(απ’ το οκτωβριανό τεύχος του Sarajevo)


Τ
ι έχει συμβεί, λοιπόν, με την ιστορία και μετατράπηκε σε πεδίο νομοθετικών ρυθμίσεων; Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Απλά, αυτή εδώ η επαρχιώτικη γωνία της ανατολικής Μεσογείου είναι πάντα εκείνο που λεγόταν κάποτε: η χώρα των λωτοφάγων. Κι έτσι αναδεικνύει σε πιο “άγριες” (δηλαδή: ακατέργαστες) μορφές αυτά που υπονοούνται πίσω και κάτω απ’ την “στερέωση της ιστορίας μέσω νόμων του κράτους”.

Κυριολεκτικά ιστορία σημαίνει εξιστόρηση· διήγηση. Αυτό είναι αρκετό για να καταλάβει ο καθένας ότι ανάλογα με το υποκείμενο – που – εξιστορεί φτιάχνεται και η ιστορία. Η παρατήρηση “την ιστορία την γράφουν οι νικητές” είναι εξαιρετικά ακριβής: οι νικητές, οι όποιου είδους νικητές, δεν μπορούν βέβαια να γίνουν ιδιοκτήτες του οποιουδήποτε παρελθόντος, ειδικά μάλιστα του ευρύτερα συλλογικού· μπορούν όμως θαυμάσια (και επιδιώκουν) να γίνουν οι μονοπωλητές των εξιστορήσεων γι’ αυτό το παρελθόν. Μπορούν, επιδιώκουν και τα καταφέρνουν εάν και εφόσον οι εξιστορήσεις είναι κάποιο είδος κρίσιμης πολιτικής διακύβευσης· αλλιώς το ζήτημα (τους) είναι αδιάφορο.
Δείτε για παράδειγμα την “προϊστορία” της αρχαιολογικής ανακάλυψης των βασιλικών τάφων στη Βεργίνα. Είναι σχετικά γνωστό ότι ο τότε πρωθυπουργός Καραμανλής ο Α (ο “εθνάρχης”…) είχε υποσχεθεί στον αρχαιολόγο Ανδρόνικο απεριόριστες πιστώσεις προκειμένου να βρει εντός του εδάφους του ελληνικού τμήματος της (γεωγραφικής) μακεδονίας σοβαρά ίχνη της μακεδονικής δυναστείας. Η έτσι απεριόριστα χρηματοδοτημένη αρχαιολογική σκαπάνη θα μπορούσε να σκάψει όλη την βόρεια ελλάδα, πόντο πόντο, αρκεί να εύρισκε τις αρχαιολογικές αποδείξεις ότι η μακεδονία είναι ελληνική. Επρόκειτο για έναν καθαρό εθνοκρατικό πολιτικό στόχο, απέναντι στο γεγονός ότι στην επικράτεια της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (υπήρχε ακόμα, τότε) μνημονευόταν για δεκαετίες “μακεδονία”. Ούτε από αρχαιολογική ούτε από ιστορική άποψη η ανακάλυψη τάφων ή ανακτόρων ηλικίας 2, 3 ή 4 χιλιάδων χρόνων μπορεί να αποδείξει την “ιστορική συνέχεια” οποιασδήποτε “εθνικότητας” – διαφορετικά τι σημαίνουν τα άπειρα ρωμαϊκά μνημεία στην επικράτεια του ελληνικού κράτους; Κανένα πρόβλημα: η πολιτική διακύβευση, η συγκεκριμένη ή οποιαδήποτε παρόμοια, είναι τόσο ισχυρή ώστε να προσβάλει χωρίς συνέπειες την απλή λογική, ή ακόμα και άλλα ιστορικά τεκμήρια. Όπως, για παράδειγμα, ότι όσοι αυτοχαρακτηρίζονταν σαν έλληνες τον 4ο ή τον 3ο π.Χ. αιώνα ουδέποτε θεώρησαν τους μακεδόνες “έλληνες”…

Τ
