κουράδα (η) (!) περίττωμα, αποπάτημα ΣΥΝ (!) σκατό. Επίσης κουράδι (το). – (υποκ.) κουραδάκι (το).
[ ΕΤΥΜ. < μεσν. κουράδιον < σκωράδιον, υποκ. του αρχ. σκωρ (βλ.  κ. σκουριά) ].

κουράδας (ο). κουράδω (η) (λαϊκ. – υβριστ.) άνθρωπος δειλός, τιποτένιος.