> Κυκλοφορεί το 106ο τεύχος του Sarajevo (Μάης ’16)


Είναι γεγονός ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός αποτελεί παγκόσμια κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας. Συνεχίζει, δε, μέχρι και σήμερα, να συνιστά ζώσα κληρονομιά για το σύνολο της ανθρωπότητας, όχι μόνο σε αναφορά με το χθες και το σήμερα, αλλά και σε σχέση με το διηνεκές.
Αδιαμφισβήτητα, η Ελληνική γλώσσα συνιστά τον πυρήνα διάδοσης του Ελληνικού Πολιτισμού. Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες γλώσσες του κόσμου, ζωντανή, σφριγηλή και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάδοση του χριστιανισμού.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά και ως αφετηριακό σημείο εκκίνησης της ανωτέρω προσπάθειας, προτείνεται η νομοθετική καθιέρωση της 20ης Μαΐου, ημέρα γέννησης του Σωκράτη, ως “Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνοφωνίας και Ελληνικού Πολιτισμού”.
Επιπρόσθετα, η 20η Μαΐου αποτελεί ημερομηνία ενάρξεως της 1ης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, η οποία λειτούργησε κομβικά για την Ελληνορθόδοξη παράδοση και τη μεταγενέστερη πολιτιστική επιρροή της ανά τον κόσμο.
Οι υπουργοί
– εσωτερικών και διοικητικής ανασυγκρότησης Παναγιώτης Κουρουπλής
– εξωτερικών, Νικόλαος Κοτζιάς
– παιδείας, έρευνας και θρησκευμάτων, Νικόλαος Φίλης
– πολιτισμού και αθλητισμού, Αριστείδης Μπάλτας
– ο υφυπουργός εξωτερικών, Ιωάννης Αμανατίδης.
Αυτή είναι μια καινούργια έμπνευση της φαιορόζ κυβέρνησης, και αναρωτιόμαστε σε ποιο παράλληλο σύμπαν ζουν αυτοί οι τύποι με τέτοιες “πρωτοβουλίες”. Όσο για το περιεχόμενο; Είναι σε περίληψη όλη η μεγαλομανία και η διαστροφή της ελληνικής ιδεολογίας. Ποιος θα ήταν δυνατόν, ποτέ, να συνδυάσει τα γενέθλια του Σωκράτη (το 470 π.χ.) με τον πρώτο κομματικό συνέδριο των χριστιανών (το 325 μ.χ.), συνέδριο που οργανώθηκε απ’ τον αυτοκράτορα, για να ξεμπερδέψουν με την “αίρεση” του αρειανισμού και να αποφασίσουν ότι ο “υιός” δεν είναι κατώτερος του “πατρός” (όπως υποστήριζε ο Άρειος) αλλά ίσος – ποιος; Μόνο η ιδεολογία του ελληνικού έθνους / κράτους θα μπορούσε να εκδηλώνει τέτοιον ιστορικό εκλεκτικισμό.