ι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει την ιστορία (πιο σωστά: τις ιστορίες) πολιτικό επίδικο, και μάλιστα με όρους εξουσίας; Είναι κάτι “σύμφυτο” με τις ανθρώπινες κοινωνίες, κάτι που συνέβαινε πάντα; Όχι! Όταν ο Θουκιδίδης έγραφε την “ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου” δεν έγραφε, και δεν ήθελε να γράψει την ιστορία της “γενναιότητας των αθηναίων” ή, ακόμα λιγότερο, την ιστορία της “αθλιότητας των σπαρτιατών”. Ούτε, όμως, απ’ την άλλη διακινδύνευε να θεωρηθεί “εθνοπροδότης” ή “εθνομηδενιστής” επειδή αντιμετώπιζε ισότιμα κάθε πλευρά των εμπλεκόμενων· άρα τους εχθρούς του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. Ήταν αδιανόητο και στον ίδιο και σ’ όποιον επρόκειτο μελλοντικά να διαβάσει την εξιστόρησή του (…κτήμα ες αεί…) ότι υπάρχει, ή μπορεί να υπάρξει, ζήτημα “προδοσίας” και “προδοτών” στην (κριτική) αφήγηση γεγονότων του παρελθόντος. Θα χαρακτηριζόταν όμως τέτοιος, εθνοπροδότης και εθνομηδενιστής, και θα αντιμετωπιζόταν ανάλογα, εάν ζούσε 20 αιώνες αργότερα και έγραφε με την ίδια ακριβώς προσέγγιση την “ιστορία της μικρασιατικής εκστρατείας”.
Τι είναι εκείνο που άλλαξε ριζικά στην πρόσληψη και στη χρήση της ιστορίας; Γιατί (η ιστορία) οι ιστορίες δεν είναι πια οι εξιστορήσεις εκείνων που τις κάνουν (με όλη την ευθύνη έναντι αντίθετων εξιστορήσεων) και, αντίθετα, τοποθετούνται (από ποιούς;) πάνω στο φανταστικό δίπολο “ωφέλιμο – επικίνδυνο”; Φαίνεται πως εκείνο που άλλαξε είναι η εθνικοποίηση της ιστορίας. Δηλαδή, η υπαγωγή συγκεκριμένων εξιστορήσεων, κατάλληλα μαστορεμένων αφηγήσεων, σε ένα πολιτικό / ιδεολογικό πρόγραμμα συγκρότησης μιας ορισμένης (συλλογικής) ταυτότητας.
Αυτό, που μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά γύρω απ’ την συγκρότηση εθνικών κρατών, θα θεωρούνταν αυτονόητο. Εκείνο που ίσως είναι λιγότερο αυτονόητο είναι ότι άπαξ και μια ορισμένη ιστορία / εξιστόρηση γίνει “εθνική” και σαν τέτοια “αληθής”, κάθε άλλη ιστορία (δηλαδή: κάθε άλλη εξιστόρηση, και άρα κάθε άλλο υποκείμενο εξιστόρησης) υποχρεωτικά, ακόμα και χωρίς την θέληση ή την συνείδηση του / της / των εξιστορούντων υποκειμένων, υπάγεται σε πολιτικά κριτήρια. Δηλαδή σε συσχετισμούς δύναμης (ή/και εξουσίας). Με άλλα λόγια οι ιστορίες γίνονται πεδίο ανταγωνισμού. Ιδεολογικού, γνωσιολογικού, συνειδησιακού. Κι ενώ αυτή η εξέλιξη, σε ότι αφορά την “ιστορία της ιστορίας”, είναι κυριολεκτικά ιστορική, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα δεύτερο επίπεδο: την – ιστορία – της – διαχείρισης – της – ιστορίας με όρους εξουσίας. Με όρους μονοπωλίου: η κεντρική εξουσία, είτε με την μορφή του κράτους, είτε με την μορφή της εκκλησίας, είτε με την μορφή του κόμματος, είτε με την μορφή της εταιρείας, είτε έχει είτε δεν έχει το μονοπώλιο της βίας, πρέπει να έχει οπωσδήποτε την ιδεολογική ηγεμονία. Και μέσα σ’ αυτό, η κάθε φορά συγκεκριμένη εξιστόρηση του παρελθόντος “μας”, έχει ιδιαίτερη σημασία.

