… is burning babe!


MC5 / MOTORCITY IS BURNING

“[…] Η Αυτοκινητούπολη καίγεται μωρό μου,

κι εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.

Η Αυτοκινητούπολη καίγεται
και η κοινωνία των λευκών δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Η πόλη όπου γεννήθηκα καίγεται συθέμελα,
χειρότερα κι απ’ το Βιετνάμ.
Θα σας πω πώς ξεκίνησαν όλα…
Ξεκίνησε στη γωνία της 12ης οδού και της Clairmount εκείνο το πρωί
και οι γουρουνόμπατσοι πηδούσαν και φώναζαν.
Ναι, ξεκίνησε στη γωνία της 12ης οδού και της Clairmount εκείνο το πρωί
και τα γουρούνια φρίκαραν στο δρόμο.
Συνέχεια έρχονταν πυροσβεστικά, μωρό μου,
μα οι ελεύθεροι σκοπευτές των Μαύρων Πανθήρων δεν τα άφηναν να σβήσουν τη φωτιά.

(απόσπασμα από το “Motor City is Burning”, Kick Out the Jams, 1969)


[…] Ανάμεσα σε αυτές τις μπάντες του πρώτου κύματος του punk (ή του τελευταίου κύματος του pre-punk, αναλόγως προς το ιστορικό σχήμα που θα υιοθετήσουμε) ξεχωρίζουν αναμφίβολα οι MC5 ως η πιο άγρια και πολιτικοποιημένη μπάντα εκείνης της περιόδου. Αν και δεν υπήρξαν “diy” όπως έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο τις τελευταίες δεκαετίες σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη (οι δίσκοι τους κυκλοφορούσαν από πολυεθνικές εταιρείες, και όσο για τις συναυλίες τους, περιλάμβαναν από συμμετοχές σε πολιτικές συγκεντρώσεις μέχρι εμφανίσεις στο Grande Ballroom, το Gagarin του Detroit), ίσως ένα άρθρο για αυτούς έχει θέση σε αυτό το έντυπο (Αντίδοτο), στο βαθμό που οι MC5 είναι μία από τις σημαντικότερες ρίζες του σκληρού επαναστατικού ήχου (σίγουρα η παλαιότερη), ιδρυτές μιας παράδοσης συνεχιστές της οποίας μπορεί ίσως να συναντήσει κανείς σε διπλανά άρθρα, και, αν μη τι άλλο, επειδή αυτοί οι τύποι ήταν τόσο γαμημένα αληθινοί. Για να κατανοήσει κανείς τους MC5 πρέπει να έχει μια γενική ιδέα για το αμερικανικό Κίνημα των 60s […]



Οι Motor City Five σχηματίστηκαν το 1964 στο Detroit (επονομαζόμενο και “Αυτοκινητούπολη” επειδή εκεί έχουν την έδρα τους πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες) ως άλλη μια εφηβική garage μπάντα. Το Detroit είναι μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές πόλεις των ΗΠΑ και την εποχή που οι πέντε ξεκίνησαν τη δράση τους ήταν ένα καζάνι που έβραζε με ταξικό μίσος. Τελικά το καζάνι εξερράγη το 1967, σε μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις μαύρων στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, στη διάρκεια της οποίας φαίνεται ότι σκοτώθηκαν 43 άτομα, τραυματίστηκαν 7.000. συνελήφθησαν 7.000, καταστράφηκαν 1.300 κτίρια και λεηλατήθηκαν 2.700 επιχειρήσεις. Ίσως δεν είναι τυχαίο που κάποιες από τις πιο επιθετικές rock’n’roll μπάντες της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 βγήκαν μέσα από αυτό το εργαστήρι μητροπολιτικής σχιζοφρένειας. Αργότερα οι MC5 έπαιζαν, προς τιμήν της εξέγερσης του Detroit, το τραγούδι “Motor City is Burning”, το οποίο βασίζεται σε ένα παλαιότερο blues του Al Smith. […]

