“[…] Το ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο είναι δημιούργημα του 19°” αιώνα, ώριμος καρπός των ιδεολογικών και πολιτικών επεξεργασιών που κυριαρχούν στην Ευρώπη και της συγκεκριμένης έκφρασής τους στην ελληνική ιστορική συγκυρία. Συνδέεται άμεσα, όπως και μια σειρά μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων, με τη διαδικασία της ανάπτυξης των εθνικών κρατών, αποτελώντας έναν από τους βασικότερους θεσμούς τους, ως ένας από τους χώρους όπου το έθνος μπορούσε να κατασκευάζει την ιστορία του και να παρουσιάζει τον εαυτό του ως μια «φαντασιακή κοινότητα», σύμφωνα με τον όρο του Β. Anderson (1983). Η συζήτηση, επομένως, για την αναγκαιότητα της ίδρυσης ενός μουσείου, στο ευρύτερο πλαίσιο εκείνης για την προστασία των ελληνικών αρχαιοτήτων, ξεκινά στη ουσία όταν ωριμάζουν οι συνθήκες για τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ιστορία ενός “ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους”. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση του κλασικού παρελθόντος από τους λόγιους της εποχής, συνεχίζοντας την παράδοση των προηγούμενων χρόνων, συστηματοποιείται και αναπτύσσεται μέσα στο πνεύμα της ελληνικής εκδοχής του Διαφωτισμού, του λεγόμενου Ελληνικού Διαφωτισμού.
Ειδικότερα η συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στηριγμένη στην κλασική αρχαιότητα δεν ήταν μια τοπικού ενδιαφέροντος εξέλιξη, αλλά μάλλον το προϊόν μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης αυτοπροσδιορισμών σε όλη την Ευρώπη, η οποία αξιοποίησε τα ελληνικά χαρακτηριστικά ως πηγή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού πολιτισμού σε αντιπαράθεση με την Ανατολή. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πούμε ότι, ως ένα βαθμό, τα χαρακτηριστικά αυτά «εισήχθησαν» από τους δυτικούς ή, αλλιώς, ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ανακάλυψαν την ταυτότητά τους στο βλέμμα των άλλων. Η ρητορεία του ελληνικού εθνικισμού συνέβαλε στην ενσωμάτωση της χώρας σε μια επεκτεινόμενη Δύση και σε ένα κόσμο των μοντέρνων Δυτικών αξιών, των οποίων πρόγονος θεωρήθηκε η αρχαία Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως, καθώς η χώρα είχε αποσπασθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέβαλε και στη γενικότερη διαδικασία ανασυγκρότησης του οικονομικού και πολιτικού χάρτη της Ευρώπης. […] Στα μουσεία αυτά ο στόχος ήταν η εθνική ομάδα να μπορέσει να συνθέσει ένα σύνολο υλικών τεκμηρίων τα οποία τη χαρακτηρίζουν και τη διαφοροποιούν από άλλες αντίστοιχες. Επιπλέον, η επιλογή των τεκμηρίων αυτών ήταν τέτοια, ώστε η εθνική ομάδα να μπορεί να τοποθετηθεί πάνω στον πολιτισμικό άξονα, να ταυτοποιήσει τις ρίζες της και να κατοχυρώσει την «ανωτερότητά» της από άλλες εθνικές ομάδες που «υστερούν». Στην περίπτωση του ελληνικού μουσείου, ειδικότερα, εκείνο που θα πρέπει να αποδειχθεί είναι όχι η ανωτερότητα των αρχαιοελληνικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών, κάτι που εν πολλοίς αποδέχεται, αν όχι επιβάλλει η ευρωπαϊκή διανόηση, αλλά ότι οι σύγχρονοι άξεστοι κάτοικοι αποτελούν τους νόμιμους κληρονόμους του ένδοξου αυτού παρελθόντος, κάτι που από ορισμένους αμφισβητείται έντονα. Επιπλέον, από τη μια πλευρά, μέσω των υλικών τεκμηρίων, αυτή η συνέχεια πρέπει να αποδειχθεί στους ξένους, ενώ, από την άλλη πλευρά, πρέπει να πεισθούν και οι ίδιοι οι ντόπιοι να σηκώσουν το βάρος της. […] Αν αναζητήσει κανείς τις ρίζες του παιδαγωγικού χαρακτήρα του μουσείου, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τον τόπο, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι βασικό στόχο αποτελούσε η άνοδος του πνευματικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, μέσα από την επαφή τους με την υψηλή τέχνη και την αντικειμενοποιημένη γνώση· ενώ, ταυτόχρονα, οι “άξεστοι άνθρωποι του λαού” θα μπορούσαν να επηρεαστούν, ώστε να ρυθμίσουν την κοινωνική τους συμπεριφορά, να αποκτήσουν αυτο-έλεγχο και αυτο-συγκράτηση. Στόχος, με άλλα λόγια, της εισόδου των λαϊκών στρωμάτων στο μουσείο είναι η διαμόρφωση των ηθικών, πνευματικών και συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού, την οποία επιτυγχάνει όχι μόνο η επαφή του με τα εκθέματα αλλά και η συνύπαρξή των λαϊκών στρωμάτων με τις περισσότερο καλλιεργημένες τάξεις μέσα στον κοινωνικό χώρο του μουσείου. Ο Τ. Bennet (1995), μάλιστα, σχολιάζοντας την οπτική τουλάχιστον επαφή του κάθε επισκέπτη με τους υπόλοιπους, τη συγκρίνει με τα όσα σχολιάζει ο Μ. Foυcaυlt για το panopticon και την αντιμετωπίζει ως ένα μέσο ελέγχου και παρακολούθησης της συμπεριφοράς των λαϊκών στρωμάτων, το οποίο μπορούμε να εντάξουμε στο πλαίσιο των σωφρονιστικών μηχανισμών του κράτους (Pearce 1989).