Δεν είναι αυτονόητο γιατί. Ωστόσο η αστική ιδεολογία, που αποτελεί ένα είδος προτύπου ιδεολογικής πραγωγής για ευρεία  χρήση εδώ και πάνω από δύο αιώνες, υπήρξε φυσιοκρατική σε σημαντικές πλευρές της αυτο-νομιμοποίησής της. Προκειμένου να δώσει στην πολιτική επικράτησή της ένα είδος τέλους / ολοκλήρωσης (των ανθρώπινων κοινωνιών) μια ορισμένη εξελικτική γενεαλογία των ιστορικών γεγονότων , τέτοια που στο τέλος η αστική εξουσία να είναι το “ανώτερο στάδιο” της ανθρωπότητας. Απέναντι στη νομιμοποίηση της εξουσίας του αίματος (αριστοκρατία) ή της θείκής θέλησης (εκκλησία) η αστική τάξη συνέλαβε την εξουσία-της-ιστορίας. Που, υποχρεωτικά, αντιστρεφόταν σε ιστορία-της-εξουσίας, με τέτοιο τρόπο ώστε να κατοχυρώνεται πάντα η πολιτικά χρήσιμη αφήγηση του “γιατί τα πράγματα είναι τώρα έτσι”. Αυτή η πολιτικά ορθή αφήγηση θα μπορούσε να αλλάζει περιεχόμενο, αλλά θα έπρεπε πάντα να είνια η μόνη “επίσημη”, η μόνη κατάλληλη να υπηρετήσει το κοινό, ενοποιητικό φαντασιακό του έθνους ή της φυλής, ή του κόμματος)· με κράτος ή και χωρίς. Είναι μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία που η ιστορία θα αρχίσει να γράφεται και να ξαναγράφεται όχι εξαιτίας της όσμωσης, της αλληλεπίδρασης, της συμπλήρωσης ή της διόρθωσης διαφόρων ιστοριών (της αλληλεπίδρασης διαφορετικών εξιστορούντων υποκειμένων) αλλά για να υπηρετήσει την πληρότητα της δύναμης (της όποιας εξουσίας), να μπαλώσει τα κενά, ή και να εξαφανίσει τα ίχνη παλαιοτέρων (ιδεολογικών) προσανατολισμών.
Ξέρουμε το πως, για πολύ καιρό (και οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα) η κυριαρχία της “σωστής” ιστορίας έγινε εφικτή: μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Ξέρουμε, επίσης, ότι αυτή η κυριαρχία δεν ήταν ποτέ απόλυτη. Κάτω απ’ το παχύ και βαρύ στρώμα της, λιγότερο ή περισσότερο υπόγεια, “έτρεχαν” οι άλλες ιστορίες. Ιστορίες ταξικές, ιστορίες υποτελών πολιτισμικών κοινοτήτων, ιστορίες κοινοτήτων φύλου ή ηλικίας, ιστορίες προσωπικές ή οικογενειακές. Όμως ακόμα και ο πιο τελευταίος αστός φιλελεύθερος των αρχών του 20ου αιώνα δεν θα μπορούσε να δεχτεί πως η όποια ιστορική ορθότητα μπορεί να εξασφαλιστεί δια νόμου. Γιατί αυτός ο πιο τελευταίος  αστός φιλελεύθερος πριν από έναν αιώνα ήξερε ότι: αν η επίσημη ιστορία κινδυνεύει πάντα απ’ την σχετικοποίησή της (και άρα την αμφισβήτησή της), εξαιτίας των (ανεπίσημων) ιστοριών, ο νόμος είναι τριπλά σχετικός. Είναι σχετικός στη σύλληψη του νομοθέτη για το τι είναι δίκαιο (και τι όχι)
· είναι σχετικός στην ερμηνεία του· είναι σχετικός στην εφαρμογή του. Αυτός ο αστός φιλελεύθερος λοιπόν θα αποφαινόταν: δεν γίνεται να εξαφανίσεις την σχετικοποίηση της (επίσημης) ιστορίας “στερεώνοντας” την με την πολλαπλάσια σχετικότητα του νόμου. Θα έλεγε ότι ο μεν νόμος είναι ιστορικό προϊόν, η δε ιστορία δεν είναι νομική κατασκευή.
