[ από το περιοδικό Sarajevo #73, μάης _13 ]



H μικροαστική αντίληψη που αντιλαμβάνεται την καπιταλιστική “αγορά εργασίας” οργανωμένη σε θέσεις, και μάλιστα σε θέσεις που είναι (ή πρέπει να είναι) ιδιόκτητες, είναι πάντα μια αντίληψη αντι-εργατική. Τους “καλούς καιρούς” στηρίζει, παράγει και αναπαράγει όλα εκείνα τα φαινόμενα επιθετικότητας και ρουφιανιάς μέσα στην τάξη μας, εναντίον των ομοίων, των διπλανών, για την εύνοια του αφεντικού ή του προϊσταμένου, έτσι ώστε η “θέση μου” να είναι στέρεη… Αδιάψευστος μάρτυρας του δηλητηρίου που έχει αυτή η αντίληψη ήταν, ακόμα και στους “καλούς καιρούς”, η συνάντηση υποψήφιων να δουλέψουν στην “ίδια θέση”: άνεργοι / άνεργες όλοι / όλες, στο έλεος κάποιου “υπεύθυνου προσωπικού” που θα τους κοιτάξει στα δόντια (μεταφορικά), σπάνια νοιώθουν την αλληλεγγύη της κοινής κατάστασης και του κοινού εχθρού, που είναι εκεί, πίσω απ’ την πόρτα, για να κάνει την διαλογή. Η ιδέα της “θέσης εργασίας” γίνεται πολύ ισχυρή: μια καρέκλα που την διεκδικούν πολλοί κώλοι, καταδικασμένοι να μονομαχούν για το “βραβείο”…

Αλλά σε “κακούς καιρούς”, σαν τους τωρινούς, αυτή η αντίληψη είναι ακόμα περισσότερο επικίνδυνη. Οι mainstream αναπαραστάσεις για την κρίση είναι κατάλληλα και σκόπιμα προσαρμοσμένες στους μικροαστικούς ιδεότυπους: η “οικονομία συρρικνώνεται”, η “πίτα μικραίνει”, οι “επιχειρήσεις κλείνουν”. Εάν ο καπιταλισμός παρομοιάζεται με ένα τεράστιο μαγαζί, η κρίση αναπαριστάται σαν το πέταμα στην άκρη του ενός τέταρτου, ή του ενός τρίτου απ’ τις καρέκλες και τα τραπέζια. Κατόπιν αυτού θεωρείται “λογικό” που περισσεύουν πολλοί κώλοι, που τόσοι και τόσες πρέπει να στέκονται όρθιοι, παρακαλώντας είτε να αδειάσει καμιά “θέση” είτε να ευαρεστηθεί ο μαγαζάτορας να προσθέσει λίγα τραπεζοκαθίσματα.
Υπ’ αυτές τις ιδεολογικές συνθήκες, οι συνέπειες ειναι το βάθεμα της προσωπικής αθλιότητας, “από ανάγκη”: αν μπορείς να σπρώξεις τον άλλο και να πάρεις τη “θέση” κάντο! Στο κάτω κάτω κάθε άνεργος / άνεργη είναι 100% τέτοιος / τέτοια, και το βίωμα είναι βαρύ. Η ανάγκη (μου) προέχει, δεν έχω μάτια (ούτε μυαλό) να μοιραστώ κάτω επ’ αυτού· και να που τώρα κάποιο αφεντικό, κάποιος εργοδότης, βάζει μια η δύο καρέκλες ακόμα στο μαγαζί, και γνέφει: ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Την χρυσή δεκαετία του ’90 τα βοθρολύματα έπαιξαν, στα μέτρα των τότε δυνατοτήτων τους, το “οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές” και το “οι ξένοι ρίχνουν τα μεροκάματα”. Συνεπές στο λόγο ύπαρξης των βοθρολυμάτων, πλην άσχετο με την πραγματικότητα: στις δουλειές που ξέπεφταν οι Βαλκάνιοι προλετάριοι οι έλληνες δεν πλησίαζαν ούτε στο χιλιόμετρο, παρά μόνο σαν πελάτες. Οι καρέκλες, οι ποθητές “θέσεις εργασίας” για τους ντόπιους ήταν αλλού, κι όχι στα χωράφια, στους στάβλους, στα γιαπιά, στις λάτζες, στις σφουγγαρίστρες, στις υπηρεσίες σε κατάκοιτους. Οι “θέσεις εργασίας” που “έπιαναν” οι “φτηνοί ξένοι” ήταν απλά ανύπαρκτες για τους ντόπιους, όπως ανύπαρκτοι ήταν (ή έπρεπε να είναι) στους δημόσιους χώρους και χρόνους και οι ίδιοι οι μετανάστες και οι μετανάστριες. Συνεπώς ο γενικός ρατσισμός δεν είχε την μορφή σπρωξιμάτων και βίας για την κατάκτηση περιορισμένων (και γι’ αυτό πολύτιμων) “θέσεων” εργασίας. ‘Ηταν, για να το πούμε έτσι, κυρίως ρατσισμός στη σφαίρα της κυκλοφορίας: στους δρόμους, στα λεωφορεία, στα ψιλικατζιδίκα.