Σημαντικό ρόλο στην πολιτική και μουσική ριζοσπαστικοποίηση των MC5 έπαιξε ο John Sinclair, ποιητής, μουσικός και ιδρυτικό μέλος της “TransLove Energies” και του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων (White Panther Party), μιας επαναστατικής οργάνωσης του Detroit η οποία ιδρύθηκε με πρότυπο τους Μαύρους Πάνθηρες (Black Panther Party), την ένοπλη πολιτοφυλακή της μαύρης κοινότητας στην Αμερική του τέλους της δεκαετίας του 1960. Ο Sinclair αφενός ενεθάρρυνε τους MC5 να πειραματιστούν σε ατονικούς και freejazz δρόμους, με αποτέλεσμα δεκάλεπτα ή εικοσάλεπτα χαοτικά noise κομμάτια όπως το “Black to Comm” και το “Starship”, στα οποία κυριαρχούν οι αυτοσχεδιασμοί με κιθαριστικό θόρυβο, ουρλιαχτά και σαξόφωνο. Αφετέρου ανέδειξε πλήρως το πολιτικό συστατικό της μουσικής τους, μετατρέποντάς τους στη “φωνή” των Λευκών Πανθήρων που θα διέδιδε παντού το μήνυμα της επανάστασης.
Οι Λευκοί Πάνθηρες ήταν άλλη μια ομάδα “ψυχεδελικού αναρχισμού”, από τις πολλές που ξεπήδησαν στις Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στις αρχές της δεκαετίας του 70. Αν και αυτές οι ομάδες ήταν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (από τον πασιφιστικό κοινωνισμό των Diggers μέχρι τον ένοπλο αγώνα του Symbionese Liberation Army και από τους καταστασιακών/βανδαλιστικών τάσεων Motherfuckers μέχρι τη θρησκεία του χάους του Principia Discordia), μοιράζονταν όλες μια κοινή αγάπη για την ψυχεδελική κουλτούρα και το rocknroll, μια κάπως ασαφή έννοια επανάστασης, στην οποία ο Χο Τσι Μινχ ανακατευόταν με έναν μετεστραμμένο Elvis, και ένα σαφές πρόταγμα απελευθέρωσης της καθημερινής ζωής. Τουλάχιστον αρχικά, οι Λευκοί Πάνθηρες, πέρα από την απελευθέρωση της δικής τους καθημερινής ζωής, περιορίζονταν σε προπαγανδιστικές δραστηριότητες, όπως ήταν η διάδοση μανιφέστων και η προώθηση των MC5 και των Up. Σε αυτό το πλαίσιο δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο μόνο η άγρια, απελευθερωτική μουσική και η στιχουργική αγκιτάτσια αλλά και το γενικότερο θέαμα που παρήγαγαν οι δύο μπάντες, π.χ. όταν δημοσιεύονταν στον τύπο, σε αφίσες ή σε εξώφυλλα δίσκων φωτογραφίες στις οποίες επεδείκνυαν πολυβόλα, φυσεκλίκια και μαχαίρια, καθώς και κονκάρδες των Λευκών Πανθήρων καρφωμένες κατευθείαν στη γυμνή σάρκα τους, συμμετείχαν σε προκλητικά ομαδικά συμπλέγματα με γυμνές δεσποινίδες ή απολάμβαναν τον καθαρό αέρα στη μέση μιας φυτείας κάνναβης. Χαρακτηριστικό του λόγου των Λευκών Πανθήρων είναι το περίφημο “Πρόγραμμα 10 Θέσεων”, το οποίο υπογράφει ο John Sinclair, Υπουργός Πληροφόρησης του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων, την 1η Νοεμβρίου του 1968 [1]:
1. Πλήρης υιοθέτηση και υποστήριξη του προγράμματος 10 θέσεων του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.
2. Ολοκληρωτική επίθεση στον πολιτισμό με κάθε αναγκαίο μέσο, όπως είναι το rock nroll, το χόρτο και τα γαμήσια στους δρόμους.
3. Ελεύθερη διακίνηση ενέργειας και υλικών – απαιτούμε το τέλος των χρημάτων!
4. Δωρεάν τρόφιμα, ρούχα, στέγη, χόρτο, μουσική, σώματα, ιατρική φροντίδα – τα πάντα δωρεάν για όλους!
5. Ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα πληροφόρησης – απελευθέρωση της τεχνολογίας από τα άπληστα καθίκια!
6. Ελεύθερος χρόνος και χώρος για όλους τους ανθρώπους – διάλυση όλων των αφύσικων συνόρων.
7. Απελευθέρωση όλων των σχολείων και των κτιρίων από τον κρατικό έλεγχο – τα κτίρια στο λαό εδώ και τώρα!
8. Απελευθέρωση όλων των φυλακισμένων – είναι αδέρφια μας.
9. Απελευθέρωση όλων των στρατιωτών – κατάργηση όλων των στρατών.
10. Απελευθέρωση των ανθρώπων από τους «ηγέτες» τους – σκατά στους ηγέτες – όλη η εξουσία σε όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία σημαίνει απελευθέρωση όλων!