Γιατί λοιπόν τα πρωτοκλασάτα καπιταλιστικά κράτη, στη φάση της καπιταλιστικής; αναδιάρθρωσης, διαμορφώνουν νόμους για να “στερεώσουν” την ιστορία;

Η κυρίαρχη αφήγηση είναι, ως γνωστόν, η εξής: Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο, όλο κι όλο το ζήτημα είναι το Ολοκαύτωμα. Γιατί είναι ζήτnμα το Ολοκαύτωμα, αυτή η φρικτή διαδικασία βιομηχανικής εξόντωσης των εβραίων, αλλά και πολλών άλλων, απ’ τους ναζί; Επειδή ορισμένοι κληρονόμοι αυτής της ιδεολογίας αρνούνται την διάπραξη του εγκλήματος· κι αυτό μπορεί να συνιστά προ-παρασκευστική σκέψη / πράξη για την επανάληψή του. Συνεπώς (ετσι πάει η λογική της εφόδου του νόμου στην ιστορία) η πρόληψη της επανάληψης του εγκλήματος περιλαμβάνει και την νομική προστασία της αλήθειας του ως ιστορικού γεγονότος. Προσέξτε όμως· κι αυτό είναι ένα “φαιό φως” που προσφέρει στον κόσμο, απλόχερα, ο ελληνικός μεταφασισμός. Εκείνοι που, ακόμα και μπροστά στην κάμερα, διηγούνται το πώς θα κάνουν σαπούνι τους (εν πολλοίς μουσουλμάνους) μετανάστες και το πώς θα φτιάξουν λαμπατέρ απ’ το δέρμα τους, δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να αρνούνται το Ολοκαύτωμα. Αντίθετα. Μπορούν να θαυμάζουν τα κρεματόρια και να ελπίζουν να τα ξαναφτιάξουν, εναντίον άλλων (όχι εβραίων). Που σημαίνει πως από καθαρά ιδεολογική άποψη, και στο βαθμό που θα μπορούσε κανείς να απομονώσει τις ιδέες, το πιο απάνθρωπο και καννιβαλικό που θα μπορούσε να συμβεί σε σχέση με το Ολοκαύτωμα δεν είναι το να αρνηθεί κάποιος ότι συνέβη προσπαθώντας να αθωώσει εκ των υστέρων τους ναζί, αλλά να υποστηρίζει κάτι απ’ τα πιο κάτω:
– ναι, έγινε, αλλά ήταν αναπόφευκτο
· – ναι, έγινε, αλλά ήταν δικαιολογημένο· – ναι, έγινε, αλλά δεν ήταν αρκετό· – ναι, έγινε, αλλά σε λάθος ανθρώπους.
Εν τέλει, τουλάχιστον ένα (και στην πραγματικότητα πολύ περισσότερα) πρόσφατο παράδειγμα δείχνει ότι δεν Βρίσκεται το Ολοκαύτωμα στη (ιδεολογική) βάση των εξελισσόμενων ολοκαυτωμάτων εναντίον (και) των μουσουλμάνων. Εκείνο το εκ νορβπγίας κάθαρμα που ακούει στο όνομα Breivίk, ήταν φανατικός φίλος του ισραηλινού ιμπεριαλισμού (άρα και της ιδεολογίας του)
· κι ακόμα φανατικότερος δολοφόνος. Η (ιδεολογική) προπαρασκευή του δεν πέρασε απ’ τα έργα του γ ράιχ ούτε απ’ την άρνηση του Ολοκαυτώματος, αλλά απ’ τα επίμονα μαθήματα του σύγχρονου πρωτοκοσμικού Θεάματος: οι λευκοί κινδυνεύουν απ’ τους μουσουλμάνους. Αυτήν την πεποίθηση κανένας νόμος δεν μπορεί να την απαγορεύσει. Το Ολοκαύτωμα και η άρνησή του από ορισμένους (αν και όχι τους περισσότερους από) τους μεταφασίστες μπορεί να λειτουργεί συναισθηματικά σαν επαρκής λόγος απόβασης της κρατικής νομοθεσίας στην ιστορία (στις ιστορίες). ‘Ομως λογικά και πολιτικά πρόκειται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, για πρόσχημα.