Αλλά γύρισε ο καιρός. Και οι πλέον κατάλληλοι να αξιοποιήσουν το στρίμωγμα και την μικροαστική αντίληψη περί “θέσεων εργασίας” είναι αυτοί που μορφοποιούν το μικροαστικό σίχαμα. Δουλειά στους έλληνες προπαγανδίζουν τα βοθρολύματα, όπου φτάνουν τα χέρια τους το “επιβάλλουν”· κι αυτή τη φορά δεν χρειάζεται καν να φωνάζουν “έξω…”. Εννοείται. Και μπορεί να μην είναι ακόμα διατεθειμένοι οι ντόπιοι άνεργοι να δουλεύουν δέκα και δεκαπέντε ώρες γονατιστοί στα θερμοκήπια της φράουλας η σκυφτοί στο μάζεμα των σταφυλιών η όρθιοι μπροστά σ’ ένα νεροχύτη (και για σκατά λεφτά), όμως το “εννοείται” παραμονεύει σαν ιδεολογική και πολιτική σταθερά. “Γειωμένη” στις “ανάγκες” 1,5 εκατομμυριου ντόπιων ανέργων – οι μεταναστες, με ή χωρις χαρτια, δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται καν και καν σ’ αυτήν την κατηγορία.

Με τις βερμπαλιστικές διακηρύξεις τις, την υπερανεπτυγμένη μυωπία της, και τον ελάχιστα κρυμμένο πρακτικό αντι-εργατισμό της, η ντόπια αριστερά (στο σύνολο, σχεδόν, των υποδιαιρέσεὡν της) έχει φροντίσει να αφήσει τον δρόμο και το πεδίο ανοικτό στα βοθρολύματα ή και σε οποιονδήποτε άλλον “πατριὡτη” που “νοιάζεται για τους εργαζόμενους” – τους ντόπιους φυσικά. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι ή παράλειψη αυτή (όπως κι όλες οι υπόλοιπες) είναι κατά λάθος. Κι αυτό επειδή οτιδήποτε δεν διευκολύνει την υποτίμηση της εργασίας έχει κόστος για τ’ αφεντικό· και όχι μόνο οικονομικό: με τον καιρό είμαστε σίγουροι για το είδος των συμφερόντων που στην ουσία εξυπηρετούν οι φλογερές διακηρύξεις και οι σκληρές απειλές για “ανατροπές”, “μνημόνια”, κλπ. Η πιο τρανταχτή απόδειξα που διαθέτουμε (αν και καθόλου α μοναδική) είναι ή εύκολη σιωπή με την οποία η ελληνική αριστερά έχει “φάει” και έχει “χέσει” (συγγνώμη για το ύφος) έναν άλλο χειρισμό υποτίμησης της εργασίας: την under25 χρονών θεσμισμένη εδώ και σχεδόν 3 χρόνια εργασιακή φτήνεια, που έχει δώσει την ευκαιρία σε αρκετούς εργοδότες (απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους και φουκαράδες, που “δεν βγαίνουν”) να απολύουν μεγαλύτερους και να προσλαμβάνουν νεαρούς και νεαρές, τους οποίους και χτυπάνε – στ’ – αυτιά.
Το λιγότερο που θα έλεγε σε άλλους καιρούς ή ελληνική αριστερά είναι ότι πρόκειται για ωμό ρατσισμό· αντίστοιχο του άλλου, του γνωστού, ότι οι γυναίκες εργάτριες / μισθωτές πρέπει να είναι φτηνότερες απ’ τους άντρες για την ίδια δουλειά. “Σε άλλους καιρούς” -αλλά όχι τώρα!
Συνεπώς ο δρόμος είναι ανοικτός. Οι σήμερα περιορισμένες κι αύριο με το σταγονόμετρο λίγο περισσότερες “θέσεις εργασίας” είναι μπροστά, και το κλωτσοσκούφι στο εσωτερικό της τάξης μας εννοείται. Οι πιο “βολικοί” να χτυπηθούν είναι φυσικά οι μετανάστες εργάτες· κι αυτό απλά θα “χαλυβδὡσει” την σιγουριά πως “αυτό είναι το σωστό” για κάθεπερίπτωσή. Εναντίον των πόντων. Εναντίον των γυναικών· εναντίον των μεγαλύτερων σε ηλικία (κάτι τέτοια δεν λέγονταν στον “διάλογο” γύρω απ’ την g700;).
