“Τσέκαρε το…
Ήμουν στην αναμονή για πολύ καιρό
με άγνωστες ποσότητες σκέψεων φορτωμένες στο κεφάλι
Ανοίγω την τηλεόραση και βλέπω μόνο έγκλημα
Σενάρια γραμμένα επιμελώς, τα αναμεταδίδουν την κατάλληλη στιγμή γι’ αυτούς
Κλείνω την τηλεόραση, πρέπει να φάω, ανοίγω το ψυγείο και δεν βρίσκω τίποταΚλεισμένος στο δωμάτιο, κλεισμένος σε μια αύρα σκοτεινιάς,
να εύχομαι να μπορούσα να βγάλω ένα ρυθμό
αλλά τα χέρια μου έχουν παραλύσει και τα μάτια μου
θέλουν να δακρύσουν –μα αυτό δε γίνεται,
υπάρχει αυτός ο φράχτης των πραγμάτων που δεν μπορώ να αντέξω
συναισθήματα που δεν διαχειρίστηκα σωστά
Οι τύψεις με ακολουθούν μαζί με τον καλό τους φίλο,
την απειλή της φτώχειας
Εδώ είναι αυτό που είμαι, ενάντια σε αυτό που θα θελα να ‘μαι
Μπορεί και να ‘μαι “θύμα των περιστάσεων”
Κοιτάζω τον εαυτό μου και, στην πρώτη ματιά
αντικρύζω όλους αυτούς που νόμιζα πως ήμουν εγώ
βασισμένος σε ταυτότητες, δημόσιες και ιδιωτικές,
μέσα από πειρατικά ραδιόφωνα,
ένας εγκληματίας με ένα όπλο που στοχεύει στο κεφάλι σου,
ένας νταβατζής με πρησμένες τσέπες, ένας γελωτοποιός,
ένας σκλάβος με πληγές που εξαπλώνονται,
μια ακαδημαϊκή αποτυχία που ελπίζει να ανιχνεύσει την ζωή,
να την εγείρει σε αυτό μου μπορεί να γίνει
οι ανθρώπινοι νόμοι φτιάχνονται, τους πολεμάμε
και γυρνάμε πίσω κι έπειτα έρχονται κι άλλοι
είμαι ευγενικός, φιλικός, ο χειρότερος εχθρός σου
γοητευτικός, άξεστος, και πιθανόν επικίνδυνος, σου λέει κάτι όλο αυτό;
Είμαι αόρατος και δε μπορείς να με αγγίξεις
Αυτό δεν είναι η όμορφη ταυτότητά μου που λιώνει,
είναι οι σκέψεις που δεν μπορώ να διαχειριστώ μέσα σε ασφαλή όρια
και μια ανάμεσα στις τόσες είναι προσωπική
φτιαγμένη από τον πόνο του εύθραστου (El – P)
Ακόμα μιλάω για “dope” και “fresh” και τέτοια πράγματα (“gangsta rap” ορολογία)
αλλά δεν πίνω πρέζα και δεν καπνίζω κρακ
οι σκέψεις σου είναι πάντα ευπρόσδεκτες,
αλλά σπάνια θα εισχωρήσω στην προοπτική κάποιου άλλου,
απλά με βοηθάει να φορέσω διορθωτικούς φαρούς επαφής
για να μπορώ να βλέπω τον κόσμο πιο καθαρά
Κοίτα, υπάρχει πείνα τριγύρω, οικογένειες που ζούνε μέσα στον φόβο
των ασθενειών και του άγχους που πλανάται στον αέρα
Αυτά είναι τα λόγια ενός ανθρώπου στο καθαρτήριο
λόγια κάποιου αφελούς που ζει μέσα στη λήθη
Είναι αυτό το μοντέλο ζωής που οραματίζεσαι,
ελεύθερος όσο μπορείς μέσα σ’ έναν φυλακισμένο κόσμο;
σε προκαλώ να τσεκάρεις καινούρια πεδία
“Αμερικάνικο όνειρο”; καιρός να βρούμε άλλη ιστορία,