Είναι αλήθεια ότι στη διάρκεια του 20ου αιώνα μεγάλο μέρος της ιδεολογικής νομιμοποίησης των διακρατικών πολέμων (και των ανελέητων σφαγών) ήταν ένα είδος “ξεκαθαρίσματος λογαριασμών” με ιστορικό βάθος· ερμηνευμένο, φυσικά, σύμφωνα με τα Α ή τα Β εθνικά συμφέροντα… Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις η εθνική ιστορία βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των πολεμικών προετοιμασιών και της διεξαγωγής των επιχειρήσεων. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα άλλο μέρος της ιδεολογικής νομιμοποίησης τέτοιων πολέμων και σφαγών ΔΕΝ έγινε ετσι. Οι γάλλοι και οι γερμανοί (τα αφεντικά τους) μπορούσαν για παράδειγμα να επικαλούνται, ο ένας για τον άλλον, κάποια “προαιώνια” έχθρα… Όμως όταν η αμερικανική αεροπορία έριχνε το “αγοράκι” και τον “χοντρό” στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, σκοτώνοντας 200 χιλιάδες άμαχους, η νομιμοποιητική ιδέα ΔΕΝ ήταν η “προαιώνια” εχθρότητα αμερικάνων και γιαπωνέζων. Μια καινούργια, εργαλειακή “λογική”, που είχε (και έχει, καθώς από τότε επαναλαμβάνεται τακτικά) μεγάλη συγγένεια με την λογική της βιομηχανικής εξόντωσης στα στρατόπεδο συγκέντρωσης, μπήκε πανηγυρικά στις κρατικές (και όχι μόνο) ιδεολογίες, σαν νομιμοποίηση του απίστευτου εγκλήματος: ο μαζικός θάνατος μπορεί, τελικά, να μειώνει μακροπρόθεσμα τις πολεμικές απώλειες. Αυτό σήμαινε: σκότωσε όσους θες όπως θες, αρκεί να νικήσεις. Εάν νικήσεις (και την ιστορία την γράφουν οι νικητές…) τότε θα υποστηρίξεις ότι έδρασες ανθρωπιστικά, αφού γλύτωσαν απ’ τον θάνατο άλλοι, ίσως περισσότεροι. Κι αφού θα είσαι νικητής, ο υπολογισμός του πόσων ο θάνατος συμφέρει θα πάψει να θεωρείται προπαρασκευή για έγκλημα. Τότε η άρνηση (η ιστορική αναθεώρηση του “πυρηνικού πειράματος” σε βάρος των γιαπωνέζων αμάχων) είναι, απλά, αστεία… Συμβαίνουν πια, ταυτόχρονα, και τα δύο. 0ι σέρβοι φασίστες “Θυμούνταν” (υποτίθεται) το παρελθόν τους επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, και κατά συνέπεια θεωρούσαν εαυτούς ελεύθερους να σφάξουν τους πάντες στη Βοσνία, σαν ρεβάνς. Τυπικό παράδειγμα “ξεκαθαρίσματος λογαριασμών” όπου η επίσημη εθνική ιστορία (των σέρβων) κρατάει το τσεκούρι. Αντίθετα, η κατασκευή του “ισλαμιστή τρομοκράτη” και η παρελκόμενα ισχυροποίηση του αντιμουσουλμανικού ρατσισμού στον πρώτο κόσμο ΔΕΝ θεμελιώνεται (απ’ τους οπαδούς του) “σ’ αυτά που υπέφεραν οι ευρωπαίοι” απ’ την αραβική ή την οθωμανική αυτοκρατορία. Εδώ η ιστορία σαν εξιστόρηση του παρελθόντος είναι αδιάφορη.

