Το Zero Years υποστηρίζει τη Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα και τους σκοπούς της. Αν δεν βρίσκεις αυτή την έκδοση αλλού, θα την βρεις στο info/βιβλιοπωλείο της Λέσχης, Φερρών 30 και Φυλής, κάθε Πέμπτη 16.30-19.30 και κάθε Σάββατο, 12.00-16.00
Θα τη βρεις, όμως, και εδώ:

στην Αθήνα: στο κάτω περίπτερο της πλατείας εξαρχείων, στο βιβλιοπωλείο Ναυτίλος και στα Αυτοδιαχειριζόμενα στέκια Αρχιτεκτονικής και Νομικής.
στην Πάτρα: αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Ανατόπια

στη Θεσσαλονίκη: στο στέκι στη Μόδη

στα Ιωάννινα: στο Fahrenheit 451

και στο αυτόνομο βιβλιοπωλείο και αρχείο κινηματικών εντύπων Mad Marx

***
EDITORIAL
«Όταν μια κοινωνική ιδεολογία μεταπλάθει την ψυχική δομή του ανθρώπου, ο άνθρωπος δεν αναπαράγει απλώς εντός του την ιδεολογία εκείνη, αλλά πράγμα σπουδαιότερο: με την μορφή του συγκεκριμένου αυτού ανθρώπου, που έχει αλλάξει πια και δρα αντιφατικά, η κοινωνική ιδεολογία έχει πια γίνει ενεργή δύναμη, υλική εξουσία.»
(Βίλχελμ Ράιχ, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, Μπουκουμάνης 1974, σ. 57.)

Δεν είμαστε οπαδοί της άκριτης εισαγωγής ψυχολογικών κατηγοριών στην πολιτική οικονομία, όμως τα εθνικού χαρακτήρα γεγονότα που εκτυλίσσονται καταιγιστικά εδώ και κάποιους μήνες στη δημόσια σφαίρα, η ταχύτητα με την οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους και, πολύ περισσότερο, οι εσωτερικές λογικές, ιστορικές κ.α. αντινομίες που τα διέπουν, μας οδηγούν να κάνουμε κάποια σχόλια, αρχικά σε σχέση με τα γεγονότα τα ίδια και, κατά δεύτερον, σε σχέση με τους φορείς τους. Δείτε σχηματικά, για παράδειγμα, μια συνοπτική παρουσίαση των «μείζονων εθνικών ζητημάτων», με την ανάδειξη των οποίων τα media μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα από την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα (5/12/17) και μετά.

– «Η συνθήκη της Λωζάννης δεν αναθεωρείται» δήλωσε ο πρόεδρος της δημοκρατίας, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι έλληνες που γνωρίζουν τι αφορά αυτή η συνθήκη, πότε υπογράφηκε κ.λ.π. Παρόλα αυτά, συμφώνησαν έμπλεοι ικανοποίησης μαζί του και καταδίκασαν όλοι μαζί την τούρκικη προκλητικότητα. Εν τω μεταξύ, η συνθήκη έχει «αναθεωρηθεί» εν τοις πράγμασι και, μάλιστα, με πρωτοβουλία του ελληνικού κράτους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.

– Λίγες μέρες μετά, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πατριώτες διαδηλώνουν δυο φορές, με βασικό αίτημα τη μη-ονομασία μιας χώρας, την συνταγματική τέτοια της οποίας έχουν δεχτεί όλα τα υπόλοιπα κράτη του κόσμου και με την οποία, η εν λόγω χώρα, συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς, υπογράφει διεθνείς συμφωνίες με άλλα κράτη κλπ.

– Μπροστά στον κατά φαντασίαν επεκτατισμό της γειτονικής χώρας, οι κάτοικοι του ελληνικού βορρά, στην συντριπτική πλειοψηφία τους απόγονοι ελληνόφωνων και τουρκόφωνων προσφύγων (μικρασιατών, ποντίων, ανατολικοθρακιωτών, μπαφραλήδων, καραμανλήδων, μαυροθαλασσιτών κλπ.), διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι «η Μακεδονία είναι η γη των προγόνων τους». Και το πιστεύουν.

