Project Description
Ή με τους μετανάστες και τις μετανάστριες
τα ταξικά μας αδέρφια, την σάρκα από την σάρκα μας
Ή με τους κανίβαλους
τον στρατό, τους φασίστες -κι όσους τους δίνουν άλλοθι
Διαδήλωση Πέμπτη 12/3
πλ. Βικτώριας, 18:00
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Για όσους θέλουν να κρύβονται πίσω από άλλοθι τύπου «εγώ δεν ήξερα», η τωρινή πραγματικότητα δεν βολεύει. Η δολοφονική καφρίλα έχει διαφημιστεί παντού.
Στα ελληνοτουρκικά σύνορα ο ελληνικός στρατός, παρέα με παρακρατικούς και ναζί εθελοντές δολοφονούν μετανάστες, με την ιδεολογική και υλική στήριξη ντόπιων μεγαλομαφιόζων. Φασίστες αγανακτισμένοι μικροαστοί, στα νησιά και τις πόλεις, ξεφωνίζουν την κανιβαλική τους διάθεση. Οι διάφοροι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους συναγωνίζονται στην καφρίλα δίνοντας εντολές, χειροκροτώντας την βαρβαρότητα που οργανώνεται πολεμικά και τραγουδώντας αγκαζέ τον εθνικό ύμνο. Στις οθόνες των media, βέβαια, όλοι οι παραπάνω περιγράφονται ως «φορείς δικαιοσύνης», ενώ οι εκτοπισμένοι απ’ τον πόλεμο και την φτώχεια μετανάστες αποκαλούνται «εισβολείς».
Θα φαινόταν παράλογο, ίσως, αν δεν βρισκόμασταν στην ελλάδα. Η ελλάδα είναι μια χώρα που έχει χρησιμοποιήσει την παρατυπία και την ωμή βία σαν κανόνα διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, εδώ και 30, τουλάχιστον, χρόνια. Αυτή η τακτική, στο παρελθόν, στα ένδοξα ’90s, παρήγαγε κακοπληρωμένα μαύρα μεροκάματα στα χωράφια και αλυσοδεμένες βαλκάνιες γυναίκες στα υπόγεια του trafficking. Η ελλάδα του τότε – για να είμαστε πιο σαφείς: το κράτος και το παρακράτος της, τα αφεντικά και οι φασίστες τους – φωνάζανε «έξω οι ξένοι» και εννοούσαν «κάτω οι ξένοι». Το ρατσιστικό σκουπιδολόι του εθνικού κορμού, απ’ τον στρατό μέχρι τους νοικοκυραίους, σ ‘ εκείνη τη συνθήκη, έβλεπε στους μετανάστες πρώτα απ’ όλα μια ζωντανή ευκαιρία για άμεση φτηνή εργασία και, επιπλέον, μια δυνατότητα για συνολικότερη υποτίμηση της αξίας της εργασίας, μέσα απ’ την κυριαρχία των ρατσιστικών μαλακιών στο σύνολο σχεδόν της ελλαδικής κοινωνικής σφαίρας. Ειπωμένο σε δύο τρία σημεία: Όχι χαρτιά, αστυνομική, αλλά και παράτυπη διαχείριση της ένταξης τους, βία, ενίοτε και σφαίρες, και χαμηλά μεροκάματα. Βία, ηλίθια ρατσιστικά αστεία – και λεφτά. Ήταν όμως μόνο αυτά;
Όχι. Ακόμα και τότε, στα ’90s, η ασφαλής λειτουργία των συνόρων με στρατιωτικούς όρους πάνω στο παράδειγμα των μεταναστών, δικαιωμένη βεβαίως κοινωνικά, είχε και παράπλευρες χρησιμότητες: Την απόσπαση προσόδων με όρους νταβατζιλικιού από τις βαλκανικές χώρες καταγωγής τους (το παράδειγμα της αλβανίας) και την εξυπηρέτηση των διαφόρων επεκτατικών σχεδιασμών της ελλάδας και των συμμάχων της σε σχέση με τα γειτονικά της κράτη.