Α
υτή η ιδεολογία είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα. Αυτό είναι γνωστό. Πολύ συγκεκριμένοι διανοούμενοι (και ιστορικοί, με κυριότερους τον Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο) προσπάθησαν να κατασκευάσουν μια “ιστορία του ελληνικού έθνους” που αφενός να δίνει ιστορικό βάθος στο νέο (τότε) ελληνικό κράτος αγκυρώνοντάς το με την ένδοξη (όπως είχε γίνει ήδη απ’ τις αστικές τάξεις της ευρώπης) αρχαια ελλάδα· αφετέρου να νομιμοποιεί τις ιμπεριαλιστικές αξιώσεις αυτού του καινούργιου και μικροσκοπικού κράτους στα βαλκάνια και στη μικρά ασία, σε βάρος της (υπαρκτής τότε) οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όλες οι ιδεολογίες (νομιμοποίησης) της δημιουργίας των εθνικών κρατών, αρχίζοντας απ’ το γαλλικό, είναι στον ένα η στον άλλο βαθμό μυθολογίες. Με την έννοια ότι χρησιμοποιούν επιλεκτικά την ιστορία, τονίζουν ή υπερτονίζουν κάποια σημεία, υποτιμούν ή εξαφανίζουν άλλα που δεν ταιριάζουν με την κυρίαρχη αφήγηση και τους σκοπούς της. Η ελληνική περίπτωση, η μυθολογία / ιδεολογία του ελληνικού έθνους / κράτους έχει, όμως, μερικές ιδιαιτερότητες που ενδεχομένως είναι και μοναδικές στην ευρύτερη ζώνη της νοτιοανατολικής ευρώπης και της μέσης ανατολής – με την εξαίρεση την ιδεολογία του εβραϊκού έθνους / κράτους. Αυτές οι ιδιαιτερότητες θα μπορούσαν να είναι φιλολογικό ζήτημα αν δεν συνέβαινε να παράγουν ακόμα (και θα συνεχίσουν να παράγουν για καιρό ακόμα) “τραγωδίες”…
Η πρώτη ιδιαιτερότητα (γενικά κρυμμένη) είναι ότι η ιδέα της “ιστορικής συνέχειας των ελλήνων”, απ’ τους Μυκηναίους ως σήμερα, δια μέσου των αιώνων, ιδέα που δουλεύτηκε πρώτα απ’ τον Ζαμπέλιο και μετά (πιο ολοκληρωμένα) απ’ τον Παπαρρηγόπουλο, με την ιστορία του ελληνικού έθνους (που αποτελεί την “διδακτέα ύλη” του μαθήματος της ιστορίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα απ’ τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα…) είναι γερμανική εφεύρεση. Ο Γιόχαν Γουστάβ Ντρόιζεν, το 1833, δημοσιοποίησε μια “ιστορία του μεγάλου Αλεξάνδρου” γραμμένη έτσι ώστε να υμνεί έμμεσα αλλά καθαρά το γερμανικό μεγαλείο και τον Βίσμαρκ, δια μέσου ενός είδους “ιστορικής αντανάκλασης”. Προκειμένου να δημιουργήσει μια “βάση” για τον πρωσισμό (και τις ιμπεριαλιστικές αξιώσεις του στην ευρώπη) ο Ντρόιζεν έφτιαξε μια “βάση” για τον ελληνισμό – κάτι που ήταν εν μέρει “άσκηση ύφους” μέσα στον (νεο)κλασσικισμό και τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα. Η κεντρική ιδέα του Ντρόιζεν ήταν η ύπαρξη μιας “ουσίας” (εθνικού τύπου) που διατρέχει την ιστορία αναλλοίωτη, ακόμα κι αν “εκδηλώνεται” με τρόπους που είναι διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους. Έτσι ο Ντρόιζεν έκανε κουρέλια όλη την ως τότε ιστορική αντίληψη για το τι, που και πότε ήταν η “αρχαία ελλάδα”, σύμφωνα με την οποία αυτή (ο “αρχαίος ελληνικός κόσμος” των πόλεων / κρατών) τελειώνει οριστικά με την μάχη της Χερώνειας. Μαζί όμως κουρέλιασε (κι αυτός ήταν ένας απ’ τους βασικούς στόχους του) τον αστικό ευρωπαϊκό θαυμασμό για την δημοκρατία της ελληνικής πόλης / κράτους (όπου υπήρξε τέτοια).

Ένας σχολιαστής του συγκεκριμένου έργου του Ντρόιζεν σημειώνει: [1]