– Την ίδια στιγμή, οπαδοί και στελέχη του πατριωτικού κομμουνιστικού κόμματος ελλάδος διασαφηνίζουν ότι «δεν υπάρχει ζήτημα μακεδονικής ταυτότητας, ούτε μακεδονικής γλώσσας», μολονότι πριν μερικές δεκαετίες οι ίδιοι είχαν υποστηρίξει την αυτονόμηση της εν λόγω «μη-μακεδονικής-εθνότητας» που ομιλεί μια «μη-μακεδονική-γλώσσα». Μετά, διοργάνωσαν και μια αντι-ιμπεριαλιστική διαδήλωση στο σύνταγμα, κατά την διάρκεια της οποίας κατήγγειλαν την τουρκική επιβουλή των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.

– Στο μεσοδιάστημα, «τα Ίμια ήταν, είναι και θα είναι ελληνικά», όμως ένας τέως υπουργός εξωτερικών, τουρκοφάγος κατά τα λοιπά, παραδέχεται ότι δεν περιλαμβάνονταν στον επίσημο χάρτη που παρέδωσε στην ελλάδα το ιταλικό κράτος με την προσάρτηση της Δωδεκανήσου, τον Γενάρη του 1948. Αγνοήθηκε, ως εάν δεν είχε καν μιλήσει.

– Οι δύο καραβανάδες, που συνελήφθησαν να κόβουν βόλτα σε τουρκικό έδαφος ανατολικά του Έβρου, είναι «όμηροι σε τουρκικά χέρια», όμως οι Τούρκοι πραξικοπηματίες που παίρνουν τα ανθρωπιστικά άσυλα στην ελλάδα με την σέσουλα είναι άλλη υπόθεση καθώς, ως γνωστόν, στην Τουρκία οι δίκες είναι άδικες ενώ στην ελλάδα δίκαιες.

– Κόντρα σε κάθε διεθνές νομικό παραδομένο, «το Καστελόριζο έχει δική του ΑΟΖ» και το βόρειο τμήμα της Κύπρου συνεχίζει να είναι «κατεχόμενο από το ψευδοκράτος». Όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο, στην θαλάσσια έκταση γύρω από τα «κατεχόμενα» δεν έχει γίνει ακόμα κατάληψη από το ψευδοκράτος. Ως εκ τούτου οι νοτιο-κύπριοι «δικαιούνται» να στείλουν τα τρυπάνια τους για να βγάλουν γκάζι από την ΑΟΖ του ψευδοκράτους. Τέλος, το γεγονός και μόνο ότι ο αρμόδιος για τις τρύπες-στο-νερό Κύπριος υπουργός ονομάζεται Λακοτρύπης, απλά συμπληρώνει όμορφα το σουρεαλιστικό κάδρο του σύγχρονου υπαρκτού ελληνισμού.

Στα παραπάνω, μπορεί κανείς/καμία εύκολα να διακρίνει έναν παραλογισμό, παρότι δεν αρκεί αυτή η διαπίστωση για να κατανοήσουμε στην ολότητά του το ψυχο-κοινωνικό φαινόμενο με το όνομα «εθνική μαζική ιδεολογία». Οι αυθαίρετες υποθέσεις, τα ανιστόρητα σενάρια, οι μοναχικές εθνικές δοξασίες, οι πανουκλιασμένοι συναισθηματισμοί που πλασάρονται ως «εξωτερική πολιτική από το πεζοδρόμιο», οι μύθοι, οι απωθήσεις και οι αρνήσεις -και άλλες πολλές στιγμές του εθνικού φαντασιακού σε καιρούς κρίσης- είναι σημάδια μιας κοινωνίας σε οριστική παρακμή. Αξιοσημείωτο είναι, δε, ότι όλοι τούτοι οι παραλογισμοί και οι αντινομίες έρχονται να αντιπαρατεθούν όχι στα αντίστοιχα εθνικιστικά παραληρήματα γειτονικών εθνών αλλά στη de facto ισχύ διεθνών συνθηκών, σε erga omnes διακρατικές συμφωνίες, σε ιστορικά τεκμήρια, σε ομολογίες ιθυνόντων κλπ. Κοντολογίς, στην πραγματικότητα την ίδια. Όποιος/α έχει δοκιμάσει να ανοίξει μια κουβέντα για τα εθνικά με έναν/μια συνάδελφο, συμφοιτητή/τρια κλπ, σίγουρα θα έχει προσκρούσει σε κάτι από τα παραπάνω. Οι εθνικοί παραλογισμοί παρουσιάζονται ως ακλόνητα επιχειρήματα, που όποιος/α τα αμφισβητεί είναι ευθέως ανθέλληνας που υιοθετεί τα επιχειρήματα του εχθρού. Η άρνηση είναι κι αυτή ένας μηχανισμός άμυνας. Η επιμονή, όμως, με την οποία η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να θεωρεί ως εκκρεμή ζητήματα που έχουν δρομολογηθεί να λυθούν, η εθελοτυφλία της μπροστά στα δεδομένα της πραγματικότητας, η άρνησή της να αναγνωρίσει ότι τα πάλαι ποτέ κραταιά εθνικά σχέδια έχουν ματαιωθεί, όλα τούτα κι άλλα τόσα είναι το αναγκαίο ψυχοσυναισθηματικό συμπλήρωμα του ρατσισμού της, του επαρχιωτισμού της, του μικροαστισμού της. Τελικά, της ιδέας που έχει για τον εαυτό της: εγωπάθεια -είμαστε η χρυσή βίδα που αν ξεβιδωθεί θα σταματήσει να στρέφεται η Γη-, σύμπλεγμα ανωτερότητας -γεννήσαμε τον πολιτισμό- και ταυτόχρονα κακομοιριάς -κανείς δεν μας αναγνωρίζει, οι σύμμαχοι μας προδίδουν κλπ.