Ξανά λοιπόν: ποιά μπορεί να είναι η σκοπιμότητα της νομοθέτησης ότι η “άρνηση του Ολοκαυτώματος” συνιστά έγκλημα σκέψης; Το πρώτο προφανές είναι το ότι δίνεται μια ορισμένη μορφή (που, όμως, δεν θα είναι η μοναδική) σ αυτό το εξαιρετικά ασαφές που ονομάζεται “έγκλημα σκέψης”. Αξίζει εδώ μια μικρή ιστορική παρένθεση. Ο όρος “έγκλημα σκέψης” εμφανίζεται στο δυστοπικό “1984” του Τζ. ‘Οργουελ… ανήκει, λοιπόν, έστω μυθιστορηματική αδεία, στα εγκλήματα όπως τα προσδιορίζει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Στην πολύ σύγχρονη πολιτική / δικαστική ιστορία εμφανίστηκε το 1999, στην έκθεση του άγγλου αρχιδικαστή Wίllίam Macpherson, που ήταν ο επικεφαλής της έρευνας για τις αιτίες της δολοφονίας με μαχαίρι του 19χρονου Stephen Lawrence, το βράδυ της 22ας Απρίλη 1993, ενώ περίμενε στη στάση του λεωφορείου. Η δολοφονία του αγγλοαφρικάνου Lawrence χωρίς κανένα προφανές αίτιο παρέπεμπε σε ρατσιστικό έγκλημα. 0 Macpherson ασχολήθηκε (και) με το γιατί η αγγλική αστυνομία δεν ασχολήθηκε καθόλου με την αναζήτηση ρατσιστικών κινήτρων για τους υπόπτους· για να καταλήξει ότι μεγάλο μέρος της εμφορείται επίσης από ρατσιστικές ιδέες. Παρότι, τελικά, καταδικάστηκαν δυο άτομα για την δολοφονία του Lawrence (το 2012!), η έκθεση του Macpherson οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι είναι αρκετή η ρατσιστική σκέψη για να διαπραχθεί μια δολοφονία αλλά και η συγκάλυψή της. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν, λοιπόν, το σύνολο των ρατσιστικών πρακτικών (απ’ τις λόγω προσβολές ως τις δολοφονίες) ο ρατσισμός ακόμα χωρίς εμφανή (ή καταγγελμένη) πρακτική θεωρήθηκε εγκληματικός-σαν-σκέψη.

Αυτό ήταν ένα τεράστιο πολιτικό άλμα, ειδικά εάν κριθεί με βάση την αστική παράδοση διαχωρισμού της σκέψης απ’ την πράξη, των απόψεων απ’ τα έργα, ειδικά ενώπιον των νόμων και των δικαστών. Και δεν ήταν καθόλου δεδομένο ότι επρόκειτο για “άλμα εμπρός”. Η διανοητική και νομική σύλληψη του “εγκλήματος σκέψης” πέρα απ’ το να Θυμίζει τον Οργουεαλιανό κόσμο του “1984”, παραπέμπει πολύ έντονα στην αμαρτωλή σκέψη του χριστιανικού πατερναλιστικού ελέγχου· και στην τιμωρία της απ’ το μεγαλοδύναμο αφεντικό / Θεό. Πολλοί, άλλοι από κλασσική φιλελεύθερη και άλλοι από αριστερή φιλελεύθερη σκοπιά κριτίκαραν έντονα αυτήν την ιδέα, περί “εγκλημάτων σκέψης”, υποδεικνύοντας ότι εάν το ζητούμενο είναι η νομική / δικαιϊκή αντιμετώπιση του ρατσισμού φτάνει και περισσεύει ο κολασμός των ρατσιστικών πράξεων οποιουδήποτε είδους, με βάση τη γενική προσέγγιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, εθνικότητα, κλπ. Η πρακτική θέσμιση των “εγκλημάτων σκέψης” έμεινε έτσι για καιρό ημιτελής. Η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος, βάζοντας την ιστορία στη θέση του ακλόνητου μάρτυρα υπεράσπισης αυτής της ιδέας, αποτελεί (αν δεν κάνουμε λάθος) την πρώτη μεγάλης ιδεολογικής επιρροής θέσμιση τέτοιου είδους.

