το Tenessee). Συχνά ταυτίζεται με μια post-gangsta επίδειξη πλούτου μπλαμπλαμπλα.
**αυτοοργανωμένος κύκλος ατόμων που παίζουν κρουστά καταλαμβάνοντας το δημόσιο χώρο, προσκαλώντας κι άλλα υποκείμενα να συμμετέχουν, μαθαίνοντας ο ένας απ’ τον άλλο. Σε χώρες όπως η αμερική τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά δημοφιλείς σε φιγούρες από νεοπαγανιστές μέχρι μετα-χίπηδες (προφανώς, το εύρος των διαφορετικών υποκειμένων δεν το λες τεράστιο).
Πάρτε κι ένα μοχθήρο αντικαλλιτεχνικό χωσίδι από τον τελευταίο δίσκο των The Coup:
THE COUP/ YOU ARE NOT A RIOT (AN RSVP FROM DAVID SIQUIEROS TO ANDY WARHOL)