Το μόνο που μπορεί – και πρέπει – να κλείσει αυτό το δρόμο είναι η προσέγγιση που έχει παρουσιάσει με όσο μεγαλύτερα διαύγεια είναι δυνατόν το πλάνο 30/900). Ο ταξικός και μαχητικός προσανατολισμός στο 30ωρο (στα θέση του τωρινού 40ωρου) σαν βασικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, δεν είναι επιλογή ενός “αριθμού” για να ‘χουμε να λέμε. Είναι το ξεκλείδωμα, ή “αρχή της αποδόμησης” (εάν το προτιμάτε) όλης της μικροαστικής και δηλητηριώδους αντίληψης περί “θέσεων εργασίας”, που υπηρετεί – τι άλλο; – τα συμφέροντα των αφεντικών. Σε πρώτη (αν και όχι λανθασμένη) ματιά το 30ωρο είναι ένα “τεχνικό” ζήτημα. Εκείνο, όμως, που δεν είναι καθόλου “τεχνικό” είναι το πως και γιατί οι σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες θα έπρεπε να στραφούν ΕΚΕΙ αντί να έχουν στο μυαλό τους μια “καρέκλα” κι ένα “στυλιάρι” για να την κατακτήσουν ή να την υπερασπιστούν.
Το γκρέμισμα των θεωρημάτων περί πεπερασμένων “θέσεων εργασίας” και η ανάδειξη της αλήθειας, της καπιταλιστικής αλήθειας, ότι τα αφεντικά “αγοράζουν” και εκμεταλλεύονται χρόνο εργασίας είναι στην πρώτη γραμμή, ακριβώς πίσω απ’ τον αριθμό 30. Μόλις συνειδητοποιήσει κανείς αυτό (που είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο πολύ εύκολα) απλώνεται γύρω γύρω ή δυνατότητα γκρεμίσματος της “αναγκαστικής” δήθεν (λόγω “κρίσης”) ή προέλευσης (και άρα δικαιολόγησης) της ανεργίας. Γιατί ενώ τα ατομικά βιώματα (των ανέργων) είναι απλά βιώματα έλλειψης, η γενική ρύθμισή περιλαμβάνει τόσο το 0 ώρες δουλειάς όσο και το 60 ή 70 ώρες δουλειάς (την εβδομάδα)· όπως, επίσης, το οσεσδήποτε ώρες αλλά ‘μαύρες”. Η “αγορά εργασίας” διαλύεται τότε σαν αρένα “ευκαιριών” ή “δυστυχίας” (όπως είναι ή βολική για τα αφεντικό αναπαράσταση) και αποκαθίσταται σαν αυτό που είναι, σαν ένα δυναμικό / πολεμικό πεδίο, όπου ή πλευρά των αφεντικών διεκδικεί το μονοπώλιο να διαχειρίζεται και να “μοιράζει” τον γενικό, τον συνολικό χρόνο εργασίας με τέτοιον τρόπο ώστε  να παρακαλάμε να μας εκμεταλλεύονται!
Λίγο πιο μετά, στο ξεδίπλωμα του πως και γιατί ή σύγχρονα εργατική τόξα πρέπει να πολεμήσει για να πάρει στα δικά τας χέρια, χέρια ταξικής αλληλεγγύης και ανταγωνισμού, (και) το θέμα του βασικού χρόνου εργασίας, βρίσκεται η ανακάλυψη (ή μήπως ή υπενθύμιση;) της έσχατης αλλά καλά κρυμμένης καπιταλιστικής αλήθειας: είμαστε πολύ “παραγωγικοί”, πολύ δημιουργικοί· κι όταν πουλάμε τον χρόνο εργασίας (μας) στην ουσία πουλάμε την δυνατότητα παραγωγής του κοινωνικού πλούτου· κι αυτήν την δυνατότητα είναι που εκμεταλλεύονται άγρια τα αφεντικά.

Δεν θα πούμε περισσότερα, μιας και όλες τις βασικές παραμέτρους του ζητήματος 30ωρο και του γιατί πρέπει να πολεμήσουμε γι’ αυτό από προχτές, τις συγκέντρωσε η συνέλευση του πλάνου 30/900 σε σχετική μπροσούρα. Το σίγουρο είναι πως το 30ωρο (με σημαντική αύξηση του καθαρού βασικού μισθού, μην ξεχνιόμαστε!) είναι, πέρα απ’ τα υπόλοιπα, και ριζικά αντιφασιστικό. Είναι η συγκεκριμενοποίηση, απόλυτα απαραίτητη σε συνθήκες γενικευμένης επίθεσης των αφεντικών σαν αυτή που ζούμε, εκείνου του παλιού συνθήματος «λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους». Χωρίς καμία διαλογή και “προτεραιότητα” με όρους φύλου, φυλής, ηλικίας ή ό,τι άλλο σκεφτούν τ’ αφεντικά. Είναι επίκαιρη μορφοποίησή ενός άλλου, ακόμα πιο μαχητικού παλιού συνθήματος, του «δεν θα μοιράσουμε την φτώχια μας, θα μοιράσουμε τα πλούτη τους».
Πράγμα που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε είναι στα σοβαρά εχθρός του φασισμού σήμερα, δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει συνειδητά, δυναμικά, δημόσια (και) το 30ωρο. Οποιαδήποτε “παράλειψη” δεν θα οφείλεται στην “άγνοια” αλλά θα είναι προσχηματική. Ναι, απέναντι στο νέο ολοκληρωτισμό και στην πολλαπλή επίθεση που δεχόμαστε: αυτό, αυτό, αυτό είναι το σωστό: μείωση ωραρίου κι αύξηση στο μισθό!