Ειναι λοιπόν για εμάς φανερό ότι η πραγματική διαδικασία εν προκειμένω ΔΕΝ είναι η δήθεν “στερέωση” ενός ιστορικού γεγονότος (της εξόντωσης σχεδόν 4 εκατομμυρίων εβραίων, κομμουνιστών, τσιγγάνων, ομοφυλοφίλων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης), έναντι των αμφισβητιών του, μέσω της πολλαπλής σχετικότπτας του νόμου… αλλά το ανάποδο: η “στερέωση” ενός εξαιρετικά συζητήσιμου νόμου ολοκληρωτικού προσανατολισμού με ένα ουσιαστικά αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, το Ολοκαύτωμα. Δεν είναι, σα να λέμε, ο νόμος που δίνει ισχύ και εγκυρότητα στην ιστορία, αλλά ένα επιλεγμένο τρομακτικό ιστορικό γεγονός που δίνει ισχύ και εγκυρότητα σ’ έναν χειραγωγικό νόμο. Η α λα ελληνικά διαχείριση αυτής της διαδικασίας φωτίζει τον αληθινό χαρακτήρα της, αφού συμβαίνει συχνά πε-ριθωριακές αντιγραφές να φωτίζουν το αυθεντικό πρωτότυπο που βρίσκεται στο κέντρο. Τι έκαναν οι νομιμόφρονες πολιτικές βιτρίνες στον πρόσφατο “αντιρατσιστικό νόμο”; Απαίτησαν να συμπεριληφθούν, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την δήθεν “νομική στερέωση” του Ολοκαυτώματος, και εκείνες οι σφαγές που, κατά την άποψή τους, συνιστούν γενοκτονίες πολιτικά αξιοποιήσrμες γιο εθνικούς σκοπούς. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα αμφισβητούσε σφαγές που έχουν γίνει, οπουδήποτε στον κόσμο. Η εθνικά ωφέλιμη μυωπία είναι εντελώς αντίθετο πράγμα. Η σφαγή στη Σρεμπρένιτσα (και στη Βοσνία συνολικά) έγινε πολύ πρόσφατα, με αποδεδειγμένη την συμμετοχή δεκάδων ελλήνων φασιστών· αλλά δεν υπάρχει (για τους ντόπιους εθνικόφρονες / νομιμόφρονες) κανένας λόγος “τιμωρίας” τους. Ούτε, φυσικά, υπάρχει λόγος νομοθετικής αναγνώρισής της. Το αντίθετο. Συνεπώς οι εθνικόφρονες δεν ανησυχούν μήπως υπάρξει “κακόβουλη άρνηση ή/και ευτελισμός της σημασίας” των διωγμών σε βάρος ποντίων, αρμενίων, ή ελλήνων. Εκείνο που τους ανησυχεί είναι διαφορετικό. Εφ’ όσον το εκπαιδευτικό σύστημα έχει χάσει προ πολλού το μονοπώλιο τπς ιδεολογικής ηγεμονίας του κράτους και των αφεντικών, και της αναπαραγωγής της κυρίαρχης εθνικά σωστής ιστορίας, φοβούνται ότι αυτή η ιστορία που είναι κεντρική, ακόμα και σήμερα, στο ελληνικό κρατικό – καπιταλιστικό – εγκληματικό σύμπλεγμα, μπορεί να αμφισβητηθεί, και μάλιστα τεκμηριωμένα, από άλλες υποτελείς ιστορίες / εξιστορήσεις. Είτε βάζοντας τις διώξεις και τις σφαγές μέσα στο πραγματικό ιστορικό τους πλαίσιο, είτε υποδεικνύοντας (ή θυμίζοντας) τα εγκλήματα που έχει διαπράξει το ελληνικό κράτος. Ειπωμένο αλλιώς: οι έλληνες εθνικόφρονες θέλουν μια (νομική) βάση για να σέρνουν τους αντιπάλους τους στα δικαστήρια, φοβίζοντάς τους με μηνύσεις και χρόνιες δικαστικές διαδικασίες. Θέλουν, άρα, νόμους που να αντλούν ισχύ και εγκυρότητα απ’ την δική τους ιστορική αφήγηση. Θέλουν μια νομική βάση διαρκούς λογοκρισίας1.

