“Οι μύθοι έχουν κοινωνική λειτουργία: συμπυκνώνουν συμβολικά κυρίαρχες δοξασίες
· ή/και συνιστούν το θεμέλιο των δεσποτικών συμβάσεων. Παράδειγμα: τί σημαίνει ότι εκατομμύρια πιστών του χριστιανισμού ασπάζονται μια παρθένα – Θεοτόκο;
Το μοτίβο της γέννησης (από γυναίκα) ενός Θεού, απ’ όσο ξέρουμε, είναι έξω από το ρεπερτόριο των άλλων μονοθεϊστικών θρησκειών – ιδεολογιών – μυθολογιών, εδώ και πολλές εκατοντάδες χρόνια.
Ο χριστιανισμός είναι αναχρονιστικός ακόμα και σαν μύθος. Η άλλη γνωστή περίπτωση ανθρώπινης Θεοτοκίας είναι εκείνη του Διονύσου. Στην περίπτωση εκείνη η γήινη γυναίκα Σεμέλη έμεινε έγκυος από τον Δία· η ζηλότυπη σύζυγος Ήρα θα κάψει την Σεμέλη ενώ εγκυμονεί· ο στοργικός Δίας θα αρπάξει το έμβρυο από την μήτρα της μόλις νεκρής Σεμέλης, και θα το κλείσει στον μηρό του για να ολοκληρωθεί η εγκυμοσύνη
· τελικά θα είναι ο πατέρας Δίας που “τίκτει” τον υιό Διόνυσο.
Η ερωτική συνεύρεση (συνήθως αρσενικών) θεών με ανθρώπους έχει υπάρξει ένα προσφιλές Θέμα σε αρχαϊκές μυθολογίες· με δύο όμως αξιοσημείωτους όρους. Πρώτον πως οι καρποί αυτών των διασταυρώσεων, μπάσταρδοι από θεϊκή και ανθρώπινη καταγωγή, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο: βρίσκονται σε διάφορες θέσεις κάπου ανάμεσα. Και δεύτερον κανείς δεν διανοήθηκε πως μια γυναίκα που είναι έγκυος είναι ταυτόχρονα και “παρθένα”. Και οι δύο αυτοί όροι δείχνουν ένα στοιχειώδη σεβασμό του μύθου στη λογική και την εμπειρία των ανθρώπων. Που στα θέματα του έρωτα και της γέννησης δεν έχει αλλάξει – μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον – για χιλιάδες χρόνια.

Οι χριστιανοί όμως, ο μύθος και η πίστη τους, έχουν άλλη γνώμη. Γιατί να σεβαστεί κανείς την λογική; Και προπάντων γιατί να σεβαστεί την κοινωνική ερωτική εμπειρία; Μήπως είναι καλύτερα να την αλλοτριώσει; Ναι: η Θεομήτωρ των χριστιανών δέχεται τον “κρίνο του Θεού” – που είναι της ίδιας τάξης και της ίδιας σημειολογίας με την “χρυσή βροχή του Δία” – αλλά γεννάει κάτι θεϊκά καθαρόαιμο, που μοιάζει εντελώς του πατέρα του, και δεν έχει “λερωθεί” καθόλου από την δική της ανθρώπινη ταπεινότητα. Επιπλέον: παραμένει παρθένα. Πώς κι έτσι;
Και μόνο η ελπίδα των κατασκευαστών ενός τόσο παρανοϊκού μύθου οτι μπορεί να γίνει αποδεκτός θα πρέπει να στηρίχτηκε σε μια γνωστή παρατήρηση: πως όσο πιο βλακώδες είναι αυτό που προτείνει κανείς (έχοντας προετοιμάσει το έδαφος ότι θα αναγγείλει μια άνευ προηγουμένου αλήθεια) τόσο πιθανότερο είναι να “μπλοκάρει” την σκέψη εκείνου που ακούει· ειδικά αν δεν έχει περιθώριο για αντιρρήσεις. Μπορεί να φτάσει να “πιστέψει” κανείς ακριβώς επειδή “δεν μπορεί να πιστέψει στ’ αυτιά του” – το θράσος αιφνιδιάζει. Οι εφευρέτες του χριστιανικού μύθου ήθελαν να κλονίσουν συθέμε-λα το έδαφος της σκέψης, κι αυτό μόνο με κάτι κυριολεκτικά “αδιανόητο” θα μπορούσαν να το επιχειρήσουν. Η ηλιθιότητα θα πρέπει να υπήρξε εξ’ αρχής ο στόχος τους. Αλλά όχι ο μοναδικός.