κάποια στην οποία να μην πνίγομαι
προσπαθώντας να κρατηθώ στην επιφάνεια
έχω σιχαθεί να ζω σ’ αυτά τα ψεύτικα οράματα ελπίδας
μ’ ένα μαχαίρι στο λαιμό μου,
έχω κρυμμένο δυναμίτη μέσα στο παλτό μου
γιατί ξέρω πώς πάει τριγύρω,
η πραγματικότητα σ’ αυτόν τον κόσμο πουλιέται και αγοράζεται
μια πολύ περιορισμένη οπτική της ζωής παρουσιάζεται
κι είμαι απλά ένας απ’ το πλήθος, υπό πλήρη έλεγχο
παρατημένος να σαπίσω στην “ταπεινή μου κατοικία”
Δε θα μ’ ακούσεις γιατί δεν έχω λάφυρα
δε θα μ’ ακούσεις γιατί δεν με υπολογίζεις
είμαι υπάκουος και ψυχοπαθής, σου λέει κάτι όλο αυτό;
Είμαι αόρατος και δε μπορείς να με αγγίξεις
Μοναχική μητέρα, ποια είσαι; (είμαι φάντασμα)
Υπάλληλε γραφείου, ποιος είσαι; (είμαι φάντασμα)
Εσύ που αγωνίζεσαι για να την βγάζεις, ποιος είσαι; (είμαι φάντασμα)
Καταθλιπτικέ και χωρίς έμπνευση, ποιος είσαι; (είμαι φάντασμα)
Εσύ που δουλεύεις σκληρά κι είσαι ταπί και κουρασμένος, ποιος είσαι; (είμαι φάντασμα)
Εσύ που αναζητάς παιδεία, ποιος είσαι; (είμαι φάντασμα)
Εσύ που, ό,τι κι αν κάνεις, δεν μπορείς να προχωρήσεις, ποιος είσαι; (είμαι φάντασμα)”
* Ο Lif στο Phantom, απ’ το ομώνυμο πρώτο άλμπουμ του στην Definitive Jux (2002) μιλάει για “αόρατους”. Μιλάει για το γεμάτο αντιφάσεις πολυεθνικό προλεταριάτο των δυτικών μητροπόλεων. Οι ίδιοι αόρατοι, καμιά 40αριά χρόνια νωρίτερα, σε κάποια άλλη γωνιά του πλανήτη, μέσα απ’ τo ιταλικό κίνημα της εργατικής αυτονομίας επιδίωξαν να πάρουν συλλογικά τις τύχες τους στα χέρια τους -και να εμφανίσουν το πρόσωπό τους. Και απείλησαν να φέρουν τον κόσμο τούμπα:
«Οι αόρατοι. Μια ολόκληρη γενιά. Οι πιο ανήσυχοι. Στα εργοστάσια, στις γειτονιές, τα πανεπιστήμια, τα λύκεια. Εξεγερμένοι. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Γόνιμα εξεγερμένοι. Γόνιμα εξεγερμένες. Άλλαζαν τις κοινωνικές σχέσεις. Αλλάξαν οριστικά την θέση της γυναίκας σε μια βαθιά καθολική κοινωνία. Κατέλαβαν χιλιάδες σπίτια για τους άστεγους και για να στεγάσουν τη νέα ζωή. Δημιούργησαν χιλιάδες έντυπα. Άνοιξαν έναν τεράστιο διάλογο για την ριζική αλλαγή αυτής της κοινωνίας. Στα εργοστάσια-φυλακές ένα καθημερινο κίνημα αμφισβητούσε τις σχέσεις κυριαρχίας, επέβαλλε τις απόψεις του, τα άλλαζε αλλάζοντας τις ζωές των ανθρώπων, που πια τα ήθελαν όλα: “αυτός ο παλιός κόσμος, ο κόσμος της κυριαρχίας και της ταπείνωσης, δεν πάει άλλο…»
Γ. Σιούνας, απ’ την εισαγωγή του βιβλίου του Νάννι Μπαλεστρίνι “Οι αόρατοι” (1987)