Γιατί, όμως, στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα τα καπιταλιστικά κράτη εγκαινίασαν (και προφανώς θα αναπτύξουν όσο μπορούν) αυτή την ιδέα/θέσμιση περί “εγκλημάτων σκέψης”; Το 1999 ή το 2000 ίσως να μην φαινόταν αυτό το γιατί, και μπορεί κάποιοι να ξεγελάστηκαν νομίζοντας ότι ο καημός των αφεντικών και των πολιτικών ή/και νομικών βιτρινών τους είναι η αντιμετώπιση του ρατσισμού (!!!). Μιάμιση δεκαετία μετά ξέρουμε. Η θεσμοθέτηση της ιδέας περί “εγκλημάτων σκέψης” είναι  η ιδεολογική νομική βάση που επιτρέπει τη γενική παρακολούθηση και το φακέλωμα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών των πάντων. Γιατί (και κάθε nsa μπορεί να το πει) το ζητούμενο δεν είναι η υποτιθέμενη πρόληψη (ας πούμε “τρομοκρατικών” ενεργειών) αλλά οι “εγκληματίες” που “ακόμα δεν είναι μεν τέτοιοι” αλλά “το σκέφτονται”. Πίσω και κάτω, λοιπόν, απ’ την καινούρια εγκληματική κατηγορία, αυτή “εκείνων που σκέφτονται με τρόπο που θα μπορούσε, πιθανόν, να οδηγήσει σε έκνομες ενέργειες” βρίσκεται η γενική επιτήρηση πάνω στις επικοινωνιακές ανταλλαγές των πάντων με τους πάντες. Και η πολλαπλή αξιοποίησή τους.
Κατά τ’ άλλα, ο πρωτοκοσμικός ρατσισμός, ως γνωστόν, έχει υποστεί δινή ήττα… Ή όχι;

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1.
Έχουν, άλλωστε, παρελθόν και μάλιστα πρόσφατο. Αντιγράφουμε απ’ το “Ελληνοσερβική  φιλία 1991-1995, η συμμετοχή του ελληνικού ιμπεριαλισμού στον “τρίτο βαλκανικό πόλεμο”, εκδόσεις αντισχολείο (τονίζουμε τις κατηγορίες με βάση την τότε νομοθεσία, δηλαδή χωρίς “εγκλήματα σκέψης”:
…Ανήμερα στις 215 Μαρτίου (1992) η  νεαρή αντιεξουσιάστρια Μαρία Κοζύρη συλλαμβάνεται να σκίζει μια αφίσα της “εθνικής σταυροφορίας” -διαβόητης πατριωτικής επιχείρησης, με ειδικότητα στον τομέα του σωματεμπορίου. Θα κατηγορηθεί όπωςτης αξίζει: για “περιύβριση συμβόλου”, απόπειρα σωματικής βλάβης” και κυρίως για “φθορά ξένης ιδιοκτησίας χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο”. Ακριβώς αυτό: χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο…
Δέκα μέρες αργότερα, τέσσερα μελη της ακροαριστερής “αντιεθνικιστικής συσπείρωσης” θα συλληφθούν στην Ομόνοια να μοιράζουν προκηρύξεις. Πέραν του θράσους και του τεντυμποϊσμού τους που θα μείνουν ατιμώρητα, θα καταδικαστούν σε 19 μήνες φυλάκιση ο καθένας για “πρόκληση πολιτών σε διχόνοια”, “έκθεση κράτους σε διχόνοια”, “διάσπορα ψεύδων ειδήσεων”… Τι έλεγε η προκήρυξη; Ότι “οι γειτονικοί λαοί δεν είναι εχθροί μας”…