Πάνω σε αυτή την αναλυτική οδό μπορεί κανείς/καμία να εξάγει ένα ελάχιστο πρώιμο συμπέρασμα: τα εθνικά θέματα συνεχίζουν να αποτελούν τον υπ’ αριθμόν ένα δείκτη αποβλάκωσης του πλήθους. Η σπουδή, όμως, με την οποία οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους διατηρούν τέτοιας υφής ζητήματα το τελευταίο διάστημα στον αφρό της επικαιρότητας, δημιουργεί την εύλογη απορία εάν οι επιφαινόμενοι τριγμοί πέριξ των ελληνικών συνόρων ανταποκρίνονται σε μια διεθνή πραγματικότητα, αντίστοιχη της έντασης με την οποία παρουσιάζονται, ή αν, ως έναν βαθμό, αυτή η «ένταση» προορίζεται τελικά για εσωτερική χρήση. Άλλωστε, η ρητορική «περί πολέμου» προερχόμενη από τα ανώτερα ή τα κατώτερα κλιμάκια του ελληνικού Υπ.Εξ. δεν είναι καινούργια. Έρχεται από παλιά και είναι συνεπής με την ιδεολογία του ελληνικού έθνους, που όλοι το πολεμούν και αυτό αντιστέκεται. Αυτή η απειλή πολέμου λειτουργεί σαν στρατιωτική προσταγή των αφεντικών (δουλεύετε και σκάστε) και ταυτόχρονα σαν μια διαδικασία στράτευσης της κοινωνίας (και της τάξης) με το κράτος. Είναι ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας που μεταθέτει, σαν απειλή που έρχεται από το μέλλον, όσα ήδη συμβαίνουν στο παρόν: ο πόλεμος, μετά τον ψυχρό πόλεμο, είναι μια διαρκής διαδικασία κοινωνικής και ιδεολογικής επιστράτευσης με εδώ και εκεί μικρά επεισόδια. Ο πόλεμος είναι προετοιμασία για πόλεμο, και το αντίστροφο: η προετοιμασία για πόλεμο -ηθική, ιδεολογική, πολιτική- είναι ήδη πόλεμος. Τι είναι τα τόσα στρατόπεδα συγκέντρωσης αν δεν είναι η συμμετοχή της ελλάδας στον πόλεμο; Τι είναι οι βάσεις κι οι φρεγάτες στο Αιγαίο; Τι είναι η επιθετική ελληνική διπλωματία; Τι είναι οι ασκήσεις με πραγματικά πυρά που διεξάγει στο Αιγαίο ο ελληνικός στρατός; Τι είναι οι «εθνικοί τσαμπουκάδες» και οι εξίσου εθνικές προβοκάτσιες στα σύνορα; Και τι είναι, τελικά, όλοι αυτοί που επιθυμούν και επιδιώκουν τη συνέχιση όλων των παραπάνω;