… [Το έργο του Ντρόιζεν] βρίθει από μεγαλοπρεπείς περιγραφές του αχανούς κράτους του Αλεξάνδρου, ενώ τονίζεται η παρακμή της κλασικής Ελλάδας, “κατατεμαχισμένης μέχρι εκείνη την εποχή σε πλήθος κρατιδίων, εξαντλημένης από τις ατέρμονες εσωτερικές αντιδικίες”. Πρόκειται, όπως σημειώνει ο Α. Bouche – Leclercq, για μια αντίληψη στιγματισμένη απ’ “την αντιπάθεια [του Ντρόιζεν] για τα μικρά κρατίδια, της Kleinstaaterei”, καθώς η περιφρόνηση “της αυτονομίας των μικροσκοπικών πολιτικών οργανισμών” εμφανίζεται σε πλήθος διαφορετικών χωρίων. Ο απολογητής της μεγάλης Πρωσίας αντλεί απ’ την ελληνική αρχαιότητα το πρότυπο για την πολιτική ένωση των γερμανικών κρατιδίων, την υποταγή τους στην πρωσική μοναρχία. Και το εγχείρημα του Αλέξανδρου γίνεται το πρότυπο για την “οικουμενική αποστολή” του πρωσικού κράτους – η δομή του οποίου μετουσιώνει άλλωστε, κατά τον Hegel, το τελικό στάδιο της “παγκόσμιας ιστορίας”…
Ο Ντρόιζεν παρουσιάζει τη μάχη της Χερώνειας ως το αποφασιστικό γεγονός που σήμανε την “εθνική ενοποίηση της Ελλάδας” – μιας [αρχαίας] Ελλάδας πολύ μεγαλύτερης απ’ όσο εννοούνταν ως τότε, εφόσον [κατά τον Ντρόιζεν] η μακεδονία αποτελούσε καταστατικό μέρος της. Έτσι, στο κεφάλαιο της “ιστορίας του ελληνισμού” που έχει τον τίτλο “η ενοποίηση της Ελλάδας”, ο Φίλιππος εμφανίζεται [κατά τον Ντρόιζεν] την επαύριο της περίφημης μάχης “τοποθετημένος στην κεφαλή της ενοποιημένης Ελλάδας”, προκειμένου να “διεξαγάγει την μεγάλη εθνική σταυροφορία των Ελλήνων κατά των Περσών”. Έτσι, στο ιστορικό – φιλοσοφικό σύστημα του Ντρόιζεν, η “ελληνική ενοποίηση” δεν είναι παρά η αναγκαία προϋπόθεση για την αφετηρία του ιστορικού σταδίου που αποτέλεσε ο “ελληνισμός”. Ο ρόλος της ήταν “να προσανατολίσει προς ένα στόχο” την ενέργεια αυτής της Ελλάδας, ώστε να προσφέρει μια διέξοδο σε δυνάμεις καταπνιγμένες από την στενότητα του χώρου, καθώς “η Ελλάδα δεν προσέφερε πια έναν χώρο που να επαρκεί στην υπερχειλίζουσα ενέργεια που δεν έπαυε να γεννά”.
Σε μια εποχή (γενικού) νεοκλασσικισμού, με κέντρο αναφοράς είτε την (αρχαία) Αθήνα είτε την (αρχαία) Ρώμη, ο Ντρόιζεν επέλεξε την κατασκευή μιας “ουσίας – του – ελληνισμού” σαν αλληγορία γι’ αυτό που τον ενδιέφερε: την “ουσία του πρωσισμού”. Μπορεί κανείς να αντικαταστήσει στο πιο πάνω απόσπασμα, σ’ ότι είναι σε εισαγωγικά, το ελλάδα / ελληνικό κλπ με το πρωσία / πρωσισμός, την “στενότητα χώρου” αιώνες π.Χ. με την πρωσική “στενότητα χώρου” τον 19ο αιώνα, για να καταλάβει την σκοπιμότητα της κατασκευής του Ντρόιζεν. Αυτή η ιδέα της “ουσίας – του ελληνισμού” της οποίας η συνέχεια δεν είναι καθόλου απαραίτητο να επιβεβαιωθεί με την συνέχεια κάποιων οργανωτικών, πολιτικών μορφών, (μάλιστα επιβιώνει μέσα απ’ τα αντίθετά της, απ’ την δημοκρατική πόλη κράτος στην αυτοκρατορία) βόλευε ιδιαίτερα στην προσπάθεια κατασκευής μιας (αιώνιας) “ιστορίας του ελληνικου έθνους”. Αλλά δεν ήταν καθόλου αρκετή. Γιατί ακόμα κι αν η χρονική διάρκεια του “ελληνισμού” προεκτεινόταν ως και τα βασίλεια των διαδόχων του μεγΑλέκου, υπήρχε ένα τεράστιο χρονικό “κενό” (ως τον 19ο αιώνα) διάρκειας πολλών αιώνων. Ένα τεράστιο κενό γεμάτο με την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (ή “βυζάντιο”) και την οθωμανική αυτοκρατορία. Κι αν για την τελευταία το πράγμα ήταν σχετικά εύκολο (κατακτήτρια δύναμη, “υπόδουλο έθνος” ή “υπόδουλου γένος”) τι θα έπρεπε να γίνει με τις άλλες δύο;

Τ
ο τονίζουμε. Καμία άλλη εθνική ιδεολογία / μυθολογία δεν βρέθηκε μπροστά σε τέτοιο χάσμα (εκτός απ’ την εβραϊκή)! Γιατί δεν έχουμε υπ’ όψη καμία άλλη ιδεολογία / μυθολογία έθνους κράτους που να ξεκίνησε από “τόσο παλιά” (μυκηναίοι…) για να καλύψει τέτοιο τεράστιο χρονικό διάστημα 2.500 χιλιάδων χρόνων, χωρίς να έχει καμία πραγματική ιστορική συνέχεια! Η κινεζική, η ινδική ή η περσική (ιρανική) εθνική μυθολογία, που έχουν ιστορικό βάθος χιλιάδων χρόνων, δεν είχαν καμία ιστορική ασυνέχεια, κανένα “κενό” αφήγησης. Απ’ την άλλη μεριά οι αιγύπτιοι, παρότι ζουν και κατοικούν σε ένα έδαφος κατάσπαρτο από (αξιοθαύμαστα πολλές φορές) υπολείμματα ενός παλιού και μεγάλου πολιτισμού, ΔΕΝ έχουν συγκροτίσει την εθνική τους μυθολογία σαν “οι απόγονοι των φαραώ”. Αναγνωρίζουν ότι είναι άραβες, ένα πολύ μεταγενέστερο φύλο, και δεν ντρέπονται καθόλου γι’ αυτό.
Για να συγκροτηθεί, λοιπόν, η “αδιάκοπη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού ανά τους αιώνες” (και, κατά συνέπεια, οι πιο σύγχρονες νοηματοδοτήσεις της “αξίας του να είσαι έλληνας”), κάτι που ήταν ακόμα και από ιδεολογική άποψη ένα salto mortale, η ιδέα του Ντρόιζεν περί “ουσίας του ελληνισμού” ήταν αναγκαία προϋπόθεση. Όχι, όμως, και ικανή, αν το πράγμα (η “ουσία”) τελείωνε στους επίγονους του μεγΑλέκου.
[…]

…η συνέχεια στο έντυπο τεύχος του Sarajevo.