Αυτό, δηλαδή, που ξεκινά ως μια πράξη αναγνώρισης των δικαιωμάτων των κατώτερων τάξεων μπορεί στην πράξη, πολλές φορές, αντί να λειτουργήσει στην κατεύθυνση της ομογενοποίησης, να εντείνει την πολιτιστική διαφοροποίηση ανάμεσα στο λαό και την κοινωνική ελίτ. […] Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία του 19°” αιώνα, όπως και τα αντίστοιχα ευρωπάίκά, είχαν ως κύριο στόχο την κατασκευή ενός παρελθόνrος, το οποίο θα μπορούσε να τεθεί σε συστηματική παρατήρηση, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην ανασύνθεση του παρόντος. Αποτέλεσαν μια τεχνολογία εξέχουσας σημασίας για την ανα-κατασκευή των ευρωπαϊκών αρχαιοτήτων σε άμεση σχέση με την ιστορία, την τέχνη, τη φιλοσοφία και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. […] Βασικό χαρακτηριστικό της αρχαιολογικής έρευνας, όπως και τις προηγούμενες δεκαετίες, ήταν η υποστήριξη των εθνικιστικών ιδεολογημάτων· ήδη όμως η κλασική αρχαιότητα είχε παγιωθεί ως «παρελθόν» των σύγχρονων Ελλήνων από τη στιγμή που αυτή η εικόνα υποστηριζόταν και από τους δυτικοευρωπαίους. Η σύνδεση των κλασικών αρχαιοτήτων με την καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων, εκτός από την επίσημη προβολή, είχε αρχίσει να περνάει και στη λάίκή συνείδηση (Καλπαξής 1990, Κόκκου 1977). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι την περίοδο αυτή το άγχος της απόδειξης της εθνικής συνέχειας απασχολούσε περισσότερο τους μελετητές της προϊστορικής αρχαιολογίας στα πρώτα συστηματικά της Βήματα. Αυτοί ήταν που έπρεπε να υποστηρίξουν ότι και τα κατάλοιπα της πρώιμης ανθρώπινης δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο είχαν εθνική σημασία, καθώς αποτελούσαν προοίμιο των επόμενων ένδοξων ιστορικών περιόδων, μέσα από την επαλήθευση των Ομηρικών επών και την αναζήτηση των παλατιών των ομηρικών ηρώων. Διαπιστώνουμε, για ακόμη μια φορά, ότι στις αρχές του 20°” αιώνα ο εθνικισμός δεν ήταν απλώς το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε, αλλά αποτελούσε ειδοποιό χαρακτηριστικό της ίδιας της ελληνικής αρχαιολογίας, συμπεριλαμβανομένης και της πρόίστορικής. Ο εθνικισμός λειτούργησε ως ένα σύστημα πολιτισμικά ενσωματωμένων ερωτημάτων και υποθέσεων επιστρατευμένων στην παραγωγή της «αλήθειας» και του «λάθους» σε θέματα του προϊστορικού παρελθόντος. Ακόμη δηλαδή και αν τα ευρήματα της προϊστορικής έρευνας δεν αξιοποιήθηκαν για την εθνογένεση, τα ερευνητικά ερωτήματα ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εθνικιστικού τύπου (Fotiadis 2001, Kotsakis 1991).
[…] (Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου) θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κέντρο βάρους μεταφέρεται στα νεοαποκτηθέντα από το ελληνικό κράτος εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, με καθοριστική την περίοδο αυτή την παρουσία του W. Α. Heυrtley. Το βασικό, κατά συνέπεια, θέμα της αρχαιολογικής συζήτησης, μέσα σε μια περιρρέουσα αντίληψη που θεωρούσε την περιοχή διαχρονικά περιθωριακή και υπανάπτυκτη, ήταν το τι αντιπροσώπευε η Μακεδονία και τι θα μπορούσε να δώσει αρχαιολογικά. Είχε, βεβαίως, επισημανθεί η σημασία της για την ευρωπαϊκή ιστορία, το δίλημμα όμως ήταν αν θα έπρεπε να ενταχθεί στον αιγαιακό χώρο ή, μάλλον, να συσχετισθεί με τους βόρειους γείτονές της με τους οποίους παρουσίαζε έντονες ομοιότητες (Fotiadis 2001, Kotsakis 1998). […] Αυτές οι αρχαιολογικές αναζητήσεις ήταν απόλυτα εναρμονισμένες με την προσπάθεια ομογενοποίησης και «Ελληνοποίησης» της περιοχής μετά τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις που ακολούθησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή.” |