Στο τελευταίο κύμα μεταναστών, του οποίου το ξεκίνημα συνέπεσε ουσιαστικά με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και την εδραίωση των πολεμικών εχθροπραξιών που διεξήγαν τα διάφορα δυτικά κράτη, αυτός ο ρόλος της ελλάδας σαν συνοριοφυλάκιο της δύσης έγινε πολύ πιο κεντρικός. Και ακόμα πιο βάρβαρος και στο δημόσιο λόγο, αλλά και στην πράξη: Γεωπολιτικές πρόσοδοι, προσπάθειες ανατίμησης του ελληνικού οικοπέδου και κονδύλια πάνω στο μπουντρούμιασμα ανθρώπων και τα πτώματα των συνόρων. Πάνω στους νεκρούς μετανάστες στην Παγανή και την Αμυγδαλέζα από έλλειψη στοιχειώδους περίθαλψης, μέχρι τους νεκρούς απ’ το κρύο στην Μόρια, σε ένα διάλειμμα για μια υποτιθέμενη πιο ανθρωπιστική διαχείριση, το 2015, στο προφανώς σύντομο «καλοκαίρι του ανθρωπισμού».
Τους τελευταίους μήνες, με αυξανόμενη ένταση και ολοένα πιο κυνικούς όρους, ο θάνατος στα σύνορα απαιτεί να διαφημιστεί, με όρους έκτακτης ανάγκης. Και το κράτος βάζει τους μηχανισμούς του, και τους θεσμικούς και τους κοινωνικούς, να δουλέψουν στο κόκκινο. Η ελλάδα δεν σκόνταψε πάνω σε καμία πολεμική ένταση του «σατανικού» Ερντογάν: αντιθέτως, επεδίωξε και επιδιώκει να αρπάξει όποια ευκαιρία, ακόμα και αν αυτή αφορά μετανάστριες και μετανάστες που προσπαθούν να διαφύγουν απ’ την οικονομική δυσχέρεια ή τον πόλεμο, για να δείξει τα δόντια της, σαν πρόθυμος και οπλισμένος συνοριοφύλακας της δύσης.
Πολιτική οικονομία πάνω στον θάνατο, που περιφρονεί φωναχτά τις διεθνείς συνθήκες: Ακούγεται κυνικό, βάρβαρο και ακραίο – και είναι ακριβώς αυτό. Αλλά γίνεται εφικτό γιατί, προς το παρόν τουλάχιστον, ο εγχώριος οχετός φαίνεται να παίζει χωρίς υπολογίσιμο αντίπαλο στο εσωτερικό του.
Θα το ξαναπούμε: Δεν είναι καιρός για «δεν ήξερα».
Στις 2 Μαρτίου του 2020 ο 22χρονος Σύρος Μοχάμαντ αλ-Άραμπ βρίσκεται νεκρός από πλαστικές σφαίρες στα κλειστά ελληνοτουρκικά σύνορα. Πρέπει να έχουμε την αξιοπρέπεια να τον μετρήσουμε δίπλα στους νεκρούς από τα ναυάγια ή το κρύο όλων αυτών των χρόνων της αντιμεταναστευτικής πολιτικής.
Στις 4 Μαρτίου 2020 ο Μουχάμαντ Γκουλζάρ βρίσκεται νεκρός από πραγματικά πυρά – πιθανόν ελληνικών παραστρατιωτικών ομάδων – στις Καστανιές του Έβρου. Πρέπει να βρούμε το θάρρος να τον τοποθετήσουμε δίπλα στη μακρόχρονη σιωπή μας.
Δεν είναι καιρός για «δεν ήξερα».
Δεν βιώνουμε, προς το παρόν, τις ίδιες συνθήκες με αυτό το ζωντανό, κυνηγημένο κομμάτι του πολυεθνικού προλεταριάτου. Αλλά οι εχθροί των μεταναστών και των μεταναστριών, απ’ τα αφεντικά, τους μικροϊδιοκτήτες και τους φασίστες λακέδες τους μέχρι το ελληνικό κράτος και τον στρατό του, είναι και δικοί μας εχθροί.
Υπάρχει κάτι ακόμα που είναι σίγουρο μέσα σε όλο αυτό: Η μετανάστευση δεν πρόκειται να σταματήσει. Και λόγω των δυσμενών καταστάσεων παγκόσμια, αλλά και εναντίον των καταναγκασμών και των αποκλεισμών που αυτοί παράγουν. Αυτό είναι ένα δίπολο που μας αφορά όλους και μένει να το απαντήσουμε, προσωπικά και συλλογικά, στην καθημερινή ζωή, αλλά και στην οργανωμένη δράση. Ενάντια στους φράχτες, ενάντια στον πόλεμο και την εξαθλίωση, ενάντια στον ρατσισμό και την ξεφτίλα.
Ξανά και ξανά και ξανά: είμαστε όλοι μετανάστες.