Καθώς οι MC5 είχαν εξελιχθεί πια στην κατεξοχήν μηχανή ηχητικής βίας και “επαναστατικού” rnr της αμερικανικής σκηνής, ήταν αναμενόμενο μια άλλη ομάδα βίαιων φρικιών, οι περίφημοι Yippies από τη δυτική ακτή, να τους καλέσουν να παίξουν στις εκδηλώσεις που οργάνωναν ενάντια στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, τον Αύγουστο του 1968, στη διάρκεια των οποίων, μεταξύ άλλων, εξέλεξαν ένα γουρούνι ως πρόεδρο των Η.Π.Α. Από όλα τα συγκροτήματα που είχαν καλέσει οι Yippies, οι μόνοι που δεν κώλωσαν και τελικά εμφανίστηκαν ήταν οι MC5 (οι οποίοι έτσι αναγκάστηκαν να παίξουν συνεχόμενα επί ώρες) και ο αριστερός folk τραγουδοποιός Phil Ochs. Για τις πολυήμερες ταραχές που ξέσπασαν στο Σικάγο εκείνο τον Αύγουστο, ταραχές οι οποίες έχουν φτάσει να θεωρούνται το αμερικανικό αντίστοιχο του Μάη του 1968, λέγονται πολλά και διάφορα [2] και δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις τη φαντασία από την πραγματικότητα. Μεταξύ αυτών, ότι τα μπάχαλα ξεκίνησαν ενώ έπαιζαν οι MC5 (καθόλου απίθανο) και, κάτι που διαδίδουν ο Jerry Rubin και άλλοι παλιοί Yippies, ότι οι MC5 συνέχισαν να παίζουν στη διάρκεια της εξέγερσης, κινούμενοι μέσα στην πόλη πάνω σε ένα βαν με γεννήτρια [3] (κάτι που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε, δεδομένης και της αναξιοπιστίας ανθρώπων σαν τον Rubin).

[…] Το Kick Out the Jams, ο πρώτος δίσκος των MC5, ηχογραφήθηκε live το 1968 στη διάρκεια μιας από τις χαοτικές εμφανίσεις τους, κυκλοφόρησε το 1969 και είναι ένα ντοκουμέντο ωμής δύναμης, απελευθερωτικής χρήσης της παραμόρφωσης και του feedback και εξερεύνησης των ορίων της ανθρώπινης φωνής (η οποία εδώ κυμαίνεται μεταξύ οργισμένου φτυσίματος των στίχων και άναρθρων κανιβαλισμών), από την ξεδιάντροπα προπαγανδιστική εισαγωγή που καλεί επιτακτικά το κοινό να διαλέξει στρατόπεδο και την πολεμική ιαχή “Kick Out the Jams Motherfuckers!” του Tyner (σαν να λέμε, “Σπάστε τα όλα γαμιόληδες!”), μέχρι τον επί σκηνής μαζικό οργασμό του “I Want You Right Now” και το πείραμα ηχητικού πολέμου του “Starship”. Τα ντραμς βαράνε σαν πολυβόλο, οι κιθάρες εξαπολύουν ξανά και ξανά τα ίδια τρία ογκώδη, βρώμικα και συμπαγή ακόρντα σε διαφορετική παραλλαγή για κάθε τραγούδι, και οι στίχοι μυρίζουν βενζίνη και σεξ. Σε αυτό τον ήχο βασίστηκαν αμέτρητες μπάντες, από τους Dead Boys, τους Motorhead, τους Damned και τους Radio Birdman μέχρι τους Mudhoney, τους Hellacopters, τους Spacemen 3 και τους Heads. Ποτέ ξανά μέχρι τότε δεν είχε ηχογραφηθεί μια τόσο ιδανική μουσική υπόκρουση για οδομαχίες και για εκρήξεις.
Επίσης, ποτέ ξανά δεν είχε κυκλοφορήσει δίσκος ο οποίος περιείχε τη λέξη “motherfucker”, γεγονός που ανάγκασε την αλυσίδα καταστημάτων Hudsons να μποϋκοτάρει το δίσκο και την Elektra να τον αποσύρει και να κυκλοφορήσει μια λογοκριμένη εκδοχή, όπου η επίμαχη λέξη είχε αντικατασταθεί άκομψα με τη φράση “brothers and sisters”, από άλλη ηχογράφηση του τραγουδιού (ενώ είχε ήδη λογοκριθεί και το εσώφυλλο του δίσκου, το οποίο αρχικά θα περιείχε μια φλεγόμενη αμερικανική σημαία). Γεγονός το οποίο, με τη σειρά του, ανάγκασε τους MC5 να δημοσιεύσουν στον τύπο ανακοινώσεις οι οποίες δήλωναν “Fuck Hudsons”, με το λογότυπο της Elektra ως υπογραφή, καθώς και να μοιράζουν, μαζί με άλλους Λευκούς Πάνθηρες, δωρεάν αλογόκριτα αντίτυπα του δίσκου στο δρόμο. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο (δεν βγάζεις άκρη με αυτούς τους αγριάνθρωπους…) και οι MC5 πήραν πόδι από την Elektra. Συγχρόνως αποκλείονταν από όλο και περισσότερα λαϊβάδικα λόγω της κακής φήμης τους, που συνεχώς χειροτέρευε.
Φυσικά ήταν αναμενόμενο οι MC5 να μπουν και στο μάτι των μπάτσων. Και δεν μιλάμε μόνο για τους μπάτσους που καμιά φορά διέλυαν τις συναυλίες τους αλλά για το ίδιο το FBI, το οποίο είχε θέσει υπό στενή παρακολούθηση όλες τις δραστηριότητες των Λευκών Πανθήρων. […] Κάπου εκεί, με τους Λευκούς Πάνθηρες υπό διάλυση, ξεκινά η παρακμή των MC5. Το 1970 κυκλοφόρησε, από άλλη εταιρεία, ο δεύτερος, πολύ καλός (όχι υπέρτατα αριστουργηματικός σαν τον πρώτο) δίσκος τους, Back in the USA. Εδώ πειραματίζονται με έναν πιο «καθαρό» ήχο, πιο κοντά στο πρωτόγονο rocknroll της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960, ο οποίος θυμίζει αρκετά τους FlaminGroovies και επηρέασε τόσο το ρεύμα της λεγόμενης power pop όσο και straight rnr μπάντες σαν τους Real Kids, τους Radio Birdman και τους Little Bob Story. Οι στίχοι εξακολουθούν να μυρίζουν βενζίνη, όπως θα φανεί αμέσως:

MC5/ THE AMERICAN RUSE

Στο σχολείο σου μίλησαν για την ελευθερία
Μα όταν προσπαθείς να ζήσεις ελεύθερος δεν σε αφήνουν
Σου λένε, «είναι εύκολο, δεν είναι τίποτα,»
Και τώρα ο στρατός σε περιμένει στη γωνία
Η Αμερική του 1969 έχει βαλτώσει
Η ατμόσφαιρα είναι τόσο πυκνή, σαν να πνίγεσαι σε μελάσα
Έχω σιχαθεί να πληρώνω αυτές τις οφειλές
Και επιτέλους αρχίζω να ψιλιάζομαι την αμερικανική απάτη
Έμαθα να απαγγέλω τον όρκο της υποταγής
Πριν να με τσακίσουν στο ξύλο στο σταθμό
Από τότε δεν μου έχουν βγάλει ούτε λέξη
Βρίσκομαι υπό αστυνομική επιτήρηση για ένα δισεκατομμύριο χρόνια
Η Αμερική του 1969 έχει βαλτώσει
Η ατμόσφαιρα είναι τόσο πυκνή, σαν να πνίγεσαι σε μελάσα
Έχω σιχαθεί να πληρώνω αυτές τις οφειλές
Και μου έρχεται να ξεράσω με την αμερικανική απάτη
Κάλπικοι σταρ, όχι! Ευτελή αμάξια, όχι!

Ο τρίτος δίσκος τους, High Time (1971), ήταν και ο τελευταίος τους. Στο “Sister Anne”, εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου, βασίστηκε αργότερα το “Lets Lynch the Landlord” των Dead Kennedys. […]


Alien Boy, Ιούνιος 2010, 
περιοδικό ΑΝΤΙΔΟΤΟ στα δηλητήρια της πολιτιστικής βιομηχανίας,  τεύχος 4 

[1] Πηγή μου είναι το οπισθόφυλλο του bootleg των MC5 Powertrip. Στο άρθρο του Ν. Κοντογούρη για τους MC5 στο τεύχος 19 του περιοδικό ZOO μπορεί να βρει κανείς μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του προγράμματος των Λευκών Πανθήρων σε μορφή κόμιξ.   
[2] Για τρεις σπαρταριστές και ευφάνταστες περιγραφές των ταραχών στο συνέδριο των Δημοκρατικών βλέπε: Jerry Rubin, Do it!, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σελ. 183-209, W.S. Burroughs, Ο απολυμαντής, Απόπειρα, Αθήνα 1992, σελ. 95-109, καθώς και το τρίτο Τριπ (σελ. 107-163) στο R. SheaR.A.Wilson, Οι Ιλουμινάτοι, Το μάτι της Πυραμίδας, Aquarius, Αθήνα 1993.
[3] Jerry Rubin, όπως προηγουμένως, σελ. 184, και συνέντευξη του Mykel Board στο φανζίν Στις σκιές του Β23, τεύχος 12, Αθήνα, Χειμώνας 1993, σελ. 44.