Μη μπερδεύεστε, δε λέμε ότι οι καιροί δεν είναι κρίσιμοι ή ότι το «κακό» βρίσκεται στην κορύφωσή του. Ασφαλώς και είναι, όπως ήταν και το 1989, το 1992, το 1996, το 2004, το 2010, το 2015. Συχνά, όπως και τώρα, με τον πόλεμο έξω από την πόρτα μας. Επιπλέον, αυτή η ύπουλη συνύπαρξη εθνικών ζητημάτων και πολιτικών σκανδάλων, τέτοιας εμβέλειας και σημασίας όπως το μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά και η Novartis, δεν είναι για να μας καθησυχάζει. Οι τριγμοί στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος σε συνδυασμό με μια πιθανή αποσταθεροποίηση στα πέριξ των συνόρων έχουν πάντα την πιθανότητα να ενεργοποιήσουν και να απελευθερώσουν δυνάμεις κρυμμένες στην καβάτζα του ελληνικού φασισμού.

Και κάτι για το τέλος. Το συλλογικό υποκείμενο που διαδήλωσε στο Σύνταγμα στις 4 Φλεβάρη ήταν η φασιστική εκδοχή του συλλογικού υποκειμένου που διαδήλωσε στην ίδια πλατεία στις 3 Ιουλίου 2015.[1] Για όσους/ες δεν θυμούνται, δυο μέρες πριν το περίφημο δημοψήφισμα του 2015, οι οπαδοί εκείνου του μαύρου «ΟΧΙ» συγκεντρώθηκαν στο γνωστό σημείο πολτοποίησης των κοινωνικών τάξεων υπό τον άμβωνα της εθνικής ενότητας. Τότε για να καταγγείλουν τους ευρωπαίους, προχθές τους «γυφτοσκοπιανούς» και τους προδότες. Το συλλογικό υποκείμενο που διαδήλωσε στη Θεσσαλονίκη ήταν η μικροαστική τάξη των ελλήνων (δεξιών και αριστερών) πατριωτών, με εμπροσθοφυλακή το παπαδαριό και τη μαφία τους. Καθώς η εθνική ενότητα βαθαίνει και πειραματίζεται σε νέες κατευθύνσεις, παίρνει ολοένα και πιο σκοταδιστικές, αντιδραστικές μορφές και αγκαλιάζει τους πιο σκοτεινούς μηχανισμούς αυτού του κράτους. Η 4η Φλεβάρη ήταν ένα πέρασμα από το πλήθος του κρατικού ΟΧΙ, στον -αμήχανο- όχλο του επίσης κρατικού ΟΧΙ.

Όχι στην Ευρώπη, όχι στην Τουρκία, όχι στη Μακεδονία, όχι στην Αλβανία, όχι στους πολιτικούς. Ναι στο κράτος μας. Ναι στα αφεντικά μας. Ναι στον χειμαζόμενο ιμπεριαλισμό μας. Ναι στις εθνικές μας φαντασιώσεις. Ναι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ναι στις χούντες της γειτονιάς μας. Ναι στην συμμαχία με το ισραηλινό απαρτχάιντ. «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» έλεγε ο Μάο Τσε Τουνγκ και ίσως να ήταν, αν ήμασταν εξοπλισμένοι/ες με τις απαραίτητες αναλυτικές, πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις. Δυστυχώς, όμως, σήμερα, η μικροκομματική -βαθειά ελληνική- πολιτική παράδοση, ο σεχταρισμός και η εσωστρέφειά του, η εθνική ιδεολογία (κάθε ιδεολογία) μάς καθηλώνουν μπροστά σε ένα εθνικό πλήθος που μετασχηματίζεται σε εθνικό όχλο και προελαύνει τρεφόμενο με εχθρούς και σκάνδαλα.