Ο αμέσως επόμενος είναι η “μεταφυσικοποίηση” των ρεαλιστικών στοιχείων του μύθου τους για την Θεογένια: ο έρωτας (εν πάσει περιπτώσει: ο βιασμός) και η εγκυμοσύνη. Το target τουρ είναι εδώ οι γυναίκες. Και παρά την συγκάληψη ο χριστιανισμός είναι θεμελειωδώς σεξιστική και μισογυνική θρησκεία – μύθος. “Ισως η χειρότερη απ’ όλες.
Η παρθένος Μαρία είναι μια γυναίκα με απαγορευμένο ερωτισμό. Εμφανίζεται, όσο ακριβώς “χρειάζεται”: σαν “κουτί της άμωμης σύλληψης” αρχικά, και σαν “μητέρα” ύστερα. Αφ’ ενός για να αποκλειστεί – συγκαλυφθεί το σαφές (και αναγκαστικό) υπονοούμενο του Θείκού βιασμού της αφ’ ετέρου για να αποκλειστεί, και μάλιστα υποδειγματικά, οποιαδήποτε υπόθεση ερωτικής απόλαυσης για την ίδια.
Η παρθένος με κεφαλαίο “π” είναι η διαφήμιση της παρθενίας, δηλαδή της ανερωτικής γυναίκας, της γυναίκας χωρίς επιθυμίες και απολαύσεις. Σαν γυναίκα μπαίνει αναγκαστικά στο χριστιανικό παραμύθι αφού έπρεπε να εφευρεθεί μια κάποια “αρχή του γυιού” του Θεού· αλλιώς θα έπαιζε στο έργο το ίδιο το μεγάλο αφεντικό, άρα κατευθείαν η “δευτέ-ρα παρουσία’. “Ομως σαν γυναίκα καταργείται αυτόματα, επειδή κυοφορεί χωρίς έρωτα, πραγματικό ή (έστω…) υπονοούμενο.
Στη ρίζα λοιπόν του χριστιανικού μύθου υπάρχει η θεμελειώδης απαγόρευση της γυναίκας· κι αυτή διατρέχει όλη την χριστιανική πίστη, αποκτώντας κατά καιρούς πρωτοφανείς μορφές. Μια απ’ αυτές ήταν, για παράδειγμα, η τάξη της ψυχανάλυσης, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες υποφέρουν επειδή νοιώθουν σαν ευνουχισμένοι άντρες…. Τελικά το παρανοϊκό Α του χριστιανισμού θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ένας (αρσενικός) θεός “φτιάχνει” τον γυιό του (όπως εξάλλου και τους ανθρώπους: καθ’ εικόνα και ομοίωση) και “νοικιάζει μήτρα” για τους πόνους και τις υπόλοιπες αβαρίες της εγκυμοσύνης.
Αν τώρα χρειάστηκαν 2000 χρόνια για να γίνει αυτή η θεολογική νοσηρότητα επιστημονικό κατόρθωμα (χάρη στην βιοτεχνολογία) μάλλον δεν θα πρέπει να εντυπωσιαζόμαστε. Πάλι οι χριστιανοί “μεγαλουργούν”…”

-απ’ το 27ο τεύχος του περιοδικού 3η Γενιά (Μάρτιος 2000)