Οι διαδοχικοί μήνες εξωτερικής πολιτικής, παρά τους ανέξοδους τσαμπουκάδες του ελληνικού κράτους, τις light και μισοπετυχημένες προβοκάτσιες του και τους διπλωμάτες του, που παρακαλάνε από εδώ κι από εκεί για κάποια φιλική δήλωση από τους συμμάχους του, είναι ταυτόχρονα -κι αυτό είναι το σημαντικό- μήνες εθνικής ομοψυχίας. Μαζικού εθνικιστικού παραλογισμού, που αποτελεί εθνικό πολιτικό κεφάλαιο για κρατική χρήση. Ο όχλος του Συντάγματος και του Λευκού Πύργου δεν ήταν με κανένα τρόπο ένας όχλος έτοιμος να πολεμήσει, όπως και ο γελοίος συναγωνιστής των Combat 18 από το Υπουργείο Εξωτερικών δεν ήταν ικανός να δημιουργήσει ακόμα ένα ζήτημα στα Ίμια. Είναι, όμως, η εμπροσθοφυλακή μιας εθνικής κοινωνικής εφεδρείας, μιας συμμαχίας των μικροαστών με το κράτος, που απειλεί την επόμενη φορά να είναι περισσότερο ριζοσπαστική, περισσότερο φιλοπόλεμη, περισσότερο συμπαγής και λιγότερο ανεκτική. Χρειάζεται και αναζητά λίγη περισσότερη κρατική υποστήριξη. Χρειάζεται και ενδεχομένως αναζητά μια βαθυ-κρατική εντολή.

Το ελληνικό κράτος, μετά από μια οκταετία διεθνούς εποπτείας, που συνοδευόταν από έναν εσωτερικής κατανάλωσης φιλο-μνημονιακό/αντι-μνημονιακό διπολισμό, αναζητά το αφήγημα της εξόδου του. Μιας εξόδου που δεν μπορεί παρά να γίνει σε βάρος και ενάντια στο πολυεθνικό προλεταριάτο. Τα διαδοχικά εθνικά ζητήματα και η «εξωτερική πολιτική από το πεζοδρόμιο» ως διαδικασία παραγωγής του εθνικού όχλου είναι (και) μια διαδικασία παραγωγής του μετα-μνημονιακού υποκείμενου, μια νέα ενότητα κράτους-κοινωνίας. Και αφού η κρίση ήταν και είναι μια διαδικασία στρατιωτικοποίησης της εργασίας, η έξοδος από αυτήν δεν μπορεί παρά να είναι πολεμική. Για να επιτευχθεί μια πολεμική έξοδος, λοιπόν, απαιτείται η απόσπαση εθνικής συναίνεσης, που, στην ελληνική περίπτωση, δεν παίρνει τη μορφή ενός καπιταλιστικού μεταρρυθμιστικού ορθολογισμού, αλλά την όψη του τέρατος, δηλαδή το εθνικό ντελίριο. Το μετα-μνημονιακό συλλογικό υποκείμενο κρατάει κάποια από τα ποιοτικά περιεχόμενα που απέκτησε μέσα από 8 χρόνια μνημονιακού διπολισμού. Οι αντι-γερμανικές και αντι-ευρωπαϊκές ψυχώσεις, όμως, μπορεί και πρέπει να αντικατασταθούν από τις αντίστοιχες αντι-τουρκικές (και αντι-μακεδονικές και αντι-αλβανικές κλπ.) επενδύοντας ξανά την εθνική ενότητα. Ας ακούσουμε ξανά το Β. Ράιχ: «καθώς η κρατική ιδεολογία μεταπλάθει την ψυχική δομή ενός ανθρώπου, εκείνος ως υποκείμενο δεν αναπαράγει απλά την ιδεολογία αλλά με τη δράση του τη μετατρέπει σε κρατική υλική εξουσία.»

Λοιπόν; Να μην πάμε με το ρεύμα. Απέναντι στις σπείρες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ταξική καχυποψία. Απέναντι στα εθνικά παραληρήματα, αδιάλλακτη κριτική. Απέναντι στον εθνικό όχλο, πολιτική οργάνωση. Ταπεινοί στόχοι, απεριόριστα καθήκοντα.

[1] Κόντρα στις αφηγήσεις ότι στα εθνομαλακιστικά συλλαλητήρια συμμετείχαν οι τέως οπαδοί του ΝΑΙ (γνωστοί και ως «νενέκοι»), η έξυπνη έρευνα της ΚΑΠΑ Research, που έγινε στην Πλατεία Συντάγματος στις 4/2/2018, έδειξε ότι το 52% των συγκεντρωμένων είχε ψηφίσει ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, ενώ ένα ποσοστό μόλις 24% είχε ψηφίσει ΝΑΙ.